Οι επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019 θα διεξαχθούν σε συνθήκες έντονης ανησυχίας για το μέλλον της Ευρώπης και των λαών της.
Σε οικονομικό επίπεδο, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στην ΕΕ χαρακτηρίστηκαν από τη διεύρυνση του χάσματος Βορρά- Νότου. Παρά την για δεύτερη χρονιά αύξηση των οικονομιών το 2018, οι προβλέψεις για το 2019 έχουν μειωθεί λόγω της παγκόσμιας αβεβαιότητας που επικρατεί (εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας , διαμάχη για τους όρους του επικείμενου Brexit κ.α.).
Η γειτονική μας Ιταλία κατέγραψε το 2018 σχεδόν μηδενική αύξηση στην παραγωγή της από τότε που εντάχθηκε στο ευρώ. Αντίστοιχα και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, η ανάκαμψη προβλέπεται να είναι αναιμική, με εξαίρεση τη χώρα μας, για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε τις προβλέψεις της προς τα πάνω.
Δέκα χρόνια μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, καθίσταται σαφές ότι οι όροι που την δημιούργησαν δεν έχουν εκλείψει. Το αυξανόμενο χρέος και οι φούσκες που τροφοδότησε η επεκτατική νομισματική πολιτική, συνεπάγονται σημαντικό κίνδυνο για νέα κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Απαιτούνται θεμελιακού τύπου μακροχρόνιες αλλαγές, που θα στοχεύουν:
α) Στην προστασία των κρατικών ομολόγων από την πίεση της κερδοσκοπίας των αγορών. Η έκδοση ευρωομολόγου ή Ασφαλούς Ομολόγου Ευρωζώνης ή ενός μηχανισμού σταθερότητας θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση,
β) στην αναβάθμιση της δημοσιονομικής πολιτικής, ως σταθεροποιητικού μηχανισμού στην Ευρωζώνη,
γ) Ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων με έμφαση στις οικολογικές υποδομές, στην έρευνα και την τεχνολογία,
δ) στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών μεταξύ των χωρών – μελών
ε)Αντιστροφή του χάσματος των παραγωγικών δομών της ΕΕ μεσοπρόθεσμα. Ενώ ο βιομηχανικός Βορράς είχε σχετικά σύντομη ανάκαμψη από την κρίση, στις χώρες του μεσογειακού Νότου αυτή είχε μεγαλύτερη διάρκεια.

 

Σε πολιτικό επίπεδο η διαχείριση της κρίσης από την ηγεσία της ΕΕ έχει οδηγήσει στην εδραίωση της ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, η επικράτηση χαμηλόμισθων και επισφαλών θέσεων εργασίας, συνέβαλαν στην αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας σε πολλές χώρες του ευρώ. Η εμπειρική έρευνα έχει καταγράψει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανασφάλειας που προκαλεί η κρίση και της ψήφου στα δεξιά εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα. Στη χώρα μας αυτό αντανακλάται στην ανθεκτικότητα των ποσοστών του φασιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, παρά την αποκάλυψη του εγκληματικού ρόλου της στη συνεχιζόμενη ποινική δίκη των μελών της. Ο δεξιός εθνικισμός έχει αυξανόμενη επιρροή στον δημόσιο λόγο στην ΕΕ, ιδιαίτερα στο ζήτημα της μετανάστευσης. Ο φόβος της μεσαίας τάξης για επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της και η υποβάθμιση της εργατικής τάξης στην Ευρώπη αυξάνει την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Τα κόμματα του πολιτικού κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, που αποτέλεσαν τη βάση της μικροαστικής τάξης μετά τον δεύτερο πόλεμο, βρίσκονται σε συνεχή μείωση τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό στην Ελλάδα εκφράστηκε με τη συντριβή των ποσοστών του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, μετά τον πολιτικό εναγκαλισμό του με την ΝΔ
Τα παραπάνω δεν πιστοποιούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία στον αυταρχισμό, την κοινωνική ισοπέδωση και τον αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό. Τα παραδείγματα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας δείχνουν πως οι δυνάμεις αντίστασης στην Ευρώπη υπάρχουν. Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία στη χώρα μας δείχνει ότι είναι απόλυτα εφικτή μια κοινωνικά περιεκτική δημοκρατία και η εφαρμογή μιας λαϊκής πολιτικής οικονομίας προς όφελος των πολλών. Αυτή την πολιτική θα εφαρμόσει μια πλατιά συμμαχία των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων. Η διατήρηση της οικονομικής ανάκαμψης, τα μέτρα κοινωνικής προστασίας, η αύξηση των μισθών, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας πιστοποιούν την εφαρμογή μας δίκαιης ανάπτυξης, η οποία θα αποτρέψει την οπισθοδρόμηση σε ένα φαύλο καθεστώς ασυδοσίας και διαφθοράς, που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας το 2010.

 

* Ο Μάριος Σκυλάκος είναι τραπεζικός υπάλληλος – πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών.