Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και πορείες θανάτου στην έρημο.
Αν και στις επίσημες εκδηλώσεις μνήμης γίνεται λόγος για 353.000 θύματα, υπολογίζεται ότι εξαιτίας των διωγμών έχασαν τη ζωή τους περίπου 100 ως 150 χιλιάδες άνθρωποι.
Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τη Γενοκτονία, που διαπράχθηκε κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η γενοκτονία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας γενοκτονικής πολιτικής εις βάρος των Ελλήνων ή, γενικότερα, των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915.
Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό.
Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας.
Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά.
Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες.
Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν, πεζοί, πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν.
Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916.
Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας.
Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών.
Οι Πόντιοι αντάρτες
Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα.
Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136,768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες.
Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.
Στον Άγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία.
Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν, τότε, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επίσκοπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου.
Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.
Η τελική φάση της Γενοκτονίας
Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή.
Με την άφιξη του Kemal Ataturk, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
Στις 29 Μαΐου 1919 ο Kemal ανέθεσε στον τσέτη Topal Osman την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς.
Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Henry Morgenthau.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής.
Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921.
Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας
Το ζήτημα του πλήθους των θυμάτων των διωγμών κατά τη δεκαετία που διήρκεσε ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή απασχολεί μελετητές και ακτιβιστές που επιζητούν την αναγνώρισή των γεγονότων ως γενοκτονίας και συναρτάται με το ερώτημα του πλήθους των Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία την περίοδο έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην περίπτωση του Πόντου, ο μελετητής και πρόσφυγας ο ίδιος Γεώργιος Βαλαβάνης καθιέρωσε το 1925 τον αριθμό των 353 χιλιάδων θυμάτων, τον οποίο εν συνεχεία αναπαρήγαγαν οι ακτιβιστές της ποντιακής γενοκτονίας με αποτέλεσμα να γίνει επίσημα αποδεκτός και να επαναλαμβάνεται σε όλες τις σχετικές τελετές μνήμης.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Mustafa Kemal αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα.
Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος»
Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση.»
Διεθνής αναγνώριση
Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015.
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό και σε ασθένειες και δεν παραδέχεται ότι υπήρξε γενοκτονία.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι Τούρκοι βρίσκονται σε μερική ή πλήρη άγνοια σχετικά με αυτά τα γεγονότα.