Είναι γνωστό πως η αμυντική «βιομηχανία» αποτελεί από την αρχαιότητα ίσως τον κυριότερο παράγοντα της τεχνολογικής ανάπτυξης. Τα σιδηρά όπλα των Δωριέων θα εξασφαλίσουν την υπεροχή τους έναντι των Αχαιών καθώς και των Ασσυρίων απέναντι στους Αιγύπτιους. Όσο για τα σιδερένια άροτρα θα εμφανιστούν πολλούς αιώνες μετά τα σιδερένια ξίφη. Η ναυτική τεχνολογία στις αναρίθμητες εφευρέσεις της θα στηριχτεί στο πολεμικό ναυτικό. Τα ταχύτερα σκάφη και οι ισχυρότερες αρματωσιές, δημιουργήθηκαν για να αντέχουν τα πλοία στην καταδίωξη από αντιπάλους και πειρατές. Η χαλυβουργία και σιδηροβιομηχανία θα κατευθυνθεί προνομιακά στα κανόνια, και αιώνες μετά θα ακολουθήσουν οι κατασκευές των σιδηροδρόμων.
Στη σύγχρονη εποχή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα αποτελέσουν ίσως το υποπαράγωγο της προσπάθειας των Αμερικανών και των Γερμανών να δημιουργήσουν κρυπτογραφικές και αποκρυπτογραφικές μηχανές στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου…
Τα αεροπλάνα θα αρχίσουν να κατασκευάζονται σε βιομηχανική κλίμακα για την πολεμική αεροπορία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δηλαδή μόνο μετά την εδραίωση των σχετικών τεχνολογιών η «πολεμική» τεχνολογία θα διαχυθεί στην υπόλοιπη οικονομία και την «ειρηνική» παραγωγή, Δυστυχώς, αλλά απόλυτα ρεαλιστικά, τεχνολογία, παραγωγή και άμυνα, αποτελούν έννοιες και πραγματικότητες αξεδιάλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα χυτήρια και μηχανουργεία θα αναπτυχθούν εν πολλοίς για να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα της χώρας και τα εργοστάσια του Μποδοσάκη στο μεσοπόλεμο, θα εξάγουν οπλισμό σε μεγάλη κλίμακα και στο εξωτερικό.
Ιδιαίτερα για μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλά εξοπλιστικά προγράμματα, και καθυστερημένη βιομηχανική ανάπτυξη, η αμυντική βιομηχανία, είναι προνομιακός τομέας για τη δημιουργία και ανάπτυξη μιας τεχνολογίας ακριβώς γιατί σε μεγάλο βαθμό προστατεύεται από τον ξένο ανταγωνισμό λειτουργώντας σε μια σχετικά κλειστή αγορά, δηλαδή τις παραγγελίες της ίδιας της χώρας. Αντίθετα, οι υπόλοιποι βιομηχανικοί τομείς, προστατεύονται πολύ λιγότερο.
Γι’ αυτό, για παράδειγμα τα πρώτα ελληνικά αυτοκίνητα θα ξεκινήσουν μάλλον από παραγγελίες του ελληνικού στρατού για οχήματα μεταφοράς, κι όχι από την παραγωγή συμβατικών αυτοκινήτων.
Παράλληλα, οι αγορές ξένων εξοπλιστικών προμηθειών συνοδεύονται σχεδόν πάντα από ρήτρες συμπαραγωγής με την εγχώρια βιομηχανία, γεγονός που αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξή τους, ιδιαίτερα στις μεταλλικές κατασκευές, τις μηχανοκατασκευές και τα ηλεκτρονικά.
Αυτό ακριβώς έκανε η αντίπαλη γειτονική Τουρκία που οικοδόμησε ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας της χρησιμοποιώντας την συμπαραγωγή όλο και μεγαλύτερου μέρους των εξοπλισμών της, και σήμερα όχι μόνο έχει καταφέρει να παράγει στη χώρα πάνω από το 50% των αμυντικών της συστημάτων, αλλά και να δημιουργήσει μια μεγάλη βάση για την σιδηρουργία, τη μηχανολογία και την ηλεκτρονική της βιομηχανία.
Κατά συνέπεια σε μια χώρα με ασθενική βιομηχανική παραγωγή, και ιδιαίτερα καθυστερημένο μηχανολογικό και ηλεκτρονικό τομέα, οι αμυντικές προμήθειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποφασιστικό παράγοντα για την εκβιομηχάνιση της και την διάχυση των τεχνολογικών και παραγωγικών κατακτήσεών της και στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Εξάλλου όλοι γνωρίζουμε, πως για την υποτιθέμενη σωτηρία του Σκαραμαγκά ανελήφθη η ναυπήγηση σκαφών και υποβρυχίων του πολεμικού ναυτικού.
Τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ακόμα και μέχρι το 1990, αυτή η «ενάρετη» σύνδεση μεταξύ της άμυνας και της βιομηχανίας, φαινόταν να λειτουργεί εν μέρει. Πέρα από τις μεγάλες κρατικές αμυντικές βιομηχανίες, την ΛΑΡΚΟ, την ΕΑΒ, την ΕΒΟ κ.λπ., αναπτύχθηκαν εκατοντάδες αν όχι και χιλιάδες βιοτεχνίες και μικρές βιομηχανίες που αναλάμβαναν την προμήθεια προϊόντων ή υπεργολαβίες σχετικές με την άμυνα, και σχεδιαζόταν η σχετική ελληνοποίηση ενός μεγάλου μέρους των εξοπλισμών των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Σε αυτά τα πλαίσια επεκτάθηκε το εργοστάσιο των αεροπλάνων της πολεμικής αεροπορίας και εν συνεχεία η ΕΑΒ που εξάλλου παρήγαγε τόσο για την πολιτική όσο και για την πολεμική αεροπορία.
Όμως μια τέτοια πορεία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την παράλληλη πορεία της αποβιομηχάνισης και παρασιτοποίησης της ελληνικής βιομηχανίας, που την ίδια στιγμή έχανε όλο και περισσότερες παραγωγικές μονάδες, διατηρώντας μόνο την εμπορία και την μεταπώληση των βιομηχανικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ερχόταν και σε αντίθεση με το διογκούμενο σύστημα των μεσαζόντων και των προμηθευτών των ξένων οπλικών συστημάτων.
Προπαντός ερχόταν σε αντίθεση με τις ανάγκες των κομματικών ταμείων στα οποία κατευθύνονταν μεγάλα ποσά από τις μίζες, αλλά και των υπουργών, και των διεφθαρμένων ανώτερων αξιωματικών. Διότι η ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και η ελληνοποίηση των προμηθειών δεν προσέφερε βέβαια τις μίζες και τα τεράστια κέρδη που έδιναν οι μυθώδεις εξοπλιστικές παραγγελίες στους γερμανικούς, αμερικανικούς, ρωσικούς και γαλλικούς ομίλους. Και προφανώς οι σοσιαληστές και οι ψευδοφιλελευθεροι που κυβερνούσαν πριν από όλα κοίταζαν την τσέπη τους και τα κομματικά ταμεία.
Έτσι, σταδιακώς οι μεγάλες κρατικές βιομηχανίες συρρικνώθηκαν και από την κακοδιοίκηση και τη συνειδητή πολιτική περιορισμού τους, και οι μικρότερες ιδιωτικές βιομηχανίες και μηχανουργεία έκλεισαν ή άλλαξαν παραγωγική κατεύθυνση.
Κατά συνέπεια, τα εκατοντάδες εκατομμύρια από τις μίζες του Άκη Τσοχατζόπουλου, των κομματικών ταμείων, του Γιάννου Παπαντωνίου και ενός μέρους των στρατιωτικών και πολιτικών υπευθύνων του Υπουργείου Άμυνας, δεν αποτελούν παρά το κακοφορμισμένο σύμπτωμα, μιας συνολικότερης καταστροφής που αφορά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ παραγωγής που δεν πραγματοποιήθηκε, μισθών που δεν δόθηκαν σε εργαζόμενους και τεχνολογικής αναβάθμισης του συνόλου της ελληνικής οικονομίας που δεν έγινε.
Σήμερα, παρότι οι αμυντικές και εξοπλιστικές δαπάνες έχουν συρρικνωθεί σε μεγάλο ποσοστό, παραμένουν παρά ταύτα, ένας προνομιακός δυνητικός τομέας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Διότι, είτε θα μείνουμε στο ξεπερασμένο μοντέλο της οικοδομής και της παραγωγής για τις κατασκευές και τους δρόμους, χάλυβα, τσιμέντο, αλουμινίου κ.λπ., είτε θα πραγματοποιήσουμε μια απαραίτητη τεχνολογική επανάσταση στην οποία η αμυντική βιομηχανία μπορεί να προσφέρει ακόμα μια σημαντική παραγωγική βάση.
Η σημερινή ευαισθητοποίηση των Ελλήνων για τις μίζες των εξοπλιστικών, για τα υποβρύχια που γέρνουν κ.λπ. δεν θα πρέπει να μεταβληθεί σε εργαλείο στα χέρια της τρόικας που επιθυμεί την ολοκληρωτική διάλυση των ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών ούτε των εθνομηδενιστών που θέλουν να εγκαταλειφθεί κάθε αμυντική προσπάθεια της χώρας, πίσω από το επιχείρημα ότι οι εξοπλισμοί κατευθύνονται στις μίζες. Πρέπει αντίθετα, να αποτελέσει μια ευκαιρία για να τεθεί και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της παραγωγικής αναβάθμισης και της μεταβολής της αμυντικής βιομηχανίας σε έναν από τους βασικούς κινητήρες της.
Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 95