ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ όχι ευκρινείς και αμφιλεγόμενους, η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ επέλεξε να αποτελέσει προβληματικό εταίρο της μετεκλογικής σκηνής, ρόλο που φυσιολογικά κλήθηκε να επωμιστεί ο καταπληγωμένος κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ δεν είναι «οικογενειακό», αλλά αφορά τον ανοιχτό δημόσιο βίο της χώρας. Για δύο, όχι ανεξάρτητους μεταξύ τους λόγους.
Ο ΠΡΩΤΟΣ έχει να κάνει με τους προσανατολισμούς του χώρου και την πραγματική αίσθηση της ιδεολογικής και πολιτικής του ταυτότητας. Εχει δικαίωμα ο πολίτης να γνωρίζει τις αληθινές προθέσεις, να γνωρίζει τι εν τέλει ψήφισε στις τελευταίες εκλογές και τι ψηφίζει εάν συνεχίσει να εμπιστεύεται το Κίνημα. Και αν πρέπει να το εμπιστεύεται.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ αφορά τη διαφαινόμενη τάση αποκήρυξη του νωπού συγ-κυβερνητικού παρελθόντος του κόμματος. Μιλάμε για την περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκαν πατριωτικές και προσωπικές υπερβάσεις με σκοπό να αποτραπεί η ολοκληρωτική διάλυσης της χώρας.
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ το μάτι στις δυνάμεις που θέλουν να πιστεύουν ότι η στάση αυτή όχι απλώς δεν ήταν αξιέπαινη αυτοθυσία, όχι απλώς δεν ήταν μονόδρομος, αλλά αποτελούσε αξιοκατάκριτη παραχώρηση, προϊόν- ενδεχομένως- συναλλαγής, η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ όχι απλά ακυρώνει το παρελθόν του χώρου της, αλλά υιοθετεί την συριζαϊκή- ΑΝΕΛική εκπαιδευτική αντίληψη και πρακτική ότι «μπορούσαμε κι αλλιώς». Και άρα μπορούμε ακόμα «αλλιώς», αδέσμευτοι από υποχρεώσεις, να κινηθούμε σε χώρο κενό, με ανέσεις και πολυτελή αυτοδυναμία.
ΟΣΟ δεν απαλλασσόμαστε από το «αλλιώς», θα εξακολουθούμε, πολιτική σκηνή και κοινωνία, να φτιάχνουμε μόνοι μας το ναρκοπέδιο στο οποίο θα πατάμε.
ΟΥΤΩΣ ή άλλως, η πρακτική αυτή δεν θα προσθέσει βιωσιμότητα στο ΚΙΝΑΛ. Αυτά, τα είπανε άλλοι «καλύτερα», πιο γενναιόδωρα και πιο μεθυστικά.

ΠΗΓΗ