Ας ξεκινήσουμε με μια (αυτονόητη) επισήμανση. Του χρόνου τέτοια μέρα ο Κώστας Γαβρόγλου δεν θα είναι υπουργός Παιδείας, εφόσον όλες οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Επομένως, ποιος πιστεύει ότι από την επομένη, αυτήν της Νέας Δημοκρατίας, θα εφαρμοστούν στο σύνολό τους όλα όσα προβλέπει το επίμαχο νομοσχέδιο του, που καταργεί μεταξύ άλλων το ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδος και εντάσσει σχολές του στα Πανεπιστήμια Πατρών και Πελοποννήσου; Προφανώς, κανείς.
Ανεξαρτήτως εάν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τη συλλογιστική των προωθούμενων αλλαγών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δεν μπορεί να προσπεράσει εύκολα τη σοβαρή πολιτική διάσταση που ισοδυναμεί με ένα αντιδεοντολογικό «φάουλ».
Κι αυτό είναι το γεγονός ότι η (απερχόμενη) κυβέρνηση φέρνει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στα στερνά της θητείας της, σπεύδοντας έτσι να φέρει προ τετελεσμένων τη διάδοχη διακυβέρνηση και να τη δεσμεύσει σε μια έμπρακτη υιοθέτηση των δικών της θέσεων. Ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε ότι στη συνέχεια τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά έναν καθ’ όλα αναμενόμενο τρόπο.
Η Νέα Δημοκρατία θα φέρει το δικό της νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και θα «ξηλώσει» με συνοπτικές διαδικασίες το αντίστοιχο του σημερινού υπουργού. Δεν θα πρόκειται βέβαια για κάτι πρωτοφανές.
Είναι ένα έργο που το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν και θα συνεχίζουμε να το βλέπουμε, όσο δεν εκπονείται και δεν χαράζεται μια μακροπρόθεσμη και διαχρονική πολιτική για την Παιδεία, που θα την αντιμετωπίζει ως αυτή που πραγματικά είναι: μια πολύ σοβαρή εθνική υπόθεση, για να γίνεται πεδίο άσκησης πειραματισμών και προχειροτήτων, που συχνά υπαγορεύονται από την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Κατά την άποψη μας, αυτό θα έπρεπε και θα πρέπει να είναι το μείζον ζητούμενο, η επίτευξη του οποίου θα επιφέρει μια σταθερότητα σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καθιστώντας την Παιδεία ένα στέρεο οικοδόμημα που πατάει σε γερά θεμέλια.
Δεν το λέμε εμείς, το «φωνάζει» η κοινή λογική να ξέρει ένας μαθητής από το Γυμνάσιο ποιο δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσει και υπό ποιες προϋποθέσεις θα πορευτεί μέχρι τέλους, ώστε να φτάσει στην πύλη του Πανεπιστημίου, να την περάσει και να εξέλθει απ’ αυτήν.
Παράλληλα, πιθανολογούμε (εφόσον δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη εξειδικευμένη γνώση) ότι κάθε σοβαρή μεταρρύθμιση στην Παιδεία θα πρέπει να ξεκινά από εκεί που ένα παιδί κάνει τα πρώτα του βήματα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τουτέστιν από το Δημοτικό, προκειμένου αυτό να αποτελεί την αφετηρία ενός οδικού χάρτη που θα καταλήγει μέσα από προκαθορισμένες συντεταγμένες στο Πανεπιστήμιο.
Ασφαλώς, όμως, τον λόγο επιβάλλεται να έχουν οι καθ’ ύλην ειδικοί, των οποίων η επιστημονική συνδρομή στη διαμόρφωση ενός εθνικού πλαισίου για την Παιδεία κρίνεται επιβεβλημένη.