Το πλαίσιο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου μετά τη θέσπιση του βάσιμου λόγου καταγγελίας με το άρθρο 48 του Ν.4611/2019, αναλύει η ΠΟΦΕΕ.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών (Π.Ο.Φ.Ε.Ε.), με στόχο την άμεση, έγκαιρη και τεκμηριωμένη ενημέρωση όλων των συναδέλφων, σε συνεργασία με τον κο Πέτρο Ραπανάκη, επιστημονικό συνεργάτη του e-forologia.gr, παρουσιάζει το πλαίσιο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά τη θέσπιση του βάσιμου λόγου καταγγελίας με το άρθρο 48 του Ν.4611/2019.
Στο έντυπο της καταγγελίας Ε6 του ΠΣ «Εργάνη», ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 48 του Ν.4611/2019, κατά την εκτίμησή μας, πρέπει να γίνεται μια γενική αναφορά ότι «η καταγγελία γίνεται γιατί συντρέχει βάσιμος λόγος», χωρίς να εξειδικεύεται και να επεξηγείται ο βάσιμος λόγος. Αν ο απολυθείς εργαζόμενος, με σχετική αγωγή, εγείρει θέμα ακυρότητας της καταγγελίας, θα κληθεί ο εργοδότης να αποδείξει ότι συνέτρεχε βάσιμος λόγος καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας και προς τούτο θα οφείλει αναφερθεί σε αυτόν (τον βάσιμο λόγο), για να αιτιολογήσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Για την εγκυρότητα της καταγγελίας, πέραν των προϋποθέσεων που έθετε το άρθρο 5 παρ.3, του Ν.398/1955 (να είναι έγγραφη, να έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή να έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος), απαιτείται πλέον (με το άρθρο 48 του Ν.4611/2019) και η συνδρομή βάσιμου λόγου (κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4359/2016) για την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
Πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν.4359/2016 αναγνωρίζεται:
α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας.
β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση.
Ερμηνεύοντας την ανωτέρω διάταξη του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, προκύπτει ως συμπέρασμα ότι μόνο όταν δεν υφίσταται βάσιμος λόγος καταγγελίας, υπάρχει δικαίωμα λήψης από τον απολυόμενο επαρκούς αποζημίωσης ή άλλης κατάλληλης επανόρθωσης.
Αντίθετα με το Ελληνικό εργατικό δίκαιο, ίσχυε και συνεχίζει να ισχύει με τις νέες διατάξεις η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, ανεξάρτητα αν συντρέχει ή όχι βάσιμος λόγος απόλυσης.
Διευκρινίζεται ότι το καθεστώς του αναιτιώδους της καταγγελίας δεν αλλάζει με τη διάταξη του άρθρου 48 του Ν.4611/2019. Αυτό που αλλάζει είναι ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει πλέον ο εργοδότης, ενώ με το προϊσχύον πλαίσιο το βάρος αυτό το έφερε ο εργαζόμενος.
Επιπρόσθετα, επί απόλυσης εργαζομένων συνεχίζει να ισχύει το καθεστώς να ελέγχεται, αφενός, ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου και αφετέρου, ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα.
Συγκεκριμένα, για την επιλογή του απολυτέου, μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην αυτή επαγγελματική κατηγορία και ειδικότητα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η απόδοση, η αρχαιότητα, η ηλικία, τα οικογενειακά βάρη, η οικονομική κατάσταση κάθε μισθωτού και η δυνατότητα εξεύρεσης απ’ αυτόν άλλης εργασίας.
Περαιτέρω πρέπει ο εργοδότης, πριν καταλήξει στο έσχατο μέσο της απόλυσης, ενεργώντας καλόπιστα, δηλαδή με ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να επικρατεί στις συναλλαγές των εργασιακών σχέσεων, να προτείνει στον μισθωτό την απασχόληση αυτού σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που κατείχε, εφόσον όμως υπάρχει τέτοια κενή θέση και ο υπό απόλυση είναι κατάλληλος να εργαστεί στη θέση αυτή. Στην περίπτωση που ο εργοδότης επικαλείται ως βάσιμο λόγο την αντισυμβατική συμπεριφορά ενός εργαζόμενού του, ένας τρόπος να δομήσει τον βάσιμο λόγο είναι και η επίδοση σε αυτόν έγγραφης επίπληξης.