Είναι από τις φορές που δύο φωτογραφίες είναι οι αδιάψευστοι δημοσιογραφικοί μάρτυρες της εποχής και των ανθρώπινων αντιλήψεων.
Δύο φωτογραφίες, δύο εποχές, θαρρείς δύο διαφορετικοί μεταξύ τους κόσμοι, κι όμως, όλως περιέργως, ο ίδιος λαός. Και στο βάθος του κάδρου, δύο εποχές να συνομιλούν μέσα από τις συμβολικές τους αντιθέσεις. Το παρελθόν και το παρόν.
Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, ένας πεινασμένος Ελληνας προσέρχεται μαζικά στην κηδεία ενός ποιητή, ορθώνει το ανάστημά του και αντιστέκεται μαζικά, ενάντια στον ναζί κατακτητή. Στη δεύτερη φωτογραφία, ένας καλοζωισμένος πια Ελληνας -ανυποψίαστος για τα μεγάλα μεγέθη της ζωής, ημιμαθής και αλλοτριωμένος – προσέρχεται αθρόα σ’ ένα κοσμικό, κατά βάση, γεγονός: Την παρουσίαση του βιβλίου, που έγραψε ένας τηλεοπτικός «αχυράνθρωπος».
Οι εικόνες είναι σημειολογικά φορτισμένες, αδυσώπητες. Στην ασπρόμαυρη, ο χρόνος επιστρέφει στα 1943, σταματώντας στις 28 Φλεβάρη. Οταν, δηλαδή, μαθαίνεται στην κατοχική Αθήνα ο θάνατος του εθνικού ποιητή, Κωστή Παλαμά. Αυτού του Τιτάνα των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και της πρωτοπόρας γενιάς του 1880.
Στην κηδεία του, πλήθος πεινασμένων, ίσως και φοβισμένων Ελλήνων συγκεντρώνεται αυθόρμητα. Οι πολίτες προσέρχονται, για να τιμήσουν έναν ποιητή και το έργο του. Ακατανόητο για τη σύγχρονη εποχή… Και τότε, ακριβώς πάνω στο φέρετρό του ποιητή, πάνω στο ιερό του λείψανο, αυτός ο λαός ορκίζεται στ’ όνομά του, αντίσταση στον ξένο κατακτητή. Είναι η στιγμή που ο ποιητής Α. Σικελιανός ανάβει το φιτίλι, αντιλαλώντας με ιερό δέος: «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα». Ο κόσμος ανατριχιάζει, και όταν ο εκπρόσωπος των κατακτητών τολμά να καταθέσει στεφάνι, οι παριστάμενοι αρχίζουν να ψέλνουν τον εθνικό ύμνο!
Εν έτει 2019, ο ίδιος λαός δείχνει να έχει βυθιστεί στη δίνη της λήθης και της πνευματικής αφασίας. Προσέρχεται – θαρρείς υπνωτισμένος – για να αποθεώσει το σύγχρονο είδωλό του. Ανυποψίαστος, περαστικός, δίχως όραμα, δίχως παιδεία, δίχως πυξίδα, με κούφια πρότυπα. Αλλά κυρίως, ολοκληρωτικά εγκλωβισμένος στο τέλμα της ματαιότητας του. «Δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα».
* Ο Γιάννης Δημογιάννης είναι φιλόλογος.