Τι με συγκινεί στους «κοντυλοφόρους», στους ανθρώπους τής γραφής;
Η κουβέντα, η συζήτηση, ο διάλογος μαζί τους. Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή όχι, απολαμβάνω την παρρησία ενός σκεπτόμενου γραφιά που (σε δύσκολους καιρούς) καταθέτει, ομολογεί, προτείνει και καταφέρνει να ανανεώνει τελικά τον προβληματισμό μου: Τον δικό μου και του κάθε αναγνώστη – λίγο είναι αυτό;
Κι αν με ρωτήσετε για τις στοιβαγμένες ντάνες των βιβλίων που παραμένουνε αδιάβαστα, δεν έχω ενοχές. Παλιότερα είχα. Ομως, προτιμώ να διαβάζω αργά και απολαυστικά παρά αγχωτικά λες και διεκπεραιώνω οποιοδήποτε καθήκον. Η κατάκτηση ενός κειμένου η μέθεξη σε μιαν άλλη οπτική απαιτεί χρόνο, όχι καταναλωτική νοοτροπία και αντίληψη fast food.
Οχι, όχι. Είμαι των αργών ρυθμών. Ο,τι λατρεύω, το απολαμβάνω με γιαβάσικους ρυθμούς. Είμαι αναγνώστης που υπογραμμίζει, που αναστοχάζεται, που καταγράφει σκέψεις και σχόλια στο χαρτί. Απολαμβάνοντας αργά-αργά το κείμενο. Κι απ’ τη στιγμή που το είδα έτσι, τέλειωσαν κι οι ενοχές. Εξάλλου, τίποτα δεν μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος αγχωτικά (με εννοείτε, υποθέτω). Ενώ η εποχή μας -φευ!- είναι βιαστική, οι αντοχές μας μειωμένες και χωρίς υπομονή. Αυτά τα χαρακτηριστικά πάνε κόντρα στη βραδύτητα που απαιτεί το διάβασμα αλλά κι η οποιαδήποτε άλλη απόλαυση (με εννοείτε, βέβαια).
Δεν είναι ανάγκη, το λοιπόν, να αγοράζετε βιβλία κάθε φορά που μπαίνετε σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Απλώς, κρατήστε τα και ξεφυλλίστε τα. Είτε μόνοι σας αν σας αρέσουν οι απρόσμενες συναντήσεις, είτε με τη βοήθεια ενός προσώπου που σας ξέρει καλά: Τι σας ταιριάζει, ποια τα γούστα σας. Εχει μεγάλη σημασία να ξεκινήσει κάποιος με ενδιαφέροντα γι’ αυτόν βιβλία, να μυηθεί σωστά, να μη χαθεί σε λαβυρίνθους και σε άσχετα δρομάκια· γιατί ναι, υπάρχει και πολλή σαβούρα στα βιβλιοπωλεία – όπως ακριβώς και στα ράφια των υπόλοιπων καταστημάτων.
Το κατ’ εμέ, διαβάζω την περίληψη στο οπισθόφυλλο και ρίχνω μέσα μια ματιά, στη γλώσσα του. Τυχαία. Να δω αν είναι δουλεμένη -αν όχι, το αφήνω απ’ τα χέρια μου σαν να ‘ταν λέπρα. Πρόχειρη γραφή σημαίνει ότι ο «συγγραφέας» έγραψε στο γόνατο, με ευκολία. Κι αυτό, το θεωρώ μεγάλη προσβολή για τον αναγνώστη.
Πάντως, η αγάπη για το βιβλίο περνάει μέσα από την καλή ανάγνωση είτε τη σιωπηρή και άηχη, είτε την ηχηρή – πάντως, την ψαγμένη. Που αποδίδει το περιεχόμενο, που αφουγκράζεται το νόημα της λέξης και τον ήχο της, που ζωντανεύει την εικόνα της και αναπαριστά το αίσθημα. Η γενιά μου στάθηκε πολύ τυχερή σ’ αυτό, γιατί γαλουχήθηκε ακούγοντας εκφραστικές φωνές (την Παξινού, τον Καστανά, τον Νίκο Τζόγια κ.ά.) στο ραδιόφωνο: στη Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη, στο Θέατρο τής Δευτέρας, στις Αστυνομικές ιστορίες του Μαρή. Ετσι το αυτί ασκήθηκε.
(Παρεμπιπτόντως το πρόβλημα με την ανάγνωση, από την οποία εξαρτάται η κατανόηση ενός κειμένου, πιστεύω πως έχει σχέση με το γενικότερο «στήσιμο» μιας κοινωνίας, με την τυποποίηση και τη σοβαροφάνεια, ή μη. Δεν αμφιβάλλω μάλιστα ότι από τον τρόπο της ανάγνωσης μπορείς να διακρίνεις και χαρακτηριστικά γνωρίσματα τού αναγνώστη: Να ανιχνεύσεις τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία του ή την αίσθηση του μέτρου· την ικανότητα προσέγγισης, την ηπιότητα ή την κουφότητα και τη μεγάλη ιδέα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του).
Κοντολογίς, η πειστική ανάγνωση που αποδίδει με πληρότητα το ύφος και το νόημα ενός κειμένου, αποτελεί έναν διάλογο ουσίας με το «άλλο και το διαφορετικό», έναν καθρέφτη όπου μέσα του αντανακλάται η αυθεντικότητα των συνομιλητών, ελέγχεται το ψέμα και δοκιμάζεται η επιτήδευση. Γι’ αυτό και η ψαγμένη ανάγνωση – όπως συμβαίνει ακριβώς και με τη γλώσσα- σχετίζεται απολύτως με την αναζήτηση του «μέσα» ανθρώπου αλλά και την ελκυστική αλήθεια των πραγμάτων.

 

*Ο Κώστας Λογαράς είναι συγγραφέας.