Οι κεντρικές τράπεζες ανέλαβαν κυβερνητικές λειτουργίες, χωρίς όμως να ελέγχονται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια, οπότε  δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του εκάστοτε Συντάγματος. Ουσιαστικά πρόκειται για την ανεξαρτησία του Κεφαλαίου από την «τυραννία της τυχαίας πλειοψηφίας», η οποία κατά τις ελίτ χαρακτηρίζει τη Δημοκρατία – ενώ έχει προ πολλού ολοκληρωθεί ο διαχωρισμός της εκλογικής και της χρηματοπιστωτικής τάξης.

.

Υπενθυμίζουμε ξανά θεωρώντας εξαιρετικά σημαντικό το θέμα ότι, είναι πια εμφανές πως οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις έχουν ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης σε ένα παγκόσμιο «οικονομικό καθεστώς», το οποίο στηρίζεται στη διαχείριση των χρεών – με κυριότερο παράδειγμα την Τρόικα, όπου δεν πρόκειται για μία κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους, αλλά για έναν οργανισμό με κυβερνητικές εξουσίες, ο οποίος στελεχώνεται από τα θεσμικά όργανα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής διαχείρισης. Ο οργανισμός αυτός λειτουργεί ως ένα είδος σύγχρονης «επιτροπής κοινωνικής πρόνοιας», χαρακτηριζόμενος κυρίως από δύο στοιχεία:

(α)  από άτυπες διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες μεταβιβάζονται απολυταρχικά στις κυβερνήσεις με τη βοήθεια των μνημονίων, καθώς επίσης

(β) από μία «ψευδο-νομιμοποίηση», η οποίαν καθορίζεται στην τελική της μορφή από τους πιστωτές – δηλαδή, από τις χρηματοπιστωτικές αγορές που ελέγχονται από της ελίτ με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών.

Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εκάστοτε κόμμα, το οποίο κυβερνάει ή θέλει να κυβερνήσει ένα κράτος, να είναι υπεύθυνο απέναντι σε δύο ομάδες: αφενός μεν απέναντι στους Πολίτες της χώρας του, στους εκλογείς του, αφετέρου απέναντι στα στελέχη των χρηματαγορών – τα οποία, μέσω των «διαθέσεων» των επενδυτών, υπαγορεύουν στην κυριολεξία τις αποφάσεις τους.

Πρόκειται ουσιαστικά για μία εντελώς καινούργια κατάσταση, όπου συγκρούονται οι εθνικά ανεξάρτητες κυβερνήσεις, οι οποίες νομιμοποιούνται σε κάποιο βαθμό δημοκρατικά (σε κάποιο βαθμό, επειδή η χειραγώγηση των Πολιτών παραμένει αρκετά μεγάλη), με τα κυρίαρχα όργανα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής διαχείρισης – τα οποία εκπροσωπούν ή «ενσαρκώνουν» την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα.

Με απλά λόγια, ένα κράτος έρχεται σε σύγκρουση με ένα ισχυρότατο, παγκόσμιο σύστημα, με ελάχιστες εάν όχι ανύπαρκτες πιθανότητες να κερδίσει τον πόλεμο – τη σύγχρονη αυτή «ταξική πάλη», η οποία δεν διεξάγεται πλέον εντός των κρατών, μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα (για παράδειγμα, μεταξύ των βιομηχάνων και των εργαζομένων), αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου από τη μία πλευρά είναι οι Πολίτες, ενώ από την άλλη οι χρηματαγορές.

Με δεδομένη δε τη «συνεκτικότητα» των αγορών, την «ομοψυχία», καθώς επίσης την αποτελεσματικότατη οργάνωση τους, απέναντι στην οποία ευρίσκονται οι ελεύθεροι Πολίτες, με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά, η σύγχρονη ταξική πάλη οδηγεί στις συνεχείς ήττες των ανθρωπίνων κοινωνιών – μεταξύ άλλων επειδή, αν και τη διαισθάνονται, δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη νέα αυτή τάξη πραγμάτων.

Επομένως, η έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας» έχει ξεπεραστεί από τη στυγνή πραγματικότητα, έχει πάψει πια να υπάρχει – γεγονός που τεκμηριώνεται από τον εκβιαστικό καταναγκασμό των Ιρλανδών εκ μέρους της ΕΚΤ να αναλάβουν τα χρέη των τραπεζών τους, από τη δολοφονία της Κύπρου, από την υποδούλωση της Ελλάδας κοκ.

Περαιτέρω, δεν αποτελεί μόνο παρελθόν η «λαϊκή κυριαρχία», αφού σήμερα ακόμη και τα δημοκρατικά «νομιμοποιημένα» όργανα, όπως οι λαοί που ψηφίζουν την ηγεσία τους, δημιουργούν έντονες αμφιβολίες – «υποψίες» κατά κάποιον τρόπο, ως προς τη νομιμοποίηση τους.

Για παράδειγμα, ο ελληνικός λαός θεωρήθηκε πως συμπεριφέρθηκε παράνομα το 2015(δημοψήφισμα), δίνοντας τις συγκεκριμένες εντολές στην κυβέρνηση του (διαγραφή του χρέους, εκδίωξη της Τρόικας κλπ.) – αφενός μεν απέναντι στους λαούς της Ευρώπης, αφετέρου απέναντι στους πιστωτές της χώρας του.

Στα πλαίσια αυτά, η πολιτική θεωρία αναφέρεται σε μία καινούργια «εθνική κυριαρχία» ή σε μία «αλήτικη κυριαρχία». Είναι αντιμέτωπος δηλαδή κανείς με μία διαδικασία, στην οποία δεν υπεισέρχεται ένας ορισμένος οργανισμός, μία άλλη Αρχή ή ένας καινούργιος Θεσμός στη θέση τις παλαιάς «λαϊκής κυριαρχίας», αλλά «μεταναστεύουν» σταδιακά οι εξουσίες λήψης κυρίαρχων αποφάσεων.

«Σκοτεινό» παράδειγμα αποτελεί ξανά η Ελλάδα, στην οποία έχει κορυφωθεί η συγκεκριμένη διαδικασία – όπου οι παραδοσιακοί πυρήνες της εθνικής κυριαρχίας της, οι αποφάσεις που αφορούν τον προϋπολογισμό, καθώς επίσης το φορολογικό Δίκαιο, έχουν «μεταναστεύσει» στο εξωτερικό και λαμβάνονται από την Τρόικα.

Το κυρίαρχο οικονομικό καθεστώς

Συνεχίζοντας, κυρίαρχο είναι ένα «οικονομικό καθεστώς», το οποίο μετατρέπει το ρίσκο των συντελεστών του, αυτών που το συναποτελούν, σε απειλές για τους υπόλοιπους ανθρώπους – όπου ως «οικονομικό καθεστώς»  ορίζεται εδώ η συσπείρωση, η ένωση δηλαδή εθνικών και διεθνών οργανισμών, όπως είναι οι κεντρικές τράπεζες, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ κλπ.  Για παράδειγμα, το ρίσκο που έπρεπε να αναλαμβάνει η ΕΚΤ μετατρέπεται σε απειλή για τις άλλες χώρες – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας που υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί το 2015, επειδή η ΕΚΤ έκλεισε και απειλούσε να αφήσει κλειστές τις τράπεζες της.

Οι «οργανισμοί» αυτοί, στηριζόμενοι σε διεθνείς συμφωνίες που οι ίδιοι δρομολογούν, είναι εκείνοι οι ισχυρότατοι «παίκτες» των χρηματαγορών, οι οποίοι υιοθετούν και εφαρμόζουν συγκεκριμένες πρακτικές – μέσω των οποίων ιδιωτικοποιούν τα κέρδη και κοινωνικοποιούν τις ζημίες των εντολέων τους, των αγορών, απειλώντας όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Ο τρόπος τώρα, με τον οποίο εισβάλλουν σε μία χώρα, καταλύουν την εθνική της κυριαρχία και τη μετατρέπουν σε κατεχόμενη, τους Πολίτες της σε σκλάβους χρέους, δεν είναι φυσικά ο παραδοσιακός – κατά τον οποίο απαιτούνταν τανκς, στρατός και αεροπλάνα. Απλά «δημεύουν» το παρόν και το μέλλον της χώρας, με τη βοήθεια των σύγχρονων χρηματοπιστωτικών όπλων – τα οποία είναι αθόρυβα, οπότε δεν γίνονται αντιληπτά εύκολα, ενώ δεν καταστρέφουν τον υλικό πλούτο της, αλλά τον «περιττό» ανθρώπινο πληθυσμό της.

Αυτόν δηλαδή που δεν είναι απαραίτητος για την διασφάλιση της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς επίσης για την ομαλή λειτουργία της κατεχόμενης χώρας, έτσι ώστε να υπηρετούνται τα συμφέροντα των εισβολέων: η μεγιστοποίηση της ωφέλειας τους, με το ελάχιστο δυνατό κόστος.

Στα πλαίσια αυτά, τα λόγια του τότε γερμανού υπουργού οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία «η Ελλάδα έχει χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, οπότε πρέπει να την κερδίσει ξανά», δεν ήταν προφανώς η λύση του προβλήματος της πατρίδας μας, αλλά ο ορισμός του. Με απλά λόγια, αφού κάναμε αυτά που απαίτησε ο υπουργός, αφού προσπαθήσαμε να κερδίσουμε δηλαδή την εμπιστοσύνη των αγορών, υποταχθήκαμε στην ηγεμονία τους – κάτι που σημαίνει ότι, τοποθετήσαμε το πρόβλημα στη θέση της λύσης!

Ακόμη περισσότερο, η φράση «χαμένη εμπιστοσύνη» είναι διπλής ανάγνωσης, επειδή στη σημερινή εποχή η σχέση εμπιστοσύνης δανειστή και οφειλέτη είναι «ασύμμετρη» – αφού ναι μεν κανένας δανειστής δεν ωφελείται καταστρέφοντας τον οφειλέτη του, αλλά με τα σύγχρονα οικονομικά εργαλεία μπορεί να κερδίσει ορισμένες φορές περισσότερα, οδηγώντας τον στο γκρεμό.

Για παράδειγμα, οι κάτοχοι ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, ειδικά οι «μικροί», έχασαν μεν πολλά χρήματα από τη χρεοκοπία της χώρας (PSI), αλλά οι αγορές, το «οικονομικό καθεστώς», κέρδισε πολλαπλάσια – με τη βοήθεια των ασφαλιστικών συμβολαίων (CDS), των ανοιχτών πωλήσεων μετοχών και ομολόγων, της εξαγοράς επιχειρήσεων του δημοσίου σε εξευτελιστικές τιμές (ΟΠΑΠ, ΟΛΠ κλπ.) κοκ.

Από την άλλη πλευρά, όποιος χάνει την εμπιστοσύνη των αγορών σήμερα δεν είναι μόνο οφειλέτης, αλλά και ένοχος – όπως συμπεραίνεται από τη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα, η οποία δεν απαίτησε μόνο την πληρωμή των χρεών της χώρας μας αλλά, επίσης, την παραδειγματική τιμωρία της.

Χρησιμοποιώντας λοιπόν κατά το δοκούν την έννοια της ηθικής, καθώς επίσης αδιαφορώντας για άλλου είδους «αρχές», όπως αυτή της λαϊκής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, του κράτους προνοίας κοκ., ο γερμανός υπουργός οικονομικών κατηγόρησε τους Έλληνες που διαπραγματεύονταν μαζί του ως ανεύθυνους, ως τρομοκράτες της νομισματικής ένωσης, ως εκβιαστές, ως ανόητα αφελείς κοκ. για να επιβληθεί στις διαπραγματεύσεις.

Η παγίδα των αγορών

Συνεχίζοντας, ιστορικά η Δύση επέλεξε μόνη της να εγκλωβιστεί στην παγίδα των αγορών, μετά τη δεκαετία του 1970, όπου επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός – με αφετηρία τις Η.Π.Α., καθώς επίσης τη Μ. Βρετανία.

Ειδικότερα, παρά το ότι η δυναμική των χρηματαγορών, η πολυπλοκότητα και η ταχύτατη εξέλιξη τους δηλαδή, απαιτούσε τη συνεχώς αυξανόμενη ρύθμιση τους, τον έλεγχο τους δηλαδή μέσω του κράτους, έγινε ακριβώς το αντίθετο – απελευθερώθηκαν, αναλαμβάνοντας τελικά τα ηνία.

Για παράδειγμα, η αμερικανική κυβέρνηση μείωσε στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας τις θέσεις στο δημόσιο κατά 50.000, δημιουργώντας 1.000.000 θέσεις στον ιδιωτικό τομέα – ο οποίος ανέλαβε τη διεκπεραίωση κρατικών υποθέσεων, κατ’ εντολή της κυβέρνησης.

Την ίδια εποχή, η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, καθώς επίσης η δυνατότητα παραγωγής των επιχειρήσεων στις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού, αύξησε σημαντικά τα κέρδη των οικονομικά ισχυρών – παράλληλα με τη δημιουργία μεγάλων επενδυτικών επιχειρήσεων, με τεράστιες δυνατότητες, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να αυξάνονται γεωμετρικά τα χρέη των κρατών. Δημιουργήθηκαν λοιπόν δύο «Θεσμοί», οι οποίοι εξυπηρετούν ουσιαστικά το κυρίαρχο πλέον οικονομικό καθεστώς:

(α)  το φορολογικό κράτος, το οποίο διευκολύνει τον κυκλοφοριακό κύκλο της χρηματοδότησης μέσω των φόρων – έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα χρέη και οι τόκοι, καθώς επίσης

(β)  οι κεντρικές τράπεζες με τη νέα τους μορφή, με βάση την οποία φροντίζουν για το Δίκαιο των πιστωτών – για την ασφάλεια των δανείων και των κεφαλαίων τους.

Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Αγγλίας δημιουργήθηκε από τη συνεργασία των ιδιωτών πιστωτών, στους οποίους εξασφαλίσθηκε η λήψη τόκων για τα δάνεια τους στο κράτος – οπότε ουσιαστικά το φορολογικό μονοπώλιο. Με τον τρόπο αυτό η χρηματοδότηση του κράτους, καθώς επίσης η εξυπηρέτηση των δανείων του, υπήχθη στο σύνταγμα του – οπότε εξασφαλίσθηκε η καλύτερη δυνατή προστασία των πιστωτών του.

Περαιτέρω, οι κεντρικές τράπεζες ανέλαβαν κυβερνητικές λειτουργίες, χωρίς όμως να ελέγχονται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια – με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία τέταρτη εξουσία, η οποία δεν υπόκειται στους περιορισμούς του εκάστοτε συντάγματος. Ο νικητής στην προκειμένη περίπτωση είναι οι επενδυτές, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, η δύναμη των οποίων αυξήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Ο βασικότερος εκπρόσωπος της τέταρτης αυτής εξουσίας είναι η Fed η οποία, σε αντίθεση με την Τράπεζα της Αγγλίας, δεν ιδρύθηκε για δημοσιονομικούς λόγους, αλλά για την προστασία των χρηματαγορών – με την έννοια πως ο πρωταρχικός της σκοπός δεν είναι η χρηματοδότηση του κράτους και των χρεών του, αλλά η ασφάλεια του τραπεζικού κλάδου, των χρηματοπιστωτικών αγορών και της διακίνησης των πιστώσεων (πρόσφατα εξελίσσεται αντίστοιχα και η ΕΚΤ).

Ουσιαστικά πρόκειται για την ανεξαρτησία του κεφαλαίου από την «τυραννία της τυχαίας πλειοψηφίας», η οποία κατά τις ελίτ χαρακτηρίζει τη Δημοκρατία – ενώ έχει προ πολλού ολοκληρωθεί ο διαχωρισμός της εκλογικής και της χρηματοπιστωτικής τάξης.

Αργότερα, όταν οι αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά τη δημιουργία χρήματος, καθώς επίσης τη νομισματική πολιτική, έγιναν αντικείμενο των ίδιων των αγορών, η κυριαρχία του οικονομικού καθεστώτος έγινε απόλυτη – ενώ έκτοτε το χρήμα δεν είναι αυτό που δημιουργείται από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά, κυρίως, αυτό που παράγεται από τις αγορές, από τις εμπορικές τράπεζες.

Ένα από τα αποτελέσματα της εξέλιξης αυτής είναι το ότι, οι κεντρικές τράπεζες σήμερα δεν γνωρίζουν πόσα χρήματα κυκλοφορούν στις αγορές – οπότε ούτε τα ρίσκα που υπάρχουν στο σύστημα. Με απλά λόγια, οι εξελίξεις στις χρηματαγορές δεν εξαρτώνται πια από τις πολιτικές ή οικονομικές εξελίξεις – γεγονός που σημαίνει πως η Πολιτική έχει ηττηθεί κατά κράτος.

Επίλογος

Προφανώς η Πολιτική δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τις αγορές – αφού δεν έχει καν τη δυνατότητα να επιβάλλει φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, παρά τις προσπάθειες της τα τελευταία χρόνια, ούτε να περιορίσει τους φορολογικούς παραδείσους.

Στο σημείο αυτό αρκετοί θεωρούν πως στην περίπτωση του ευρωπαϊκού νότου, δεν πρόκειται για μία σύγκρουση που αφορά την πολιτική λιτότητας – αλλά για μία ευρύτερη διαμάχη της Πολιτικής με το οικονομικό καθεστώς, από το αποτέλεσμα της οποίας θα καθοριστεί ποιός θα έχει την τελευταία λέξη, όσον αφορά το μέλλον των οικονομιών και των κοινωνιών, τα συστήματα υγείας, την παιδεία, το κοινωνικό κράτος, τα δικαιώματα των εργαζομένων κοκ.

Όλα όσα αφορούν λοιπόν τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, καθώς επίσης τη λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων τους – για την έκβαση της σύγχρονης «πάλης των τάξεων», όπου στη μία πλευρά ευρίσκονται οι Πολίτες όλων των χωρών (τα «κίτρινα γιλέκα» είναι οι πρώτοι που αντέδρασαν), ενώ στην άλλη το «οικονομικό καθεστώς», με την Πολιτική στον ενδιάμεσο χώρο.

 

ΠΗΓΗ