Μία νομισματική ένωση χρειάζεται απαραίτητα να ολοκληρώνεται με τη δημοσιονομική ένωση – αφού, χωρίς αυτήν, οι χώρες που την συναποτελούν οδηγούνται εύκολα στη χρεοκοπία, ακόμη και αν το δημόσιο χρέος τους είναι σχετικά χαμηλό. Η δημοσιονομική ένωση όμως με τη σειρά της προϋποθέτει την πολιτική που είναι δύσκολο να συμβεί στην Ευρώπη, ειδικά όσο η Γερμανία επιμένει στην ηγεμονική της πολιτική – οπότε η διάλυση της με αφετηρία την Ιταλία είναι απλά θέμα χρόνου.

από Βασίλης Βιλιάρδος

Η γνώση είναι προφανώς δύναμη, όπως γνωρίζουν καλύτερα από εμάς όλοι αυτοί που προσπαθούν συνεχώς να την εμποδίσουν – με τη βοήθεια ορισμένων διατεταγμένων ΜΜΕ, πολιτικών κομμάτων και άλλων «οργανώσεων χειραγώγησης της κοινής γνώμης». Στα πλαίσια αυτά, είναι ίσως απαραίτητο να τονίσουμε ακόμη μία φορά πως το πρόβλημα ενός κράτους δεν είναι αυτού καθαυτού το δημόσιο χρέος, όσο οι δυνατότητες ή μη της εξυπηρέτησης του – οι οποίες εξαρτώνται τόσο από τους δανειστές, όσο και από τους οφειλέτες.

Ειδικότερα, στην οικονομία δεν υπάρχει καμία γενικά αποδεκτή θεωρεία σε σχέση με το ύψος του χρέους ενός κράτους, απόλυτο ή ποσοστιαίο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί διαχειρίσιμο. Η Αργεντινή χρεοκόπησε με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 65% του ΑΕΠ της, η Τουρκία οδηγείται στην κατάρρευση με δημόσιο χρέος κάτω από το 30% του ΑΕΠ της, ενώ η Ιαπωνία δεν αντιμετωπίζει σήμερα κανένα πρόβλημα, παρά το ότι το χρέος της υπερβαίνει το 250% του ΑΕΠ της – όπως επίσης όχι οι Η.Π.Α., με χρέος άνω του 100%.

Εξέλιξη δημοσίου χρέους Μ. Βρετανίας και ΓερμανίαςΤο χρέος της  Μ. Βρετανίας, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αντιστοιχούσε στο 250% του ΑΕΠ της, χωρίς να της συμβεί κάτι – ενώ σήμερα, αν και το δημόσιο χρέος της δεν είναι πολύ μεγαλύτερο από το γερμανικό (82%), το οποίο δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη Γερμανία, η Μ. Βρετανία είναι βυθισμένη σε μία κρίση άνευ προηγουμένου.

Η διαχειρισιμότητα τώρα του δημοσίου χρέους είναι συνάρτηση πολλών διαφορετικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων οι μελλοντικές προοπτικές, η σταθερότητα μίας οικονομίας, το ύψος της ανεργίας, η ανάπτυξη, η γνώμη του υπολοίπου κόσμου κλπ. – όπου ειδικά όσον αφορά τη γνώμη του υπολοίπου κόσμου, τη θετική ή αρνητική εικόνα μίας χώρας δηλαδή στο εξωτερικό, το έγκλημα της κυβέρνησης του 2009 είναι κάτι περισσότερο από φανερό (Τιτανικός, κατηγορίες του τότε πρωθυπουργού στη διεθνή κοινότητα για «συλλογική διαφθορά» των Ελλήνων κλπ.).

Από την άλλη πλευρά βέβαια, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η στατιστική δεν μας ενημερώνει σε σχέση με τις αιτίες, οι οποίες προκαλούν κρίσεις δημοσίου χρέους – οπότε αναρωτιέται εύλογα κανείς, εάν τα κράτη αναπτύσσονται λιγότερο, επειδή τα χρέη τους είναι υψηλά, ή εάν ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης τους αυξάνει τα χρέη τους.

Περαιτέρω, δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες της διαχειρισιμότητας του δημοσίου χρέους, είναι το επιτόκιο δανεισμού ενός κράτους, καθώς επίσης ο ρυθμός της ονομαστικής (συνυπολογιζομένου του πληθωρισμού) ανάπτυξης του – όπου από τον παρακάτω «οικονομικό τύπο» συμπεραίνεται το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος (προ τόκων και χρεολυσίων) που οφείλει να επιτύχει μία χώρα, για να πάψει να αυξάνεται το χρέος της:

(Επιτόκιο – Ονομαστική Ανάπτυξη) Χ δημόσιο χρέος ως προς ΑΕΠ

____________________________________________________

 

100

 

Με βάση των παραπάνω τύπο, εάν μία χώρα δανείζεται με 3,5% επιτόκιο (αναφορά πάντοτε στο δεκαετές ομόλογο) και ο ρυθμός ανάπτυξης της (ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ) είναι 1,9%, ενώ το χρέος της ως προς το ΑΕΠ της είναι 190%, όπως η Ελλάδα σήμερα, τότε θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα (3,5-1,9) Χ 190 / 100 – ήτοι 3,04% του ΑΕΠ της, για να ελέγχει το χρέος της (να μην αυξάνεται). Εδώ ακριβώς οφείλεται η επιμονή των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% – τα οποία όμως στραγγαλίζουν την ανάπτυξη και την οικονομία της χώρας μας.

Εάν βέβαια η Ελλάδα πλήρωνε ένα αντίστοιχο επιτόκιο με την Πορτογαλία (1,12% τώρα), η οποία στηρίζεται από την ΕΚΤ για να τα καταφέρει ενώ η χώρα μας όχι, τότε το πρωτογενές πλεόνασμα που θα υποχρεωνόταν να έχει για να παραμείνει σταθερό το δημόσιο χρέος της θα ήταν (1,12-1,9) Χ190/100. Δηλαδή -1,48% που σημαίνει ότι, δεν θα χρειαζόταν καθόλου – αφού το δημόσιο χρέος της θα μειωνόταν λόγω του ότι το επιτόκιο δανεισμού της θα ήταν κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης (ανάλυση).

Στα πλαίσια αυτά, όταν μία χώρα ευρίσκεται σε ύφεση (αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης), ενώ επιβαρύνεται με οποιοδήποτε θετικό επιτόκιο, είναι εντελώς αδύνατος ο έλεγχος του χρέους της – ενώ συνήθως, όταν ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών της έχει φτάσει στα ανώτατα όρια, χωρίς να ακολουθήσει ανάπτυξη, η χώρα οδηγείται στην απόλυτη χρεοκοπία.

Στο παράδειγμα της Ιταλίας, όπου το επιτόκιο δανεισμού της σήμερα είναι 2,69%, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της 0%, ενώ το δημόσιο χρέος της 132% του ΑΕΠ της, η χώρα θα έπρεπε να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ίσα με το 3,55% του ΑΕΠ της, για να μπορέσει να σταθεροποιήσει το χρέος της στο 132%,  όπως φαίνεται από τον υπολογισμό που ακολουθεί – οπότε, με δεδομένο το ρυθμό ανάπτυξης, θα έπρεπε να μεγεθυνθούν αντίστοιχα τα φορολογικά έσοδα ή να μειωθούν οι δαπάνες (οι οποίες επιλέγονται αντί της αύξησης των εσόδων, επειδή είναι ευκολότερο και πιο ρεαλιστικό να επιτευχθούν – αν και εις βάρος των αδύναμων κυρίως εισοδηματικών στρωμάτων).

(2,69-0) Χ 132

            __________   = 3,55

 100

Πρωτογενή πλεονάσματα όμως αυτού του ύψους στραγγαλίζουν την ανάπτυξη – ενώ εάν δεν υπάρξει ανάπτυξη ή εάν δεν μειωθούν δραστικά τα επιτόκια, η Ιταλία θα χρεοκοπήσει πολύ σύντομα. Οι λύσεις λοιπόν που της απομένουν είναι

(α)  είτε η χρηματοδότηση της με χαμηλά επιτόκια, μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων από την ΕΚΤ,

(β)  είτε η έξοδος της από την Ευρωζώνη – κάτι που φυσικά θα οδηγούσε στην κατάρρευση του κοινού νομίσματος και στην ολοκληρωτική διάλυση.

Ολοκληρώνοντας, η Ιαπωνία μπορεί να επιβιώνει με τόσο μεγάλο δημόσιο χρέος (όπως επίσης οι Η.Π.Α.), επειδή το επιτόκιο δανεισμού της είναι 0,1%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της 1,4%. Όταν δε τα ονομαστικά επιτόκια δανεισμού είναι ίδια με τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης, οπότε η διαφορά τους στον παραπάνω μαθηματικό τύπο είναι μηδέν, τότε είναι θεωρητικά δυνατή η επιβίωση μίας χώρας, ανεξαρτήτως του ύψους του δημοσίου χρέους της – επειδή το μηδέν επί το οτιδήποτε μας δίνει ξανά μηδέν.

Από τα παραπάνω φαίνεται μεταξύ άλλων ότι, μία νομισματική ένωση χρειάζεται απαραίτητα να ολοκληρώνεται με τη δημοσιονομική ένωση – αφού, χωρίς αυτήν, οι χώρες που την συναποτελούν οδηγούνται εύκολα στη χρεοκοπία, ακόμη και αν το δημόσιο χρέος τους είναι σχετικά χαμηλό. Η δημοσιονομική ένωση όμως με τη σειρά της προϋποθέτει την πολιτική που είναι δύσκολο να συμβεί στην Ευρώπη, ειδικά όσο η Γερμανία επιμένει στην ηγεμονική της πολιτική – οπότε η διάλυση της με αφετηρία την Ιταλία είναι απλά θέμα χρόνου.

ΠΗΓΗ