Οι πρόσφατες καταρρεύσεις παλαιών κτιρίων στο κέντρο του Πειραιά και της Αθήνας επαναφέρουν στο προσκήνιο τη διαχείριση του κτιριακού αποθέματος και ειδικά ενός μεγάλου αριθμού κτιρίων, κατασκευής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που είναι εγκαταλελειμμένα και ετοιμόρροπα. Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα αυτό είναι σύνθετο και δεν αντιμετωπίζεται με τη λήψη κάποιας μορφής μέτρων για την προστασία ανθρώπων ή πραγμάτων. Χρειάζεται να υπάρξει συνολική συζήτηση, με την εμπλοκή πολλών υπηρεσιών, και κυρίως πολιτική βούληση για την εφαρμογή των τελικών αποφάσεων.
Οι αιτίες που δημιούργησαν μέσα στον αστικό ιστό αυτή την «ωρολογιακή βόμβα» είναι λίγο-πολύ γνωστές:
Α. Κατακερματισμός της ιδιοκτησίας με πολλούς κληρονόμους
Β. Υψηλό κόστος επισκευών και συντήρησης που στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνει τη σημερινή αξία των κτιρίων αυτών
Γ. Χρονοβόρες διαδικασίες εγκρίσεων από τις πολλές συναρμόδιες υπηρεσίες, που ξεπερνούν το ένα έτος
Δ. Περιορισμοί στις χρήσεις λόγω του μεγέθους των ιδιοκτησιών αλλά και του θεσμικού πλαισίου κ.α.
Ε. Ελλειψη ουσιαστικών οικονομικών κινήτρων για την επισκευή, τη συντήρηση και την επανάχρησή τους.
Ειδικά για τον Δήμο Αθηναίων υπολογίζονται σε 1.600 με 1.700 τα εγκαταλελειμμένα μονώροφα και διώροφα κτίσματα. Ωστόσο, για να εξακριβωθούν πλήρως το μέγεθος και η σοβαρότητα του προβλήματος χρειάζεται να γίνει συστηματική καταγραφή των επικίνδυνων κατασκευών από δομική και στατική άποψη.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την αντιμετώπιση των κτιρίων που θα κριθούν επικίνδυνα από δομική και στατική άποψη. Το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει από το 1929 και είναι το προεδρικό διάταγμα «Περί Επικίνδυνων Οικοδομών» (ΦΕΚ Α’ 153/1929), που προβλέπει αρκετά σύντομες και σαφείς διαδικασίες για τη λήψη μέτρων για άρση της επικινδυνότητας κατάρρευσης, με έσχατη λύση την πλήρη κατεδάφιση του ετοιμόρροπου κτίσματος. Ωστόσο, η εφαρμογή του απαιτεί πολιτική βούληση, αποφασιστικότητα και ακριβή τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα «διατηρητέα κτίρια», είτε ιδιωτικά είτε δημόσια. Ειδικά στην περιοχή του Δήμου Πειραιά τα «διατηρητέα» από το ΥΠΠΟΑ κτίρια ανέρχονται σε περίπου 130 και σ’ αυτά πρέπει να αθροίσουμε τα «διατηρητέα» από το ΥΠΕΚΑ (τ. ΥΠΕΧΩΔΕ) που υπερβαίνουν τα 400. Απ’ αυτά σε ποσοστό άνω του 50% η κατάσταση διατήρησης είναι κακή ή έχουν μερικώς καταρρεύσει, ενώ μόλις το 10% έχει αποκατασταθεί.
Εδώ το θεσμικό πλαίσιο αποδεδειγμένα πάσχει. Η εμπλοκή στη διαδικασία χαρακτηρισμού ως διατηρητέου μιας σειράς υπηρεσιών δυο υπουργείων (ΥΠΠΟΑ και ΥΠΕΚΑ) με διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο (!) καθιστά κάθε προσπάθεια έκδοσης άδειας επισκευών μια χρονοβόρα περιπέτεια, με ταυτόχρονη «απογείωση» του κόστους επισκευών και σοβαρούς περιορισμούς σε μελλοντικές χρήσεις.
Αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την οποιαδήποτε ενέργεια μόνο για τον ιδιώτη αλλά και για το Δημόσιο, τα Πανεπιστήμια, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, που έχουν διατηρητέα κτίρια στην ιδιοκτησία τους.
Για παράδειγμα, στον Πειραιά δυο εμβληματικά κτίρια, το ένα ιδιοκτησίας της Τραπέζης της Ελλάδος, επί της λεωφόρου Εθνικής Αντιστάσεως, και το άλλο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις οδούς Αγίου Σπυρίδωνος, Μπουμπουλίνας και Ακτής Μιαούλη, όπου έγινε το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ/ ΚΚΕ, έχουν εγκαταλειφθεί και μένουν αναξιοποίητα…
Θα ήταν, λοιπόν, ενδιαφέρουσα πρόκληση αν οι υπηρεσίες των υπουργείων Πολιτισμού και Περιβάλλοντος και Ενέργειας (πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ), που χαρακτηρίζουν κτίρια ως «διατηρητέα», προχωρούσαν στην υλοποίηση ενός προγράμματος συστηματικής παρακολούθησης και καταγραφής της κατάστασης των ήδη προστατευόμενων κτιρίων, τροποποιώντας ή ανακαλώντας τον χαρακτηρισμό, εφόσον διαπιστώνονται η εγκατάλειψη του κτιρίου και η μη αναστρέψιμη απώλεια των αρχικών στοιχείων του.
Καταλήγοντας, είναι φανερό πως η διαχείριση του κτιριακού αποθέματος είναι ένα σύνθετο ζήτημα, που δεν μπορεί να «κρύβεται κάτω από το χαλί». Ο χρόνος τελειώνει. Απαιτούνται γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα απολήξουν και σε νομοθετική πρωτοβουλία για τη διαχείριση του κτιριακού αποθέματος η οποία πρέπει να περιλαμβάνει: α. ένα σύνολο από οικονομικά, φορολογικά κίνητρα, β. πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία, γ. ευελιξία ως προς τον βαθμό διατήρησης ειδικά εκείνων των κατασκευών που έχουν περιέλθει σε ερειπιώδη κατάσταση, και δ. σύμπτυξη του χρόνου που απαιτούν οι εγκρίσεις, ενδεχομένως με υπηρεσίες μίας στάσης.
Η συνεχής επίκληση της ανάγκης προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς δεν μπορεί να αποτελεί μονίμως τον επίλογο της συζήτησης. Μήπως ήρθε η ώρα να επαναπροσεγγίσουμε το περιεχόμενο που δίνουμε σε όρους και εκφράσεις, να ξεκινήσει ουσιαστική και συνολική συζήτηση και να μην παραμείνουμε θεατές μέχρι την επόμενη κατάρρευση κάποιου κτιρίου;
*αντιπεριφερειάρχης Πειραιά