Το πολύ σημαντικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας των περιορισμένων επενδύσεων, επισημαίνει σε μελέτη της η PwC που τοποθετεί τις – συμβατές με ταχεία οικονομική μεγέθυνση – επενδυτικές ανάγκες της χώρας για την περίοδο 2017-2022 στα 270 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ωστόσο ότι οι  τρέχουσες ροές χρηματοδότησης δεν επαρκούν για να τις καλύψουν.

Η PwC στη μελέτη της με τίτλο “Από την ύφεση στην αναιμική ανάκαμψη – Αναιμική ανάκαμψη λόγω επενδυτικής πενίας”, κάνει λόγο για έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και πιστωτικής ανεπάρκειας στον οποίο έχει βυθιστεί η χώρα, γεγονός που έχει υπονομεύσει πλήρως την ανταγωνιστικότητα.

Ως προς τις επενδυτικές ανάγκες για την περίοδο 2017-2022, με βάση τα στοιχεία που επικαλείται η μελέτη, το χρηματοδοτικό κενό ανέρχεται σε περίπου €155 δισ. (€26 δισ. ετησίως).

PwC: Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις €270 δισ.

Σύμφωνα με την PwC τα κεφάλαια που υπολείπονται των επενδύσεων μπορούν να προέλθουν από:

• Πρόσθετα ιδία κεφάλαια
• Πιστωτική επέκταση
• “Μαλακή” χρηματοδότηση

Επίσης σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα ιστορικά σχετίζονται με την αύξηση του ΑΕΠ και μετά το 2009 κατέρρευσαν δημιουργώντας προϋποθέσεις τεχνολογικής και ανταγωνιστικής υστέρησης. Στην περίοδο της πρόσφατης ύφεσης, οι επενδύσεις στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν σημαντικά, κατά 13,9 ποσοστιαίες μονάδες., ενώ το ΑΕΠ ακολούθησε και αυτό πτωτική πορεία (7,3 ποσοστιαίες μονάδες). Ειδικότερα, από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό, συνολικά της τάξης των € 540 δισ.

Το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρέμεινε χαμηλό, λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων, ενώ οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις συνεισφέρουν λιγότερο από 10% του συνόλου των επενδύσεων. Πιο συγκεκριμένα, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σημείωσε ετήσια πτώση περίπου €1,5 δισ. κατά μέσο όρο την περίοδο 2010-2016 σε σχέση με την περίοδο 2000-2008. Παράλληλα, οι Δημόσιες Επενδύσεις ως ποσοστό του συνόλου των επενδύσεων στην Ελλάδα παρουσιάζουν αυξητική τάση από το 2007 έως το 2014. Ιδιαίτερα κατά τα έτη 2010 έως 2016, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 9,3 ποσοστιαίες μονάδες, αποτυπώνοντας τη σημαντική έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων.

Αναφορά γίνεται και στις δομικές δυσκολίες που υπάρχουν για την πραγματοποίηση συστηματικά μεγάλων επενδύσεων που συνοψίζονται στις χαμηλές αποδόσεις των επιχειρήσεων, στην ανύπαρκτη πιστωτική επέκταση, στις χαμηλές αποταμιεύσεις, στη συρρίκνωση της “μαλακής” χρηματοδότησης που προέρχεται κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και στην διεύρυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Παράλληλα, το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την χώρα αυξάνει τις απαιτήσεις απόδοσης των επενδυτών και οδηγεί στο έλλειμμα χρηματοδότησης που παρατηρείται.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά την PwC, είναι απαραίτητο να διατυπωθεί ένα νέο πλέγμα πολιτικών που θα διευκολύνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη ότι:

• ξένα κεφάλαια είναι απίθανο να καλύψουν σημαντικό μέρος
του κενού, όπως δεν έχουν κάνει μέχρι σήμερα

• η δημοσιονομική κατάσταση δεν επιτρέπει την σημαντική
δημόσια χρηματοδότηση των επενδύσεων

• η οποιαδήποτε αύξηση του ρυθμού επενδύσεων περνά μέσα από ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και την κινητοποίηση ελληνικών κεφαλαίων

Η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τη χώρα συνολικά μπορεί να ενισχυθεί με συντονισμένες πολιτικές που είναι εφικτές στις σημερινές δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες αλλά για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα πρέπει να σχεδιαστούν σωστά και να εφαρμοστούν με συστηματικότητα και συνέπεια, με βάση τους εξής οκτώ άξονες:

1. βελτίωση εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και τους θεσμούς
2. ενεργή διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων
3. επιτάχυνση των επενδύσεων σε υποδομές
4. αναβίωση της αγοράς κατοικίας
5. αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος
6. κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜΜΕ
7. αύξηση της “μαλακής” χρηματοδότησης
8. σταθεροποίηση φορολογικού συστήματος

Ο Μάριος Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Ελλάδας σημείωσε:

“Η συνεχιζόμενη συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους έχει οδηγήσει εκτός εικόνας την ανάγκη να αυξηθούν οι επενδύσεις ώστε να στηρίξουν την ανάπτυξη. Τα σημερινά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης που απολαμβάνει η χώρα δε διευκολύνουν την κινητοποίηση ελληνικών ή ξένων κεφαλαίων. Αν δεν διαμορφωθεί ένα νέο πλέγμα πολιτικών απόλυτα εστιασμένων στις επενδύσεις η ανάκαμψη θα παραμείνει αναιμική.”

Μόνο με στοχευμένες και συνεπώς εφαρμοσμένες πολιτικές θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών η οποία και θα αποτελέσει κινητήριο δύναμη μιας υγιούς ανάπτυξης.

Η PwC επικαλείται επίσης μελέτη του ΔΝΤ (“Creditless Recoveries”, 2011)  σύμφωνα με την οποία υπάρχουν παραδείγματα οικονομιών που ανέκαμψαν, μετά από μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, χωρίς τη βοήθεια της πίστωσης και εισήλθαν σε μια περίοδο “μη χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης”, η οποία όμως είναι περίπου 40% πιο αδύναμη από μια χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη.

Η μη χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη χαρακτηρίζεται από μηδενική ή αρνητική μεταβολή της τραπεζικής πίστωσης κατά τα τρία πρώτα χρόνια.

Η Ελλάδα πιθανόν να έχει μια μη χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη καθώς παρατηρείται:

1. Μείωση του ρυθμού αύξησης της διαθέσιμης πίστωσης κατά 3,5%, περίπου, τα τελευταία τρία χρόνια

2. Καθίζηση του κατασκευαστικού τομέα που προέρχεται κυρίως από την αγορά κατοικίας αφού από το 2007 έως το 2016 οι επενδύσεις σε κατοικίες σημείωσαν πτώση 96%

3. Εκτενής πιστωτική επέκταση και παράλληλα τραπεζική κρίση η οποία μείωσε τον αριθμό των ελληνικών τραπεζών σε 18 (2007-2017) , συμπίεσε το σύνολο του ενεργητικού τους και απαιτήθηκαν έλεγχοι κεφαλαίων για τη συγκράτηση της διαρροής καταθέσεων οι οποίες άγγιξαν τα €120 δισ.

4. Οικονομική συμπίεση με το ΑΕΠ να μειώνεται κατά 22% (2010-2016) και κοινωνική συμπίεση με την ανεργία να βρίσκεται στο 24% του πληθυσμού

Πηγή:http://www.capital.gr/