Πρώτα τα καλά νέα. Μπήκαμε (δεν βγήκαμε) στις αγορές για πρώτη φορά μετά από το 2010 με ένα δεκαετές ομόλογο και δανειστήκαμε 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ απ’ αυτές με 3,9% επιτόκιο.
Δικαιούται η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τη συγκεκριμένη εξέλιξη; Κατά την άποψη μας, η απάντηση είναι ότι δεν δικαιούται να πανηγυρίζει, μπορεί, ωστόσο, να την αξιοποιήσει πολιτικά, ενισχύοντας το αφήγημα της ότι η οικονομία πάει καλά. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως θέλει να τα παρουσιάζει.
Δεν θα σταθούμε στην πρόσφατη αρνητική έκθεση της Κομισιόν, που εντοπίζει σημαντικές καθυστερήσεις στην προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και τομών. Εξ ου και τα «καψώνια» που μας κάνει με την εκταμίευση της δόσης του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, που είναι επί της ουσίας τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
Θα αναφερθούμε στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου, εν προκειμένω στο επιτόκιο δανεισμού μας επ’ αυτού. Κι εδώ είναι τα λιγότερο καλά νέα, καθώς η διακύμανση του μόνο απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει, υπό την έννοια ότι αποδεικνύει πως μετά από το ξέσπασμα της κρίσης χάσαμε μια ολόκληρη πενταετία στην προσπάθεια μας να ανακάμψουμε.
Το 2014, το επιτόκιο του ήταν 4,8%, δηλαδή σχεδόν μια ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερο απ’ αυτό που δανειστήκαμε προχθές. Μετά από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους γνωστούς ερασιτεχνισμούς στους οποίους επιδόθηκε, που συνοδεύονταν από μπόλικους «παλικαρισμούς» και «λεονταρισμούς» έναντι των εταίρων μας (οι οποίοι κατά τον Αλέξη Τσίπρα θα μας… παρακαλούσαν για να μας δανείσουν), οδηγηθήκαμε στο δραματικό καλοκαίρι του 2015, οπότε το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου εκτοξεύθηκε στο 15,4%!
Ηταν η απόλυτη απόδειξη αδυναμίας δανεισμού μας, ο ορισμός της χρεοκοπίας, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε άτακτη εάν οι Ευρωπαίοι, με πρώτο και καλύτερο τον Φρανσουά Ολάντ, δεν μάς πρόσφεραν σανίδα και στους κυβερνώντες δεν πρυτάνευε, έστω και καθυστερημένα, η λογική.
Ο πρωταίτιος του χάους που ζήσαμε, ο εμπνευστής της «δημιουργικής ασάφειας», ο Γιάννης Βαρουφάκης, βρέθηκε τις προάλλες στην Πάτρα. Κυκλοφόρησε αμέριμνος στον πεζόδρομο της Ρήγα Φεραίου και απόλαυσε τον καφέ του, ενώ αν δεν ήταν μια γνώριμη φυσιογνωμία από την υπερβολική έκθεση του στη δημοσιότητα θα περνούσε τελείως απαρατήρητος.
Ηλθε (και καλώς ήλθε) στα μέρη μας για να παρουσιάσει τις θέσεις του κόμματος του. Το πόσοι συμφωνούν, ακόμη, με την ανατρεπτική θεωρία του, είναι κάτι που θα αποτυπωθεί στην εκλογική επίδοση του «ΜΕΡΑ 25».
Ομως, εκτιμούμε ότι ακόμη κι αυτοί που θα τον ακολουθήσουν στις κάλπες δεν θα ήθελαν να ξαναζήσουν εκείνο το εφιαλτικό καλοκαίρι, σχηματίζοντας ουρές μπροστά από τις τράπεζες για μερικά ευρώ που έβγαιναν από τα ΑΤΜ με το σταγονόμετρο.