Γράμμα σ’ έναν κλέφτη που γνώρισα χωρίς να τον δω…

Την Παρασκευή, στις 15 του Μάρτη, είχαμε πάει στην Αθήνα. Αφενός για να δούμε την πρόσφατα αποκτηθείσα εγγονούλα μας, αφετέρου, γιατί το σαββατοκύριακο 16 και 17 Μαρτίου ήταν ο Πανελλήνιος Διαγωνισμός Εκπαιδευτικής Ρομποτικής και για πρώτη φορά, πιλοτικά, θα συμμετείχε και το Νηπιαγωγείο.
Για το πρόγραμμα αυτό του Νηπιαγωγείου ήμουν λίγο-πολύ υπεύθυνη. Βλέπεις, ο πρόεδρος του WRO HELLAS -οργανισμός που πραγματοποιεί τους παγκόσμιους διαγωνισμούς εκπαιδευτικής ρομποτικής- πιστεύει πολύ στην ομαδική εργασία και την ανάληψη ευθύνης και είχε μοιράσει αρμοδιότητες και περίμενε να κάνει ο καθένας μας το ανθρωπίνως δυνατόν για την επιτυχία του διαγωνισμού.
Και πήγε καλά ο διαγωνισμός και είχε μεγάλη επικοινωνιακή απήχηση, με την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και μελών της Κυβέρνησης.
Η εγγονούλα από την άλλη, αποφάσισε να κάνει όλα τα παράπονά της το συγκεκριμένο σαββατοκύριακο και γκρίνιαζε συνεχώς…
Εστω και γκρινιάρικο το φως των ματιών μας, μας γέμισε κάπως τις μπαταρίες μέχρι της επόμενη συνάντησή μας- που δεν θα ήταν ίδια…
Γιατί τα μωρά μεγαλώνουν τόσο γρήγορα!
Την Κυριακή γύρω στις πεντέμισι επιστρέψαμε στην Πάτρα και κουβαλώντας τα διάφορα «τζάτζαλα», ανεβήκαμε στον 7ο όροφο, στα Ψηλά Αλώνια, στο σπίτι μας.
Μη δυσανασχετείτε! Εχει σημασία η λεπτομέρεια!
Ξεκλειδώσαμε την πόρτα, μπήκαμε μέσα… Μέχρι εκεί όλα καλά… Όταν όμως πήγα να βάλω το μπουφάν μου στο βοηθητικό δωμάτιο… έπαθα το εγκεφαλικό!
Το δωμάτιο ήταν όλο «στον αέρα»… Ενα βουνό ρούχα, έπιπλα, παπούτσια, δίσκοι βινιλίου, τσάντες, σεντόνια, παπλώματα, μπουφάν, παλτό, γούνες, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά ρούχα… όλα ένα βουνό…
Εμεινα «κάγκελο»… Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου ελπίζοντας ότι είχα ψευδαισθήσεις… Μήπως έβλεπα όνειρο;
Ομως δεν ήταν όνειρο… φώναξα το Χάρη… δεύτερο εγκεφαλικό…
Ανοίξαμε την πόρτα του υπνοδωματίου μας…
Διπλό, τριπλό εγκεφαλικό…
Το κρεβάτι ξεκοιλιασμένο… τα στρώματα βγαλμένα… όλα τα ρούχα… τα σεντόνια, οι κουβέρτες, τα παπλώματα, οι μαξιλαροθήκες… όλα βγαλμένα…
Το πάπλωμα που σκεπαζόμαστε, στο μέσο του δωματίου και πάνω του ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στις ντουλάπες και τις συρταριέρες αδειασμένα πάνω του…
Αλλο βουνό! Σωστός Γολγοθάς…
Δεν ήξερα τι να κάνω… Να φωνάξω; Να βάλω τα κλάματα;
Ενα μεγάλο ΓΙΑΤΙ κυριάρχησε στο μυαλό μου!
Ποιος είναι ο υπαίτιος;
Ποιος είσαι; Πώς μπορώ να σε γνωρίσω; Να σου μιλήσω; Να σε ρωτήσω;
Πώς να επικοινωνήσω μαζί σου; Να σου στείλω ένα mail…
Να σε ρωτήσω… ΓΙΑΤΙ;
ΓΙΑΤΙ, αξιότιμε -που δεν είσαι καθόλου αξιότιμος- κύριε κλέφτη;
Τι σου δίνει το δικαίωμα να εισβάλεις στη ζωή μας; Να στραπατσάρεις μ’ αυτόν τον τρόπο την οικογενειακή μας εστία; Να αγγίζεις πράγματα αποκλειστικά δικά μας; Να τα πετάς κάτω; Να τα κακοποιείς; Να τους συμπεριφέρεσαι σα να είναι δικά σου; Μαζί τα αγοράσαμε; Μαζί τα αποκτήσαμε;
Τι σου δίνει το δικαίωμα να μοιράζεσαι τη ζωή μας; Την καθημερινότητά μας;
Δεν ξέρω αν εσύ έχεις ένα σπίτι… δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι αυτό…
Αλήθεια, πώς θα αισθανόσουνα αν σου παραβιάζανε τη δική σου ζωή;
Ανίσχυρος; Φοβισμένος; Αδιάφορος;
Ή μήπως η ζωή σου δεν έχει καμιά αξία και σε αντίποινα βιάζεις τη ζωή των άλλων;
ΓΙΑΤΙ;
Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να αφαιρέσεις πράγματα που έχουν μεγάλη συναισθηματική αξία για μας;
Την παιδική μου ταυτότητα με χαραγμένο πάνω της το όνομα «Σοφία»;
Τα παιδικά μου σκουλαρίκια;
Τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια που μου χάρισε ο πατέρας μου, όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο;
Τον σταυρό του πατέρα μου;
Το δαχτυλίδι που μου χάρισε η Λία, η πεθερά μου;
Το ρολόι μου;
Και… τόσα άλλα που γεννούσαν μνήμες… που με συνέδεαν ανθρώπους αγαπημένους που έχουν «φύγει»;
ΓΙΑΤΙ;

 

της Σοφίας Χριστοπούλου

ΠΗΓΗ