Ο Γιώργος Μπαρτζώκας μιλάει για το νέο μοντέλο πεντάδας που ονειρεύεται και ο Έτορε Μεσίνα αναλύει τη σημαντική διαφορά ΝΒΑ και Ευρώπης, καταρρίπτοντας στερεότυπα. Ο Γιάννης Φιλέρης άκουσε τους δυο προπονητές στη διάρκεια του Final Four της Euroleague.
Σε κάθε Final Four, πέραν της κουβέντας σχετικά με την έκβαση της μάχης για την κατάκτηση της Euroleague, υπάρχουν διάφορες ευκαιρίες να συζητήσεις με προσωπικότητες του μπάσκετ. Και να θέσεις ερωτήματα, που πολλές φορές περνάνε από το μυαλό, αλλά δεν βρίσκεις ούτε το χρόνο, πολύ περισσότερο… το πρόσωπο στο οποίο θα ήθελες να τα απευθύνεις.
Ξαφνικά, ας πούμε, μετά από τη συνέντευξη Τύπου του τελικού, βρίσκεται στο πάνελ της νεοσύστατης ένωσης προπονητών της Euroleague ο Έτορε Μεσίνα, που εδώ και μια πενταετία κάθεται δίπλα στον Γκρεγκ Πόποβιτς. Αλλά και την άλλη μέρα, περνάς δυο ώρες ελεύθερες παρέα με τον Γιώργο Μπαρτζώκα, πρώτα στο Μπιλμπάο και μετά στη διαδρομή μέχρι τη ‘Φερνάντο Μπουέσα Αρένα’. Δεν είναι μια συνέντευξη αυτά που μεταφέρουμε σήμερα στο νέο Contra.gr, αλλά ένα παζλ των απόψεων από δυο προπονητές. Αμφότεροι πρωταθλητές Ευρώπης, μην το ξεχνάμε.
Ο Μεσίνα, είναι αλήθεια, δεν ήταν τόσο… πρόθυμος να δεχθεί απανωτές ερωτήσεις για την εμπειρία του ΝΒΑ, αλλά δεν είπε και όχι στο να μεταφέρει πράγματα που έχει στο μυαλό του, όλα αυτά τα χρόνια. Η εντύπωση που έχουμε στην Ευρώπη, για τον ρόλο του προπονητή στο ΝΒΑ, είναι ότι εκεί στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο παρεμβατικός. Ο 60χρονος Ιταλός, που κάθε χρόνο αναζητά και την πρώτη δουλειά του ως head coach σε ομάδα του ΝΒΑ (ο Πόποβιτς του έχει δώσει το ΟΚ) θα δώσει μια διαφορετική εικόνα.
“Δεν νομίζω ότι ο προπονητής του ΝΒΑ κάθεται και απλά… περνάει την ώρα του, βλέποντας τις προπονήσεις και τους αγώνες. Αυτό που έμαθα εγώ στη μέχρι τώρα θητεία μου στην Αμερική είναι το εξής: ο επιτυχημένος head coach είναι αυτός που δημιουργεί δυνατές σχέσεις μέσα στην ομάδα. Διαθέτει, άλλωστε, ένα επιτελείο από αρκετούς προπονητές-συνεργάτες, πρέπει να κρατά τους πάντες στο ίδιο μήκος κύματος. Κανείς από τα μέλη της ομάδας δεν πρέπει να παρεκκλίνει. Άρα, ο πρώτος προπονητής έχει μια σημαντική ευθύνη στο μάνατατζμεντ πολλών προσώπων μαζί”.
Μανατζάρει πολλούς μαζί ο head coach
Για τον 4 φορές νικητή της Euroleague, προπονητή της εθνικής Ιταλίας και κάτοικο Σαν Αντόνιο από το 2014, ο ρόλος του κόουτς στο ΝΒΑ είναι πολυδιάστατος: “Το στερεότυπο που υπάρχει στην Ευρώπη είναι ότι όλα στο γήπεδο τα κάνουν οι παίκτες. Γράψε λάθος. Υπάρχει πολλή δουλειά, σε όλα τα επίπεδα. Τίποτε δεν λειτουργεί στην τύχη, κανείς δεν επαφίεται στην έφεση των παικτών να πάνε στο παιχνίδι ένας εναντίον ενός. Οι προπονητές έχουν μεγάλη επιρροή, απλά το στιλ μας ξεγελάει, επειδή είναι διαφορετικό στο ΝΒΑ”.
Στο μπάσκετ, βέβαια, το ερώτημα “ποιος έκανε το αυγό” είναι το “οι καλοί παίκτες κάνουν τον προπονητή” και ο Μεσίνα συμφωνεί, αν και δεν έχει απόλυτα δίκιο: “Η Κίντερ Μπολόνια δεν ήταν η ομάδα του Μεσίνα, αλλά του Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς και του Ζόραν Σάβιτς. Ο μεγάλος Άτσα Νικολιτς είχε πει κάποτε ότι ‘είσαι μεγάλος προπονητής, αν έχεις μεγάλους παίκτες’. Θα συμφωνήσω μαζί του”.
Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες ομάδες μένουν στην ιστορία και για τους προπονητές τους, ειδικά όταν έχουν μια διαχρονική πορεία. Οι παίκτες έρχονται και παρέρχονται. Οι προπονητές μένουν στη θέση τους. Ωστόσο, ο ‘Έκτορας’ επιμένει: “Ξέρετε ότι ο Πόποβιτς είναι ένα… διαρκές σχολείο προπονητικής. Ο ίδιος ο ‘Ποπ’ δηλώνει τυχερός, γιατί είχε παίκτες οι οποίοι του επέτρεψαν να κοουτσάρει και να είναι ο εαυτός του. Παίκτες, από τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον, μέχρι τον Τόνι Πάρκερ και τον Καγουάι Λέοναρντ ακόμα. Θα έλεγα και για μένα το ίδιο. Ο Σούγκαρ Ρέι Ρίτσαρντσον στη Μπολόνια, ο Θοδωρής Παπαλουκάς στη Μόσχα, με αποδέχθηκαν όπως είμαι, ακόμη και με τις αδυναμίες μου και στήριξαν τη φιλοσοφία μου πάνω στο παιχνίδι”.
Και η περίφημη ‘ψαλίδα’, πόσο κλείνει επιτέλους; Οι Ευρωπαίοι προπονητές αρχίζουν και μετακομίζουν πέραν του Ατλαντικού, ενώ οι παίκτες από την ήπειρό μας κάνουν κάθε χρόνο μια μικρή απόβαση: “Η απόσταση μειώνεται, το μπάσκετ οδεύει στην ίδια κατεύθυνση με το ΝΒΑ, αλλά πάντοτε οι Αμερικανοί θα έχουν ένα πλεονέκτημα. Τα όποια λάθη κάνουν σε θέματα τακτικής ή αποστάσεων, τα καλύπτουν με τα αθλητικά προσόντα και την ταχύτητά τους. Η διαφορά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ είναι ότι το λάθος φαίνεται, στο ΝΒΑ ακόμη κι αν γίνει, καλύπτεται τόσο γρήγορα, που δεν το καταλαβαίνεις, γιατί οι παίκτες… προλαβαίνουν”.
Ο κόουτς Μπαρτζώκας και η πεντάδα των ψηλών
Η πάσα στον Μπαρτζώκα δόθηκε την αμέσως επόμενη μέρα, στο πούλμαν που μας μετέφερε στη Βιτόρια. Έχοντας πλέον μια σαφή εικόνα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλά και έχοντας δουλέψει σε Ελλάδα, Ισπανία και Ρωσία, ο 54χρονος κόουτς διαμορφώνει μια φιλοσοφία που έχει ενδιαφέρον.
“Νομίζω ότι οδηγούμαστε σε μια φάση, όπου όλοι οι παίκτες θα είναι πάνω από δυο μέτρα. Θα κλείνουν τη… θέα, αλλά θα μπορούν να αλλάζουν στην άμυνα, χωρίς να δημιουργείται mismatch. Πιστεύω ότι σιγά σιγά πρέπει να ξεχάσουμε τους κοντούς-κοντούς, καθώς και οι point guards του άμεσου μέλλοντος θα πρέπει να είναι εκεί, κοντά στα 2 μέτρα, αν δεν τα ξεπερνούν κιόλας. Θα με ρωτήσεις, εντάξει και ο Σέιν Λάρκιν πώς ξαφνικά πήρε την Εφές και την πήρε από το χεράκι; Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα… χαλάει το αφήγημα. Η γενική εικόνα, όμως, όπως την έχω στο μυαλό μου, είναι αυτή που περίγραψα”.
Ο Μπαρτζώκας, που μένει μόνιμα στη Βαρκελώνη, παρακολούθησε το Final Four, όντας προπονητής Euroleague από το 2012 (Ολυμπιακός, Λοκομοτίβ Κουμπάν, Μπαρτσελόνα, Χίμκι), συνδύασε πολλές κουλτούρες, έμαθε πράγματα, αντιμετώπισε καταστάσεις.
Αν διαβάσουμε τα λόγια του και θυμηθούμε μερικές από τις πεντάδες που κατά καιρούς παρουσίασε, το… όραμα των ψηλών μάλλον το έχει από καιρό στο μυαλό του.
Επίσης είναι συνεπής σε αυτό που πάντα υποστήριζε με θέρμη και το τονίζει ακόμη: “Το μπάσκετ πολλές φορές αλλάζει. Ή αν προτιμάτε, επιστρέφει σε πράγματα που γίνονταν στο παρελθόν, είχαν ξεχαστεί για λίγο και ανασύρονται από μια ομάδα για να πετύχει τον στόχο της. Ωστόσο, το βασικό συστατικό για την επιτυχία της ομάδας είναι το μακρινό σουτ. Δείτε τις ομάδες που ξεχώρισαν φέτος στην Ευρωλίγκα και το πόσο καλά σούταραν από την γραμμή”.
Στο Final Four, κάτι τέτοιο επιβεβαιώθηκε και με το παραπάνω. Τόσο στους ημιτελικούς, όσο και στον τελικό, η ομάδα που σούταρε καλύτερα πήρε τη νίκη και στο τέλος το τρόπαιο.
Υπάρχει και μια ακόμη ειδοποιός διαφορά, την οποία ο κόουτς Μπαρτζώκας τη γνωρίζει από πρώτο χέρι. Η παράμετρος τραυματισμοί. Η πορεία μιας ομάδας μπορεί να αλλάξει ολότελα από τους τραυματισμούς. Φέτος, η Χίμκι αποδεκατίστηκε, με αποκορύφωμα την απώλεια του Αλεξέι Σβεντ για 3 μήνες, επειδή έσπασε το δάχτυλό του (αλλά και γιατί οι Ρώσοι γιατροί έκαναν το ένα λάθος πίσω από το άλλο), ενώ βγήκαν νοκ-άουτ σχεδόν όλοι οι βασικοί παίκτες του.
Τα ίδια και χειρότερα έπαθε στην Μπαρτσελόνα. Η ομάδα στο τέλος, από τους πολλούς τραυματισμούς, ξέμεινε από παίκτες για… προπόνηση. “Θυμάμαι ακόμη ότι ζητούσα επειγόντως 2-3 κινήσεις για μεταγραφές, αλλά δεν έγινε καμία”, λέει ο Έλληνας προπονητής, που σίγουρα άλλα περίμενε πηγαίνοντας στην Μπάρτσα και άλλα βρήκε μπροστά του: “Με το που υπέγραψα, έμαθα ότι φεύγουν Τόμας Σατοράνσκι και Άλεξ Αμπρίνες. Δηλαδή οι δυο πιο ταλαντούχοι παίκτες, πάνω στους οποίους μπορούσαμε να χτίσουμε την ομάδα. Μετά αποδεκατιστήκαμε από τους τραυματισμούς. Είναι τεράστια η χρονιά πλέον, πολλοί οι αγώνες και δεν προλαβαίνουμε καν να προπονηθούμε”.
“Στη Ρωσία είχαμε, εκτός των άλλων, κι άλλο πρόσθετο πρόβλημα. Οι μετακινήσεις στο εσωτερικό μέτωπο για τη λίγκα VTB. Ειδικά όταν ήμουν στο Κουμπάν για τη Λοκομοτίβ, κάποιες στιγμές χανόταν η αίσθηση του χρόνου. Ήμασταν συνεχώς μέσα σε ένα αεροπλάνο, γιατί έπρεπε να ταξιδέψουμε από το Κουμπάν στη Μόσχα και μετά να πάρουμε την επόμενη πτήση για την πόλη που θα παίζαμε. Στο αεροπλάνο εξουθενώσεσαι, είτε είσαι γυμνασμένος είτε όχι. Παρόλα αυτά, επειδή εκείνη τη χρονιά όλοι οι παίκτες ήταν σε ετοιμότητα και χωρίς τραυματισμούς, στην κατάλληλη στιγμή φτάσαμε μέχρι το Final Four. Τώρα, με τις 30 αγωνιστικές (σ.σ. από του χρόνου 34) τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Ακόμη κι αυτό που είπε ο Τσάβι Πασκουάλ, ότι είναι πολύ σημαντική η περίοδος της προετοιμασίας, τίθεται εν αμφιβόλω. Δεν υπάρχει πολύς χρόνος ούτε και το καλοκαίρι.
Η πορεία των τουρκικών ομάδων φέτος αποδεικνύει πόσο σημαντικοί είναι οι τραυματισμοί. Η Εφές, που δεν είχε κανέναν, έφτασε τρένο στη Βιτόρια και πήγε μέχρι τον τελικό. Η Φενέρμπαχτσε, που της έτυχαν όλα μαζί στο τέλος, ναι μεν ήταν η καλύτερη ομάδα της κανονικής περιόδου, στο Final Four όμως δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα τεράστια προβλήματά της”.