Τις τελευταίες ημέρες η κλιμάκωση των εξελίξεων γύρω από το μεταναστευτικό υπήρξε εντυπωσιακή: Τη μια μέρα η κυβέρνηση έστελνε τα ΜΑΤ σε Χίο και Λέσβο για να επιβάλει τη δημιουργία νέων “δομών φιλοξενίας” και δύο μέρες μετά υποχρεωνόταν από τις εξελίξεις να κλείσει τα σύνορα της χώρας. Η αιτία αυτής της θεαματικής μεταστροφής ήταν φυσικά η τυχοδιωκτική κίνηση του Ερντογάν να στείλει χιλιάδες μετανάστες στα ελληνικά σύνορα. Η ενέργεια αυτή του Ερντογάν έθεσε σε δοκιμασία την ελληνική κυβέρνηση.
Παράλληλα όμως της προσέφερε και την ευκαιρία να ξεπεράσει τα προβλήματα που η ίδια είχε δημιουργήσει, επιχειρώντας να επιβάλει δια της βίας τη μεταναστευτική της πολιτική στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Πράγματι, η ατυχής επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει δια της πυγμής, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν της την κόπωση των κατοίκων των νησιών και κυρίως χωρίς να αφουγκραστεί τις ανησυχίες τους, την έφεραν αντιμέτωπη με τους πληθυσμούς αυτούς. Το αποτέλεσμα ήταν οι νησιώτες να αντιδράσουν έντονα, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση σε αναδίπλωση.
Τα πράγματα άλλαξαν δραματικά με την επιλογή του Ερντογάν να ανοίξει τα σύνορα, προκειμένου –όπως δήλωσε– οι «πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία να περάσουν στην Ευρώπη». Όπως όμως φάνηκε από την πρώτη στιγμή, δεν επρόκειτο για πρόσφυγες από τη Συρία, αλλά κυρίως για παράνομους μετανάστες από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Σομαλία, το Κονγκό, και άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό φάνηκε τόσο από τα πλήθη που εμφανίζονται σε βίντεο και φωτογραφίες να συνωθούνται έξω από τη μεθοριακή πύλη των Καστανιών, όσο και από την εθνικότητα όσων συνέλαβαν μέχρι τώρα οι ελληνικές αρχές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να κλείσει τα σύνορα. Πράγματι εάν η Θράκη πλημμύριζε από χιλιάδες μετανάστες, οι οποίοι θα δημιουργούσαν εκ των πραγμάτων μια χαοτική κατάσταση, θα προκαλούνταν κοινωνικές αντιδράσεις που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αντέξει.
Ριζική αλλαγή πολιτικής
Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών δικαιώνουν όσους από καιρό έχουν υποστηρίξει ότι η Τουρκία μέσω των μεταναστευτικών ροών διεξάγει κατά της Ελλάδας έναν ακήρυχτο πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός είναι στον βραχυχρόνιο ορίζοντα υβριδικός, δηλαδή επιδιώκει να καταπονήσει την Ελλάδα, να την αποσυντονίσει και να την αποπροσανατολίσει. Στον μακροχρόνιο ορίζοντα όμως είναι ο πλέον στρατηγικός: αποσκοπεί στο να μεταλλάξει την Ελλάδα ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο μέσω της αλλοίωσης του πλέον θεμελιώδους συστατικού της, του λαού της.
Τώρα πια που οι προθέσεις της Τουρκίας έχουν καταστεί ολοφάνερες, είναι καιρός η Ελλάδα να αλλάξει ριζικά την πολιτική της στο μεταναστευτικό, το οποίο οφείλει πια να το αντιμετωπίσει ως αυτό που πραγματικά είναι: ως πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Είναι βεβαίως κατανοητές οι ευαισθησίες για το μικρό εκείνο ποσοστό των μεταναστών που έχουν πραγματικά προσφυγικό προφίλ, αλλά υπό συνθήκες κρίσης κανείς είναι υποχρεωμένος να ιεραρχεί τα ζητήματα με βάση τη σημασία τους.
Εξάλλου, όσοι είναι πραγματικά πρόσφυγες, μπορούν με τα χαρτιά τους να υποβάλλουν αίτηση ασύλου στο Ελληνικό Προξενείο Ανδριανουπόλεως, το οποίο απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από το τελωνείο των Καστανιών. Κατά τα λοιπά, είναι σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, ούτε φυσικά είναι δυνατόν η Ελλάδα να αυτοκαταργηθεί προς χάρη των “προσφυγικών” ροών, όταν όλες οι άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, έχουν πρακτικά κλείσει τα σύνορά τους.
Πράγματι, εδώ υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα ευρωπαϊκής υποκρισίας: Με την εξαίρεση των χωρών του Βίζεγκραντ και της Αυστρίας, οι οποίες έχουν μια ξεκάθαρη θέση κατά των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών, η υπόλοιπη Ευρώπη έχει τηρήσει όλο το προηγούμενο διάστημα μια επαμφοτερίζουσα στάση στο μεταναστευτικό.
Με προεξάρχουσα τη Γερμανία, η Ευρώπη μιλά θερμά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά στην πράξη κρύβεται πίσω από την Ελλάδα, η οποία έχει αφεθεί μόνη της να αντιμετωπίζει τις παράνομες μεταναστευτικές ροές. Η μόνη στήριξη που της παρέχουν είναι να της δίνουν ορισμένα χρήματα με τα οποία προσπαθούν να κρατήσουν το πρόβλημα έξω από την πόρτα τους. Βεβαίως, πολύ περισσότερα χρήματα δίνουν στην Τουρκία, η οποία κάθε τόσο εκβιάζει την Ευρώπη με τις μεταναστευτικές ροές.
Τι πραγματικά επιδιώκει η Τουρκία;
Τώρα όμως που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων κατάλαβε πλέον ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές ως όπλο πολέμου κατά της Ελλάδας, το ερώτημα που εύλογα εγείρεται είναι γιατί ο Ερντογάν διαλέγει να κάψει αυτό το χαρτί; Είναι φανερό ότι θα μπορούσε ακόμη για πολύ καιρό να στέλνει προς την Ελλάδα ελεγχόμενες μεταναστευτικές ροές, χωρίς η ελληνική κυβέρνηση να αντιδρά.
Μέχρι τώρα άλλωστε η κυβέρνηση έβλεπε το μεταναστευτικό κυρίως ως ένα διαχειριστικό ζήτημα. Έτσι διακήρυττε ότι σκοπός της ήταν κυρίως να εισαγάγει ένα πιο αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης ασύλου. Θα συνέχιζε έτσι η πληθυσμιακή αλλοίωση της χώρας με την εγκατάσταση αφροασιατικών (μουσουλμανικών στην πλειονότητά τους) πληθυσμών σε ολόκληρη την επικράτειά της, όπως γινόταν το τελευταίο εξάμηνο.
Η επιλογή του Ερντογάν να κλιμακώσει τον εκβιασμό του στο μεταναστευτικό είναι μία κίνηση που μπορεί να οφείλεται σε μια πληθώρα λόγων. Ειδικότερα μπορεί να οφείλεται στην πίεση που ασκούν είτε συγκεκριμένες δυσμενείς εξελίξεις είτε η ωρίμανση ενός ευρύτερου σχεδιασμού. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, είναι ορατό ότι τα πράγματα για την Τουρκία δεν πηγαίνουν καλά στη Συρία. Ειδικά στην Ιντλίμπ, οι απώλειες των τουρκικών δυνάμεων και κυρίως η αδυναμία τους να επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό, πιθανώς δημιούργησαν την ανάγκη για μια αντισταθμιστική επιτυχία σε κάποιο άλλο, πιο πρόσφορο μέτωπο· εν προκειμένω απέναντι στην Ελλάδα.
Στο πεδίο αυτό όμως η τουρκική πλευρά ίσως έκανε μια λανθασμένη εκτίμηση: Θεωρώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε έως τώρα δείξει μια απολύτως παθητική στάση απέναντι στις συνεχείς αποβάσεις λαθρομεταναστών και ότι ήταν ιδιαιτέρως εγκλωβισμένη στην ανάγκη να εμφανίζεται νομοταγής απέναντι στην Ευρώπη (βλ. Γερμανία), θα δυσκολευόταν να αντιδράσει δυναμικά.
Η μοναδική επιλογή
Όπως είπαμε, όμως, σε πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να κλείσει τα σύνορα. Εκεί που ίσως έγινε η έκπληξη ήταν στο διαχειριστικό επίπεδο, καθώς φάνηκε ότι τελικά το ελληνικό σύστημα αμύνης διέθετε τα κατάλληλα ανακλαστικά. Ίσως εδώ κάποια εύσημα πρέπει να δοθούν στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων που ενήργησε αποτελεσματικά τις πρώτες κρίσιμες ώρες.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, είναι πιθανόν η ένταση στο μεταναστευτικό να αποτελεί το προοίμιο μιας γενικότερης κλιμάκωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει εξαγγείλει ότι στο προσεχές διάστημα θα προχωρήσει σε γεώτρηση στο τμήμα της ελληνικής ΑΟΖ που έχει φαλκιδεύσει μέσω του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου. Από αυτή την άποψη, η ένταση στο μεταναστευτικό ίσως αποτελεί απλώς την πρώτη φάση των τουρκικών προκλήσεων, μέσω της οποίας επιδιώκεται η καταπόνηση και ο αποπροσανατολισμός της ελληνικής πλευράς.
Η επόμενη φάση ίσως έλθει τις προσεχείς εβδομάδες στο Αιγαίο. Σε μια τέτοια περίπτωση βεβαίως τα πράγματα θα είναι πολύ πιο σοβαρά. Ας ετοιμαζόμαστε λοιπόν όλοι για τα ενδεχόμενα που θα γεννήσει μια τέτοια εξέλιξη. Και βέβαια πρώτη από όλους ας ετοιμάζεται η ελληνική κυβέρνηση, τόσο σε ένα επίπεδο αφανούς κινητοποίησης εσωτερικών συντελεστών ισχύος, όσο και στο διπλωματικό πεδίο, όπου θα χρειαστούμε κάθε δυνατή υποστήριξη.