Στις αρχές του 1922 η Ελλάδα – διαρκούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας – βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική κατάσταση. Την κακή δημοσιονομική εικόνα της χώρας συμπλήρωναν η γενική διπλωματική αποξένωσή της και το στρατιωτικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει.
Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι τα δημόσια οικονομικά είχαν εκτροχιαστεί, επειδή η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), ενώ σε πολεμική προπαρασκευή από το 1910.
Προτού λοιπόν προλάβει η Ελλάδα να εξαργυρώσει την εδαφική και πληθυσμιακή της μεγέθυνση από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28.7.1913) λόγω της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό νέων πλούσιων περιοχών και σημαντικών αστικών κέντρων, το ελληνικό κράτος μπήκε σε νέες περιπέτειες με τον Εθνικό Διχασμό (1915-1917).
Η εν λόγω πολιτική κατάσταση αποδείχθηκε ολέθρια και στη γενική πρόοδο της οικονομίας. Συγκεκριμένα την περίοδο αυτή οι δημοσιονομικοί μηχανισμοί παρέλυσαν και το εξωτερικό εμπόριο δέχθηκε καίριο πλήγμα, αφού έκλεισαν παραδοσιακοί δρόμοι προς χώρες που είχαν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο.
ΟΙ ΜΙΣΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΗΓΑΝ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ
Ο Ελ. Βενιζέλος – με την οικονομική στήριξη που του παρείχε η Αντάντ – κατάφερε να υλοποιήσει τους στόχους της εξωτερικής του πολιτικής, αν και το κόστος της πολεμικής συμμετοχής της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – την περίοδο 1917-1918 – υπήρξε ιδιαίτερα υψηλό.
Υπολογίζεται ότι τη διετία αυτή δαπανήθηκε το 48% των δημοσίων δαπανών για τις ένοπλες δυνάμεις και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Προκειμένου να καλύψει τις δημόσιες δαπάνες η κυβέρνηση Βενιζέλου, κατάφερε να συγκεντρώσει έσοδα 714 εκατομμυρίων δραχμών. Το ποσό αυτό, που δεν προερχόταν από εξωτερικό δανεισμό, αντιστοιχούσε μόλις στο 40,5% των δαπανών. Κατά συνέπεια το δημόσιο έλλειμμα αυξήθηκε σημαντικότατα.
Η κυβέρνηση λοιπόν στην προσπάθειά της να καλύψει τις άμεσες και επιτακτικές ανάγκες της χώρας, κατέφυγε στο πιο πρόσφορο μέσο που διέθετε, την έκδοση νέων τραπεζογραμματίων. Η συγκεκριμένη όμως ενέργεια οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού. Παράλληλα, η ανάγκη ενίσχυσης του εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων και στη συνεχεία των ιδιωτικών, δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο που επιδείνωσε τα οικονομικά του κράτους.
Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΙΣΕ
Οσο η Αντάντ στήριζε το ελληνικό κράτος – άμεσα ή έμμεσα – η οικονομική κατάσταση βρισκόταν υπό έλεγχο. Με την εκλογική όμως ήττα του Ελ. Βενιζέλου (1.11.1920) και την επάνοδο στον ελληνικό θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου διακόπηκαν οι συμμαχικές πιστώσεις προς την Ελλάδα. Για όλες τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις η έλλειψη πιστώσεων σήμαινε ότι έπρεπε να καλύπτουν τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της εκστρατείας από ίδιους πόρους. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις έπρεπε να αλλάξουν την οικονομική τους πολιτική, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.
Αντίθετα μάλιστα – σε κλίμα φανατισμού – η κυβέρνηση Ράλλη, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις (Ν. Καλογερόπουλος, Δ. Γούναρης) φρόντισαν να αποζημιώσουν τους οπαδούς τους, που είχαν διωχθεί από τους βενιζελικούς κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου (1917-1920). Ανεξάρτητα πάντως από το δίκαιο ή όχι των αιτημάτων για αποζημίωση, η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να επιδεινωθούν – διαρκούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας – τα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Η ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ
Στην προσπάθειά του ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης να αυξήσει τα έσοδα της Ελλάδας ξεκίνησε περιοδεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τον υπουργό Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζή. Σκοπός της περιοδείας του ήταν η σύναψη ενός δανείου, που δυστυχώς δεν καρποφόρησε. Σε μία ύστατη προσπάθεια εξεύρεσης νέων οικονομικών πόρων ο Γούναρης συμφώνησε με ομάδα άγγλων κεφαλαιούχων (11.2.1922) για τη σύναψη δανείου ύψους 15.000.000 δραχμών, το οποίο και αυτό τελικά δεν εκταμιεύτηκε ποτέ.
Υστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα (21.2.1922) ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τους στενούς του συνεργάτες για την αποτυχία του ταξιδιού του στην Ευρώπη. Τόνισε μάλιστα ότι η χώρα χρειαζόταν άμεσα οικονομικούς πόρους, που δεν μπορούσαν να προέλθουν από την χρονοβόρο διαδικασία της αύξησης των φόρων ή των δασμών.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ
Καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα σύναψης ενός εξωτερικού δανείου ο Δ. Γούναρη σκέφθηκε να προχωρήσει – ύστερα από εισήγηση του υπουργού των Οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη – σε ένα είδος εσωτερικού αναγκαστικού δανεισμού, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Στην προκειμένη περίπτωση τη δραχμή. Ενα μήνα αργότερα ο Πρωτοπαπαδάκης μιλώντας στη Βουλή (21.3.1922) για τον προϋπολογισμό του 1921-1922 αποκάλυπτε το σχέδιό του για τη σύναψη ενός αναγκαστικού εσωτερικού δανείου. Κατά τη διάρκεια του λόγου του ο υπουργός των Οικονομικών έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη του, το επέδειξε στη Βουλή και είπε: «Ιδού κύριοι, εν εκατοντάδραχμον. Προς τα δεξιά είναι η εικών του Γεωργίου Σταύρου, προς τα αριστερά το Βασιλικόν Στέμμα. Ευθύς ως το νομοσχέδιον ψηφισθή θα διχοτομήσω το εκατοντάδραχμον [ο κύριος υπουργός βγάζει από το χαρτοφυλάκιόν του μίαν ψαλλίδα γραφείου και προ της εκθάμβου Βουλής κόπτει εις δύο το εις χείρας του χαρτονόμισμα]. Και το τεμάχιον το φέρον την εικόνα του Γ. Σταύρου θα εξακολουθήση κυκλοφορούν ως νόμισμα 50 δραχμών, το δε έτερο ήμισυ […] θα αποτελή ομολογίαν 50 δραχμών». Η Βουλή δέχθηκε την αγόρευση του Πρωτοπαπαδάκη με «διαμαρτυρίας, γέλωτας και ραγδαία χειροκροτήματα», όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στα Πρακτικά της Βουλής.
ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Με βάση το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε αποφασίστηκε όλα τα τραπεζογραμμάτια (χαρτονομίσματα) που κυκλοφορούσαν στην ελληνική επικράτεια να κοπούν στη μέση (διχοτόμηση). Ο πολίτης θα κρατούσε το αριστερό μέρος, που ονομαζόταν στην καθομιλουμένη «Σταύρος», επειδή είχε χαραγμένο πάνω του το κεφάλι του Γ. Σταύρου. Το δεξιό μέρος του χαρτονομίσματος, που ονομαζόταν «στέμμα», θα είχε αξία ομολογιακού δανείου προς το κράτος εικοσαετούς διάρκειας. Συνεπώς η νομισματική κυκλοφορία, που τον Μάρτιο του 1922 ανερχόταν σε 3.100 εκατομμύρια, με τη διχοτόμηση περιορίστηκε αυτόματα στα 1.500 εκατομμύρια, δίνοντας πλέον τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εκδώσει νέα χαρτονομίσματα έως το ποσό των 1.500 εκατομμυρίων, χωρίς δηλαδή να προκαλέσει περαιτέρω διόγκωση της κυκλοφορίας και νέες πληθωριστικές πιέσεις.
Οι πολίτες που διέθεταν το αριστερό τμήμα του χαρτονομίσματος, αν και δεν το επιδίωξαν, έγιναν ιδιοκτήτες κρατικού ομολόγου εικοσαετούς διάρκειας (1942) με τόκο 6.5% και με την «ασφαλή εγγύησιν του κράτους». Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο το κράτος εξασφάλισε από τους πολίτες του 1.200.000.000 δραχμές ως «αναγκαστικό δάνειο», για να μπορέσει να καλύψει τις επείγουσες οικονομικές του ανάγκες. Φυσικά οι πολίτες έχασαν το «κρατικόν ομόλογον» που διέθεταν, αφού η λήξη του συνέπεσε με τη γερμανική κατοχή (1941-1944).
ΤΟ ΜΗ ΧΕΙΡΟΝ
Ο Δ. Γούναρης παραδέχθηκε ότι το μέτρο παρουσίαζε πολλές αδυναμίες, αλλά ήταν το πιο ενδεδειγμένο για τις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η χώρα, αφού δεν είχε εξασφαλισθεί εξωτερικό δάνειο, ενώ και εσωτερικό δάνειο δεν μπορούσε να επιδιωχθεί με κλονισμένη την αξία του εθνικού νομίσματος. Οπως ήταν αναμενόμενο σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο, καθώς θεωρούσε ότι κλονιζόταν η εμπιστοσύνη στη δραχμή και πλήττονταν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Με δεδομένο μάλιστα ότι οι ευπορότεροι δεν συναλλάσσονταν με χαρτονομίσματα, αλλά με χρυσές λίρες. Το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε τελικά στις 25 Μαρτίου 1922 με ψήφους 151 έναντι 148 και η διχοτόμηση του νομίσματος έγινε νόμος του κράτους (Ν. 2749). Από την υποχρέωση της διχοτόμησης εξαιρέθηκαν οι ξένοι υπήκοοι και οι ξένες εταιρείες, ενώ στους εμπόρους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να μπορούν να πληρώνουν τους προμηθευτές τους για τρεις μήνες με ολόκληρο χαρτονόμισμα, γεγονός που δημιούργησε στην αγορά χαοτική κατάσταση.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ
Οι εφημερίδες της συμπολίτευσης αρχικά τήρησαν αμήχανη στάση, ενώ στη συνέχεια αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν το μέτρο και την κυβέρνηση. Σύμφωνα όμως με τον Ι. Μεταξά η αλλαγή στάσης οφειλόταν στο ότι: «Αι εφημερίδες επληρώθησαν αδρότατα εκατό χιλιάδες εκάστη, αι βενιζελικαί, αφού εφάνησαν δεχόμεναι κατ’ αρχάς, ηρνήθησαν έπειτα» (Ημερολόγιο, Πέμπτη 24.3.1922).
Κρίνοντας κανείς το συγκεκριμένο οικονομικό μέτρο με βάση το στόχο που έθεσε η κυβέρνηση του Δ. Γούναρη, να ενισχυθούν δηλαδή άμεσα τα κρατικά ταμεία, μπορεί να το θεωρήσει επιτυχημένο. Επέφερε άλλωστε στο Δημόσιο το σημαντικό ποσό των 1.200.000.000 δραχμών. Εντούτοις αποδείχθηκε σύντομα αναποτελεσματικό, αφού σε μικρό χρονικό διάστημα τα νέα χρηματικά ποσά που απέκτησε το Δημόσιο απορροφήθηκαν από τις καλπάζουσες δημόσιες δαπάνες και τον πληθωρισμό, τον οποίο και δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει. Δεν μας είναι τέλος γνωστό το ύψος του ποσού που κατευθύνθηκε – από το «αναγκαστικό δάνειο» – στο μικρασιατικό μέτωπο. Υπολογίζεται πάντως ότι αυτό το ποσό δεν ξεπέρασε τα 500 εκατομμύρια δραχμές.