Η συνάντηση Τραμπ Ερντογάν και η σιωπή της Αθήνας

Η πολυσυζητημένη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσινγκτον παρουσιάστηκε ως «σημαντική πρόοδος» στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας, όμως πίσω από τις δηλώσεις κρύβεται μια επικίνδυνη πραγματικότητα. Ο Τραμπ εμφανίστηκε διατεθειμένος να ξαναβάλει την Τουρκία στο παιχνίδι των F-35, άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να αρθούν κυρώσεις, ζήτησε μεν από την Άγκυρα να περιορίσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου αλλά δεν έλαβε καμία δέσμευση, ενώ στο τραπέζι έπεσαν και ζητήματα με υψηλό συμβολισμό, όπως η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Παράλληλα, οι δύο πλευρές μίλησαν για μια «κατανόηση» σχετικά με εκεχειρία και ειρήνη στη Γάζα, χωρίς όμως μηχανισμό υλοποίησης, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Με απλά λόγια, η Τουρκία επανέρχεται δυναμικά στον αμερικανικό διάλογο ως συνομιλητής με βάρος και απαιτήσεις, ενώ η Ελλάδα απουσιάζει από το κάδρο. Οι αμερικανοτουρκικές συζητήσεις αφορούν ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα την ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας μας, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραμένει παρατηρητής, ικανοποιούμενη με γενικόλογες δηλώσεις περί «στρατηγικής σχέσης» με τις ΗΠΑ. Όταν ο Ερντογάν συζητά για όπλα, ενέργεια, περιφερειακό ρόλο και επιδιώκει ανταλλάγματα, η Αθήνα περιορίζεται στο να παρακολουθεί, χωρίς να διαμορφώνει εξελίξεις.

Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο αλλάζουν και ότι, εφόσον η Τουρκία επανέλθει στο πρόγραμμα F-35, η στρατιωτική υπεροχή της Ελλάδας θα βρεθεί υπό αμφισβήτηση. Την ίδια στιγμή, η επίκληση στη Χάλκη μπορεί να ακούγεται θετική, αλλά είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί της Άγκυρας, χωρίς ουσιαστικό όφελος για το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική πλευρά δεν έχει παρουσιάσει καμία στρατηγική. Δεν έχει ζητήσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις από την Ουάσινγκτον για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, δεν έχει προχωρήσει σε μια ολοκληρωμένη διπλωματική αντεπίθεση με συμμάχους όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, και αφήνει χώρο στην Τουρκία να εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν διαμεσολαβητής και εταίρος των ΗΠΑ στην περιοχή. Ουσιαστικά, η Ελλάδα κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε θεατή ενός παζαριού που γίνεται ερήμην της.

Η εικόνα είναι σαφής: ο Ερντογάν παίζει σκληρά, ο Τραμπ ανοίγει παράθυρο συνεργασίας, και η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει τη σιωπή. Μόνο που στη διπλωματία η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα· είναι αποδοχή. Και αν η Αθήνα συνεχίσει να περιορίζεται σε δηλώσεις χωρίς αντίβαρο, πολύ σύντομα θα βρεθεί να πληρώνει το κόστος μιας συμφωνίας που δεν συνυπέγραψε αλλά την αφορά άμεσα.