Να ο άσχημος γρίφος της ψηφιακής εποχής: όταν αγοράζεις και πουλάς οργή, εισπράττεις θάνατο.
Όταν λοιπόν μετά το μακελειό της Κυριακής του Πάσχα η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα αποφάσισε να αποκλείσει προσωρινά την πρόσβαση των πολιτών σε αμερικανικά social media όπως το Facebook και το YouTube, η πρώτη μου σκέψη ήταν «Καλά έκανε».
Εκανε καλά επειδή έτσι θα μπορούσε να σωθούν ζωές. Εκανε καλά επειδή οι εταιρείες που διαχειρίζονται αυτές τις πλατφόρμες δείχνουν ανίκανες να ελέγξουν τα ισχυρά παγκόσμια εργαλεία που κατασκεύασαν. Εκανε καλά επειδή η τοξική ψηφιακή παραπληροφόρηση από την οποία πλημμυρίζουν αυτές οι πλατφόρμες έχει εκτοπίσει τα καλά στοιχεία που είχαν κάποτε.
Πράγματι, την Κυριακή το πρωί κυκλοφορούσαν ήδη τόσες ψευδείς ειδήσεις για το μακελειό, που η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα ανησύχησε ότι θα ακολουθούσε νέο κύμα βίας.
Με πονάει ως δημοσιογράφο, και κάποια που πίστευε κάποτε ότι ένα παγκόσμιο μέσο επικοινωνίας θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανεκτικότητα, να παραδέχομαι κάτι τέτοιο – να λέω ότι η ενστικτώδης αντίδρασή μου ήταν να τα κλείσω όλα. Υστερα από κάθε επίθεση, όμως, σιγουρεύομαι ακόμη περισσότερο ότι το μεγαλύτερο πείραμα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης στην παγκόσμια ιστορία εξακολουθεί να αποτυγχάνει με όλο και πιο επικίνδυνους τρόπους.
Με λίγα λόγια: σταματήστε τον κόσμο του Facebook, του YouTube και του Twitter. Θέλουμε να κατεβούμε.
Είναι προφανές ότι αυτό το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, ούτε όμως αντιμετωπίζει τη βασική αιτία του προβλήματος, που είναι ότι η ανθρωπότητα μπορεί να είναι βαθιά απάνθρωπη. Αυτή η τάση επιδεινώθηκε από την τεχνολογία με τρόπους τους οποίους δεν είχαν προβλέψει αυτοί που την ανέπτυξαν.
Το επισήμανα στην πρώτη στήλη που έγραψα στους New York Times πριν από έναν σχεδόν χρόνο, όταν χαρακτήρισα τους γίγαντες των social media «ψηφιακούς εμπόρους όπλων της σύγχρονης εποχής» , οι οποίοι μετέτρεψαν σε όπλα οτιδήποτε μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο.
«Μετέτρεψαν σε όπλο τον δημόσιο λόγο», έγραψα. «Και κυρίως μετέτρεψαν σε όπλο την πολιτική.»
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, με την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα να απαγορεύει την πρόσβαση των πολιτών στα social media, φοβούμενη ότι η παραπληροφόρηση θα οδηγούσε σε περισσότερη βία. Ένα δραστικό μέτρο, καθώς ένα μεγάλο μέρος των σημαντικών πληροφοριών σε αυτή η χώρα κυκλοφορεί μέσα από αυτές τις πλατφόρμες, το Facebook και το YouTube. Είναι σαν οι εφημερίδες, τα δορυφορικά κανάλια, το ραδιόφωνο και το Διαδίκτυο να συμπυκνώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα και μόνο μέσο.
Ενας εκπρόσωπος του Facebook μου είπε ότι «οι πολίτες στηρίζονται στις υπηρεσίες μας για να επικοινωνούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα». Η εταιρεία, πρόσθεσε, συνεργάζεται με τις αρχές της Σρι Λάνκα και προσπαθεί να αφαιρέσει το περιεχόμενο που παραβιάζει τις προδιαγραφές της.
Ενώ όμως κάποτε τα social media βοηθούσαν στην εδραίωση της δημοκρατίας σε μέρη όπως η Σρι Λάνκα, τώρα κατηγορούνται για διάδοση θρησκευτικού μίσους.
Μόλις πριν από ένα μήνα, στη Νέα Ζηλανδία, ένας δολοφόνος που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί στα social media μετέδωσε τις ειδεχθείς του πράξεις σε αυτές τις πλατφόρμες. Ας είμαστε ξεκάθαροι: υπεύθυνος για τις πράξεις του είναι ο δολοφόνος, το έγκλημά του όμως διευκολύνθηκε από την τεχνολογία.
Στην περίπτωση εκείνη, η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας δεν απέκλεισε την πρόσβαση στα social media, επισήμανε όμως ότι οι εταιρείες αποτελούν μέρος του προβλήματος. Μετά τις επιθέσεις, ούτε το Facebook ούτε το YouTube κατάφεραν να σταματήσουν εύκολα τη διάδοση των βίντεο από τις δολοφονίες, που αποδείχθηκαν ταχύτερα από τους αλγορίθμους τους. Και η κυβέρνηση εξετάζει τώρα την επιβολή προστίμων.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, οι αρχές εξακολουθούν να προβληματίζονται για το αν όλη αυτή η υπόθεση αποτελεί πρόβλημα ή όχι. Προφανώς είναι πρόβλημα. Οι πλατφόρμες αυτές δίνουν φωνή σε όλους, μερικές από αυτές τις φωνές όμως είναι εγκληματικές.
Και το να κλείνουν τα social media σε περιόδους κρίσης δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Το συζήτησα με ένα στέλεχος μιας τέτοιας εταιρείας την περασμένη εβδομάδα. «Είναι πολύ αργά», μου είπε.
* Η Kara Swisher είναι υπεύθυνη της τεχνολογικής ιστοσελίδας Recode
(Πηγή: New York Times, μετάφραση: Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων)