Μέχρι και το 1984 η ποινική ερμηνεία ως προς το τι συνιστά βιασμό ήταν ιδιαιτέρως επιλεκτική. Κατά την κατάρτιση του Ποινικού Κώδικα (1950), το ΙΘ΄ κεφάλαιο που σχετίζεται με τον βιασμό, τιτλοφορείται «Εγκλήματα κατά των ηθών», αναδεικνύοντας ότι ακριβώς η μέριμνα του νομοθέτη ήταν τα ήθη.

Αυτό στην ουσία συνιστούσε τον ίδιο τον μηχανισμό βιοεξουσίας σε μια πόλη που οι γυναίκες μάθαιναν ότι αν ξέφευγαν από τα ηθικά όρια, η τιμωρία παραμόνευε μέσω του βιασμού με άμεστο στόχο την κοινωνική και πολιτική θανάτωση της ίδιας της υποκειμενικότητάς τους.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία πριν το 1984, μια γυναίκα η οποία κυκλοφορούσε μόνη της το βράδυ και σε ιδιαίτερα σημεία της πόλης και μάλιστα προκλητικά ντυμένη εφόσον προσέβαλλε τα ήθη, προκαλούσε τις ανδρικές ορμές, ως εκ τούτου ο βιασμός ήταν αποτέλεσμα της (δήθεν) ασέλγειας των ηθών των ίδιων γυναικών προς τα ήθη και όχι των ανδρών προς αυτές.

Κατά συνέπεια, μια γυναίκα προκλητικά ντυμένη, ή μια πόρνη που δήθεν έπληττε τα ήθη δεν μπορούσε να είναι το θύμα αλλά η υπαίτιος του βιασμού, γιατί στην ουσία αυτή ήταν η αιτία που πυροδοτούσε τη βία, αφού αυτή είχε προσβάλει τα ήθη. Ως εκ τούτου, όπως καθίσταται σαφές, πριν τον ν. 1419/1984, ο βιασμός ήταν μια πράξη που εναντιωνόταν στα ήθη και όχι μια πράξη που εναντιωνόταν στην προσωπική αυτοδιάθεση. To 1984 αυτό φαινομενικά αλλάζει.

Ο νόμος 1419/1984 μεταβάλει εξαρχής τον ορισμό του βιασμού από «έγκλημα κατά των ηθών» σε «έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής», ορίζοντας τη γενετήσια ελευθερία ως απειλούμενο αγαθό, ενώ το άρθρο 336 (βιασμός) και 337 (εξαναγκασμός σε ασέλγεια) ενώθηκαν σε ένα.

Ταυτόχρονα, ο νόμος συμπεριέλαβε τον ομαδικό βιασμό, ενώ με τον νόμο 3500/2006 ο καταναγκασμός σε συνουσία συμπεριέλαβε και περιπτώσεις εντός γάμου. Από το 1984 μέχρι τις μέρες μας, ο ορισμός του βιασμού έχει διευρυνθεί, συμπεριλαμβάνοντας το έγκλημα της βίας, ανεξαρτήτως φύλου, ενώ ως βιασμός δεν θεωρείται απλώς ο εξαναγκασμός σε συνουσία, αλλά και η άσκηση σωματικής βίας.

Ειδικότερα, ο νόμος ορίζει «όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη».

Στις μέρες μας, η πρόταση η οποία είναι έτοιμη και έρχεται να κατατεθεί από την προπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, προσθέτει στην ήδη υπάρχουσα νομολογία επιπλέον ως στοιχείο δίωξης ενάντια στον βιασμό την απειλή του σοβαρού και άμεσου κινδύνου της ζωής.

Ως εκ τούτου, η εμπλεκόμενη παράγραφος γίνεται «όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη». Είναι φανερό επομένως ότι αυτός ο τύπος ερμηνείας για μια ακόμη φορά αποσιωπά το αίτημα του φεμινιστικού κινήματος, το οποίο ζητά να συμπεριληφθεί ο όρος της μη-συναίνεσης προκειμένου για τη διάκριση της πράξης του βιασμού, χωρίς να περιορίζεται ο βιασμός στη συνουσία που προκύπτει μετά από εξαναγκασμό με τη χρήση της βίας ή την απειλή της σωματικής ακεραιότητας.

Παρόλα αυτά ο νομοθέτης για μια ακόμη φορά δεν ενσωματώνει τη μη-συναίνεση, και ως εκ τούτου η νομολογία που είναι έτοιμη να κατατεθεί δεν λαμβάνει υπόψη της ακόμη και το πνεύμα της «Σύμβασης της Κωσταντινούπολης», η οποία κατέστη νόμος του ελληνικού κράτους το 2018, ορίζοντας σαφώς την προϋπόθεση της μη συναίνεσης προκειμένου για την περιγραφή ενός βιασμού. Μια τέτοια εξέλιξη ως εκ τούτου, δεν κάνει κάτι άλλο από το να μάς υπενθυμίζει ότι η ο ορισμός του βιασμού δεν είναι διόλου προφανής, καθώς ο χειρισμός του είναι η ανάλυση της ίδιας της εξουσίας προς τη ζωή.

Πρόκειται για μια προβληματική που στην ουσία έρχεται να μάς θυμίσει αυτό που περιέγραφε με γλαφυρότητα ο ιστορικός του βιασμού, Georges Vigarello, πριν από τον 19ο αιώνα, σε μια περίοδο κατά την οποία για να διαπιστωθεί ότι υπήρξε βιασμός, μάρτυρες πρέπει να έχουν ακούσει φωνές, όπως επίσης να καταθέτουν ότι το θύμα υπερασπίστηκε τον εαυτό του.

Εάν δεν υπάρχουν μάρτυρες, η δικαιοσύνη εξετάζει την ηθική συμπεριφορά του θύματος, καθώς επιστρατεύεται η παραδοχή ότι ένας άντρας δεν μπορεί να βιάσει μια γυναίκα, αν αυτή είναι πραγματικά αποφασισμένη (βρίσκουμε αυτή την ιδέα στον Voltaire, στον Diderot ή/και στον Rousseau) να αντισταθεί, και αυτή η πεποίθηση διατηρείται τόσο κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όσο και στον 19ο αιώνα, φτάνοντας, όπως φαίνεται, μέχρι τις μέρες μας.

Για αυτό και ο νομοθέτης αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την ερμηνεία της μη-συναίνεσης ενώ κρατά τη βία ως το κύριο χαρακτηριστικό, αναπαράγοντας στην ουσία την εικόνα του βιασμού ως μια πράξη που τελείται μόνο σε συνθήκες βίας και αντίστασης, ακυρώνοντας και υποβαθμίζοντας τη μη-συναίνεση που μπορεί να πάρει ακόμη και μορφές παθητικής αντίδρασης, ή/και μηδενικής αντίδρασης, κάτω από τις συνθήκες ενός τέτοιου σοκ. Αυτή η θέση εκπορεύεται επίσης από το βιοιατρικό πειθαρχικό μοντέλο που η επιστήμη εδραίωσε από τις αρχές του 19ου αιώνα και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Από τη στιγμή που η επιστήμη, όπως η ιατροδικαστική, η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση, όριζε ότι οι γυναίκες που κατήγγειλαν τον βιασμό τους έπρεπε πρωτίστως να εξεταστούν αν έπασχαν από υστερία, νυμφομανία, ή αν ήταν πόρνες, προεικάζοντας ότι η απουσία τραυματισμών στα επίμαχα σημεία, αναδείκνυαν το ψεύδος, αλλά και την ψυχική ασθένεια αυτών των γυναικών που προκαλούσαν για να βιαστούν.

Επιπρόσθετα, μια τέτοια ερμηνεία είναι απόρροια μιας αδιαμφισβήτητης πατριαρχικής σεξιστικής ερμηνείας που θέλει τη γυναίκα να ενδίδει μέσω της μη-συναίνεσης στο σεξ, μιας και στην ουσία (δήθεν) οι ίδιες αναζητούν τη βία στη γενική λειτουργία της σεξουαλικότητάς τους, έστω και αν δεν το ομολογούν.

Εν ολίγοις, το νομοσχέδιο που είναι έτοιμο να κατατεθεί δεν είναι παρά μια «επικίνδυνη» απάντηση που εμμένει να μοιράζει τη ζωή σε υποκείμενα και σε αν-υποκείμενα, αφήνοντας την ανθρώπινη ελευθερία και αυτοδιάθεση στο έλεος της βίας του νεοφιλελευθερισμού.

*Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα ΠΕΔΔ (ΕΚΠΑ)

ΠΗΓΗ