Ο Αλέξης Τσίπρας διακρίνεται για πολλά, αλλά οι πλέον αντικειμενικοί παρατηρητές για ένα πράγμα συμφωνούν: ότι δεν το έχει με τις προβλέψεις. Σπάνια πέφτει μέσα, ειδικά σε ό,τι αφορά την οικονομία. Κάτι πολύ λογικό, καθώς στον συγκεκριμένο τομέα οι γνώσεις του είναι λίγο καλύτερες από ενός κοινού θνητού.

 

Έτσι η κριτική που άσκησε στην κυβέρνηση και η ατάκα που είπε σε εκδήλωση του isyriza με τους νέους του κόμματός του, εκτιμώντας πως «έχουν στόχο την ανοσία της αγέλης στην οικονομία και την περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας», στο Μαξίμου την αντιμετώπισαν ως άλλη μία κορώνα.

Την ανοσία της αγέλης στην υγειονομική κρίση ακολουθεί πιστά η Σουηδία, η οποία ήδη μετράει περισσότερους από 3.500 νεκρούς, ενώ η Βρετανία την παράτησε άρον-άρον, ειδικά μετά και την περιπέτεια του Μπόρις Τζόνσον με τον κορωνοϊό. Στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε τις συμβουλές των επιστημόνων, οι οποίοι απέρριψαν το σουηδικό μοντέλο και τις προτάσεις των Βρετανών, τονίζοντας ότι η ανοσία της αγέλης επιτυγχάνεται με σιγουριά μόνο όταν είναι εμβολιασμένα όλα τα μέλη της κοινότητας.

Αυτή την πρόταση των επιστημόνων της υγείας επιθυμεί να μεταφέρει και στην οικονομία η κυβέρνηση. Στο Μαξίμου έχουν γίνει πολλές ασκήσεις επί χάρτου σχεδόν από το πρώτο δεκαήμερο του lock down. Από την εποχή που με αλλεπάλληλα διαγγέλματα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρότρυνε τους πολίτες να ακολουθήσουν τις συμβουλές, ταυτόχρονα με τα μέτρα που ανακοίνωνε ώστε να χρηματοδοτηθούν οι πληγέντες.

Έτσι, μετά από 50 και πλέον ημέρες καραντίνας, ο πρωθυπουργός παρουσιάζεται σε όλες τις συσκέψεις σίγουρος ότι η ύφεση θα είναι προσωρινή και ότι η χώρα θα ξεπεράσει και αυτήν τη δύσκολη κατάσταση. Μάλιστα, η αισιοδοξία του κ. Μητσοτάκη κάνει ακόμη και τους πιο ακραίους πεσιμιστές να ανακτούν τις ελπίδες τους.

Ειδική ομάδα κρούσης

Ένα από τα πλάνα του πρωθυπουργού είναι να μεταφέρει και στην οικονομία το πείραμα με την υγειονομική κρίση. Για να αντιμετωπιστεί η πανδημία του Covid-19, η κυβέρνηση δημιούργησε μία επιτροπή ειδικών λοιμωξιολόγων, ιολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων υπό τον Σωτήρη Τσιόδρα, η οποία όχι μόνο κατάφερε να πείσει τους πολιτικούς για το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης, αλλά έπεσε μέσα και στις προβλέψεις της, σε ό,τι αφορά τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστεί η πανδημία.

Ταυτόχρονα, οι επιστήμονες απέδειξαν στην πράξη ότι δεν ήταν αποστειρωμένοι στη σκέψη. Τουναντίον είναι άνθρωποι που ζουν και μετέχουν στην κοινωνία και μπορούν να κατανοήσουν τις ανάγκες των απλών ανθρώπων. Και φυσικά η επιτυχία των επιστημόνων αντανακλά και στην πολιτική ηγεσία, που τους επέλεξε.

Τώρα πλέον η επιτροπή των επιστημόνων υγείας δεν διαλύεται, αλλά θα συνεχίσει να υπάρχει, να μελετά τα επιδημικά φαινόμενα και εάν χρειαστεί να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Όμως στο Μαξίμου εκτιμούν πως πλέον το επιτυχημένο πείραμα με την επιτροπή επιστημόνων υγείας, πρέπει να ακολουθηθεί και στην οικονομία, που είναι πλέον το δύσκολο παζλ, που θα κληθεί να επιλύσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Οπότε ο πρωθυπουργός, όπως έχει εκμυστηρευθεί στους στενούς συνεργάτες του, είναι να υπάρξει και μία επιτροπή από έγκριτους καθηγητές των οικονομικών, οι οποίοι θα αναλύουν τις εξελίξεις και θα εισηγούνται στην κυβέρνηση μέτρα και δράσεις για να αντιμετωπιστεί η ύφεση, η οποία είναι πιθανόν να προκαλέσει απότομη αύξηση της ανεργίας.

Η επιτροπή των σοφών της οικονομίας θα είναι αφενός μεν αρωγοί του οικονομικού επιτελείου, αφετέρου δε με τις συχνές τηλεοπτικές εμφανίσεις τους θα μπορέσουν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη ως προς το ευνοϊκότερο για την κυβέρνηση. Και όσον αφορά καθηγητές οικονομικών, υπάρχει πληθώρα εξαίρετων επιστημόνων. Κάποιοι είναι πιο προβεβλημένοι, όπως ο κ.κ. Τσαλκόγλου, Λυμπεράκη, Γκλεζάκος. Ή ακόμη και πολλοί Έλληνες οι οποίοι διακρίνονται ως καθηγητές σε ξένα πανεπιστήμια. Ας μην ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι του 2015 τριάντα (30) διακεκριμένοι καθηγητές οικονομικών είχαν υπογράψει για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, προτείνοντας στους Έλληνες να ταχθούν με το «ναι» στην τρισάθλια ενέργεια του Αλέξη Τσίπρα να διοργανώσει δημοψήφισμα παίζοντας την τύχη της χώρας στα ζάρια.

Μεταξύ των καθηγητών οικονομίας που είχαν υπογράψει ήταν οι Μάριος Αγγελέτος (ΜΙΤ), Κώστας Αζαριάδης (Washington University at St Louis), Δημήτρης Βαγιανός (London School of Economics), Μανώλης Γαλενιανός (Royal Holloway, University of London), Γιάννης Ιωαννίδης (Tufts University), Κώστας Μεγήρ (Yale University), Χάρης Ντέλλας (Universitat Bern), Ηλίας Παπαϊωάννου (London Business School), Δημήτρης Παπανικολάου (Northwestern University), Εύη Παππά (European University Institute) και άλλοι. Κάποιοι μάλιστα εκτιμούν ότι μπορεί να αποδεχθεί μία πρόταση και ο Κύπριος νομπελίστας Χριστόφορος Πισσαρίδης.

Η πρόταση Μέρκελ-Μακρόν και τα οφέλη

Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι μία επιτροπή σοφών σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης και τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία θα αποτελέσουν τα ισχυρά όπλα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η οποία έτσι κι αλλιώς θα πλήξει όλη την Ευρώπη.

Η Αθήνα είδε με πολύ καλό μάτι την πρόταση του Γαλλογερμανικού άξονα και θεωρεί ότι παρά τις όποιες αντιδράσεις (ήδη ο Αυστριακός καγκελάριος Κουρτς ήταν αρνητικός) θα περάσει και το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπει σε λειτουργία μέχρι τον Σεπτέμβριο.

Όπως εξηγούσαν από το Μαξίμου περιμένουν να δουν ποια θα είναι τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση. Αν τα κριτήρια που θα επικρατήσουν θα είναι το ύψος της ανεργίας, η έκθεση της χώρας στην παροχή υπηρεσιών (δηλαδή, στην εστίαση και στον τουρισμό που αναμένεται να πληγούν περισσότερο), αλλά και η έκταση της ύφεσης, τότε το ποσό που θα αναλογεί στη χώρα θα είναι σημαντικό.

Ουδείς προς το παρόν διακινδυνεύει ασφαλή πρόβλεψη για ποσά, αλλά οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ποσά άνω των 5 δισ. ευρώ. Αυτό που φαίνεται να έχει αποφασιστεί είναι ότι οι υποχρεώσεις που θα αναλάβει η κάθε χώρα δεν θα είναι συνάρτηση του ύψους της βοήθειας, αλλά και της συμμετοχής στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Δηλαδή, οι πιο αδύναμες χώρες –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα–  μπορούν να βγουν σαφώς κερδισμένες.

Για το πού θα κατευθυνθούν τα χρήματα και ποιοι θα είναι όροι, οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν και αναμένεται να διαρκέσουν πολλές εβδομάδες. Φαίνεται όμως ότι ο στόχος είναι η τόνωση των επενδύσεων, κάτι που προκύπτει και από το κοινό ανακοινωθέν Βερολίνου και Παρισιού.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: