Βιβλίο ξεμπροστιάζει τα συνειδητά ψεύδη του πρώην πρωθυπουργού για τη συμφωνία που εξέθρεψε τις φιλοδοξίες των Τούρκων – Ο βρόμικος ρόλος των ΗΠΑ που «έστησαν» το deal

Την ώρα που η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί και μετά την υπογραφή του παράνομου συμφώνου με τη Λιβύη κλιμακώνει συνεχώς τις απειλές της σε βάρος της χώρας μας, ένα βιβλίο-ντοκουμέντο έρχεται να φωτίσει τα παρασκήνια και τις ενδοτικές υποχωρήσεις που από το 1997 οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση!

Δύο κορυφαίοι δημοσιογράφοι, βετεράνοι του διπλωματικού ρεπορτάζ -ο Μιχάλης Ιγνατίου και ο Νίκος Μελέτης-, στις 412 σελίδες του βιβλίου τους «Η συμφωνία που ‘γκρίζαρε’ το Αιγαίο», ξετινάζουν κυριολεκτικά την περίφημη Συμφωνία της Μαδρίτης με την οποία ως πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης έδωσε συνέχεια στην προδοσία των Ιμίων και νομιμοποίησε τις παράνομες τουρκικές αξιώσεις.

Οπως επισημαίνουν από την αρχή οι συγγραφείς, επέλεξαν να αφήσουν «τα γραπτά κείμενα να ‘μιλήσουν’, να συμβάλουν στην αναπαράσταση της πορείας από το επεισόδιο των Ιμίων, που οδήγησε -κατόπιν αμερικανικού σχεδίου- στη Συμφωνία της Μαδρίτης». Και πράγματι το βιβλίο στηρίζεται σε επίσημα έγγραφα και τηλεγραφήματα, τα οποία απέκτησαν με «νόμιμα μέσα», κάνοντας χρήση του «Νόμου για την Ελευθερία στην Πληροφόρηση (Freedom of Information ActFOIA)» που ισχύει στις ΗΠΑ.

Από τα έγγραφα αυτά προκύπτουν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, μαρτυρίες και αφηγήσεις, από τις οποίες τεκμηριώνεται -χωρίς καμιά αμφισβήτηση- ότι η Συμφωνία της Μαδρίτης σχεδιάστηκε επί μακρόν από τους Αμερικανούς για να ικανοποιηθούν στην πραγματικότητα οι απαιτήσεις της Τουρκίας στο όνομα της δήθεν «αμοιβαίας συνεργασίας».

Αποκαλύπτονται επίσης τα συνειδητά ψεύδη του Κ. Σημίτη που, με υπουργό Εξωτερικών τον Θ. Πάγκαλο, είχε αποδεχθεί πρόθυμα και δίχως αντιρρήσεις τις αμερικανοτουρκικές μεθοδεύσεις, επιχειρώντας στη συνέχεια οι δυο τους να εξωραΐσουν τη συμφωνία και -χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις διαπλοκής στα μέσα ενημέρωσης- να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και την τότε αντιπολίτευση.

Από τα ντοκουμέντα που φέρνει στο φως το βιβλίο (εκδόσεις Πεδίο) και πολλά από τα οποία παρατίθενται σε πλήρη μορφή, δεν μένει καμία αμφιβολία ότι ύστερα από τα γεγονότα των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 η Συμφωνία της Μαδρίτης αποτελεί ακόμη ένα εθνικό όνειδος. Αποτελεί τη δεύτερη αφετηρία που επέτρεψε στην Τουρκία «να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να οργανώσει ένα διαφορετικό μοντέλο δομής εξουσίας, να βελτιώσει την εικόνα της και να εμπεδωθεί ως περιφερειακή δύναμη ανατρέποντας συγχρόνως την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε στο Αιγαίο ύστερα από μια μακρά περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση, όπου υπήρχε ελληνική υπεροπλία».

Το βιβλίο γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο λόγω των γεγονότων που διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες με φόντο το τουρκολιβυκό σύμφωνο και την απειλή για «εισβολή» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Και όπως πολύ παραστατικά συμπεραίνουν οι συγγραφείς, ύστερα από τη «δύσκολη, αλλά συναρπαστική έρευνά» τους η Συμφωνία της Μαδρίτης «ήταν μια κακή συμφωνία, υπαγορεύθηκε υπό την πίεση και την απειλή πολέμου, έγινε αποδεκτή από λάθος υπολογισμούς και με προφανή κίνητρα. Ιδεοληπτικές και βολονταριστικές προσεγγίσεις των ελληνοτουρκικών, με την προσδοκία ανταμοιβής από εταίρους και συμμάχους για κινήσεις όπως αυτή της Μαδρίτης, εγκλώβιζαν την Ελλάδα σε όλο πιο βαθύ αδιέξοδο.Και καθώς κάθε συμφωνία κρίνεται από τα αποτελέσματά της, 23 χρόνια μετά η Συμφωνία της Μαδρίτης συνέβαλε στην εμπέδωση των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας, εγκλώβισε την Ελλάδα στην πρακτική αποδοχή του casus belli, προσφέροντας σταδιακά την ευκαιρία στην Τουρκία να αναπτύξει όλο το φάσμα των διεκδικήσεών της και να βάλει ανενόχλητη σε εφαρμογή το σχέδιο της ‘Γαλάζιας Πατρίδας’. Και τελικώς αποτέλεσε τη θεσμική μορφή επισημοποίησης και επιβολής του τουρκικού casus belli στην Ελλάδα, που μέχρι και σήμερα δεν άσκησε τα κυριαρχικά δικαιώματά της στο Ιόνιο, στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Μια συμφωνία που ευθύνεται σημαντικά για το ‘γκριζάρισμα’ του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου που επιχειρεί η Τουρκία».

Η μεθόδευση της συμφωνίας φαίνεται από τα τηλεγραφήματα με βάση τα οποία οι Αμερικανοί δηλώνουν ότι επιθυμούν να «προμαγειρέψουν» το κείμενο στις αρχές Ιουλίου του 1997 πριν φτάσουν οι δύο αντιπροσωπίες, ελληνική και τουρκική, στην ισπανική πρωτεύουσα.

«Μια διμερής συνάντηση Σημίτη – Ντεμιρέλ θα ήταν θετική από μόνη της και θα βελτιώσει τις πιθανότητες διαρκούς τουρκικής συνεργασίας. (Ακολουθεί λογοκριμένο κείμενο.) Η πρεσβεία στην Αθήνα θα γνωρίζει καλύτερα τι θα φέρει η ελληνική εσωτερική πολιτική κίνηση. (Ακολουθεί λογοκριμένο κείμενο.) Ελπίζω να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστον την προοπτική μιας σύντομης διμερούς συνάντησης του Αμερικανού προέδρου με κάθε πλευρά – ή/και ενδεχομένως μιας σύντομης τριμερούς επαφής των προέδρων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω τα κίνητρα που ενεργοποιούνται και στις δύο πλευρές» έγραφε από την Αγκυρα ο Αμερικανός διπλωμάτης Ρικιαρντόνε. Το τηλεγράφημα είχε τον αποκαλυπτικό τίτλο «Ο σύμβουλος του Τούρκου προέδρου ενημερώθηκε για τη σχεδιαζόμενη πρωτοβουλία της Μαδρίτης για το Αιγαίο· ζητεί από τις ΗΠΑ να παροτρύνουν διμερή συνάντηση Σημίτη – Ντεμιρέλ».

Οι Αμερικανοί δεν άφησαν περιθώρια στην Ελλάδα για διαπραγμάτευση του κειμένου- Οι υπογραφές χωρίς κάμερες και η αμήχανη χειραψία με τον Ντεμιρέλ

Οπως επισημαίνεται στο βιβλίο, η αμερικανική διπλωματία δεν άφηνε τίποτε στην τύχη. Εχοντας καταστρώσει το «σχέδιο αρχών», δεν άφηνε πολλά περιθώρια για διαπραγμάτευση του κειμένου το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για την κοινή δήλωση στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας περί Συμφώνου Μη Επίθεσης που η Μαντλίν Ολμπράιτ ήθελε να προωθήσει στην κοινή συνάντηση με τους ομολόγους της από την Ελλάδα και την Τουρκία.

Από τα τηλεγραφήματα του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Νάιλς για τις συναντήσεις με τον Θ. Πάγκαλο και τον υφυπουργό Γ. Κρανιδιώτη προκύπτει ότι η Αθήνα δεν δείχνει να εκπλήσσεται από την αμερικανική πρωτοβουλία, παρότι ακόμη δεν γνωρίζει ούτε την αντίδραση της Τουρκίας ούτε ποια θα είναι η τελική μορφή του «προμαγειρεμένου» κειμένου. Εχοντας αποδεχθεί ουσιαστικά τη μεσολαβητική προσπάθεια της Μαντλίν Ολμπράιτ, η οποία θα εκδηλωνόταν μάλιστα παρουσία και του Αμερικανού προέδρου και της ηγεσίας των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, δεν θα είχε πολλά περιθώρια υπαναχώρησης.

Η κυβέρνηση Σημίτη ωστόσο λέει ψέματα. Στις 6 Ιουλίου το ΑΠΕ σε τηλεγράφημά του ενημερώνει την κοινή γνώμη ότι στη Μαδρίτη τον Κώστα Σημίτη θα συνοδεύουν ο υπουργός Τύπου Δημήτρης Ρέππας και ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννος Κρανιδιώτης. Το πρακτορείο προσθέτει ότι «δεν υπάρχει προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ των κυρίων Σημίτη και Ντεμιρέλ», επικαλείται όμως δηλώσεις «κυβερνητικών πηγών» ότι, εάν υπάρξει συνάντηση, θα είναι απλώς «κοινωνικού χαρακτήρα». Καμία αναφορά, φυσικά, στην προεργασία που έχει υπάρξει και στο έντονο διπλωματικό παρασκήνιο των τελευταίων ημερών για τη διαμόρφωση κειμένου κοινής δήλωσης, που θα αποτελούσε ένα κορυφαίο βήμα στα ελληνοτουρκικά.

Οι διαρροές άρχισαν υποχρεωτικά την επομένη, με τον Δ. Ρέππα να λέει πια ότι «οι Αμερικανοί έδειξαν ενδιαφέρον να προσφέρουν τις καλές υπηρεσίες τους, εφόσον υπάρχει ενδιαφέρον για συνάντηση εκπροσώπων των δύο χωρών». Από την πρώτη στιγμή που έφτασε στη Μαδρίτη η ελληνική αποστολή, είχε ξεκινήσει ένα οργιώδες παρασκήνιο συναντήσεων και διαπραγματεύσεων, όπου κρίσιμο ρόλο διαδραμάτιζε ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζον Κόρνμπλουμ. Ο Κώστας Σημίτης και ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ είχαν μια πρώτη συνάντηση στο δείπνο που παρέθεσε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα προς τιμήν των ηγετών, συνάντηση όμως που η ελληνική πλευρά υποβάθμιζε ως «σύντομη και κοινωνικού χαρακτήρα».

Οι εκ του σύνεγγυς αλλά και απευθείας ορισμένες φορές διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν σχετικά σύντομα, καθώς η προεργασία είχε γίνει παρασκηνιακά τις προηγούμενες ημέρες. Το μεσημέρι δόθηκε το πράσινο φως για την πραγματοποίηση της συνάντησης του Θεόδωρου Πάγκαλου με τον Ισμαήλ Τζεμ, ώστε να δοθεί η τελική έγκρισή τους στο κείμενο. Ολα ήταν πια έτοιμα. Στις 18.00 η συμφωνία είχε οριστικοποιηθεί. Η Μαντλίν Ολμπράιτ και ο Τζον Κόρνμπλουμ παρέμειναν σε γειτονική αίθουσα, ενώ οι Πάγκαλος και Τζεμ, υπό τα βλέμματα των Σημίτη, Ντεμιρέλ, Κρανιδιώτη και Οϊμέν, υπέγραψαν τη συμφωνία.

Για μια τόσο σημαντική συμφωνία, όπως τη χαρακτήριζαν οι πρωταγωνιστές της, ήταν εντυπωσιακό ότι δεν θέλησαν να υπάρξει ούτε τηλεοπτική κάμερα ούτε φωτογραφική μηχανή για να καταγράψει τη στιγμή της υπογραφής της. Κι έτσι, το μόνο που υπήρξε ήταν μια αμήχανη χειραψία Σημίτη – Ντεμιρέλ έξω από την αίθουσα, με μόνους τον Ονούρ Οϊμέν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο να διακρίνονται στο πλάνο. Επίσης η συμφωνία δημοσιοποιήθηκε με δελτίο Τύπου του αναπληρωτή εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέιμς Φόλεϊ, κάτι που ουσιαστικά σφράγιζε τον χαρακτήρα της συμφωνίας που επετεύχθη με… εγγυητή τις ΗΠΑ.

Ακολούθως οι δύο πρωταγωνιστές Κώστας Σημίτης και Θεόδωρος Πάγκαλος ανέλαβαν το δύσκολο έργο του εξωραϊσμού της συμφωνίας και της προβολής των «θετικών» πτυχών της, ώστε να προκαταλάβουν αντιδράσεις στην Αθήνα. Η αγωνία του Ελληνα πρωθυπουργού ήταν να στείλει το μήνυμα ότι η Συμφωνία της Μαδρίτης έγινε απλώς και μόνο για να προστατεύσει τα ελληνικά συμφέροντα και να «αφοπλίσει» το casus belli της Τουρκίας. Ο κ. Σημίτης όμως, αν και δεν μπορεί να αποκρύψει την αμερικανική παρέμβαση και μεσολάβηση, απέφυγε να πει όλη την αλήθεια. Απέδωσε τη συνάντηση και τη συμφωνία σε μια «πρωτοβουλία που εκδηλώθηκε αργά χθες το βράδυ», ενώ, όπως αποκαλύπτεται και από τα αμερικανικά έγγραφα, οι διαπραγματεύσεις επί του κειμένου της συμφωνίας είχαν αρχίσει πολλές ημέρες πριν, ενώ το όλο σκηνικό ήταν αποτέλεσμα εντατικών, επί μήνες, διπλωματικών προσπαθειών της αμερικανικής πλευράς.

Μόνο συμβολική σημασία είχε η αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο

Στα θετικά σημεία, για τον Ελληνα πρωθυπουργό, ήταν η αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο και στις διεθνείς συνθήκες, αλλά, φυσικά, αυτή η αναφορά είχε κυρίως συμβολική σημασία, καθώς η Τουρκία επιχειρούσε και στα Ιμια και στο θέμα των γκρίζων ζωνών και στο θέμα των 12 ν.μ. να στηρίξει τις διεκδικήσεις της στην ερμηνεία που η ίδια έδινε αυθαίρετα στο Διεθνές Δίκαιο και στις διεθνείς συνθήκες, από το οποίο εξαιρούσε τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, της οποίας εξάλλου δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος. Οσο για την απειλή χρήσης βίας και το επιχείρημα του κ. Σημίτη ότι πλέον με τη Συμφωνία της Μαδρίτης αίρεται το casus belli, αποδείχθηκε σύντομα (και μέχρι τις μέρες μας) πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η προσέγγιση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν η ίδια η συμφωνία ταυτόχρονα προέβλεπε την αποφυγή «μονομερών ενεργειών» που για την Ελλάδα αναφέρονταν κυρίως στην αποφυγή κάθε ενέργειας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., σε πρωτοβουλίες για άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδαανακήρυξη της ΑΟΖ, αλλά και σε αυτήν ακόμη την αξιοποίηση νησιών και βραχονησίδων που η Τουρκία θεωρούσε αμφισβητουμένης κυριαρχίας. Για να δικαιολογήσει πάντως αυτό το λεπτό σημείο, ο Κώστας Σημίτης έκανε τότε μια μονομερή, εντελώς αυθαίρετη ερμηνεία του όρου «μονομερείς ενέργειες», θεωρώντας ότι αφορά «τα γεγονότα του Ιανουαρίου 1996, που λίγο έλειψε να προκαλέσουν σύγκρουση». Προφανώς μόνον ο ίδιος πίστευε, ή πάντως υποστήριζε, ότι η αναφορά σε «μονομερείς ενέργειες» αφορούσε την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των Ιμίων και ήταν κίνηση… αυτοκριτικής των Τούρκων…

Η αυτοδιάψευσή του οκτώ χρόνια μετά το «έγκλημα»

Οκτώ χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Μαδρίτης, στο βιβλίο του με τίτλο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα», 670 σελίδων, ο κ. Σημίτης αφιέρωσε μισή σελίδα και μόλις 131 λέξεις για να δώσει τη δική του εκδοχή για τη Συμφωνία της Μαδρίτης. Το βασικό του συμπέρασμα ήταν τέτοιες δηλώσεις όπως της Μαδρίτης «ήταν χρήσιμες, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έλυναν το πρόβλημα». Ωστόσο στο βιβλίο διαψεύδει τον εαυτό του, τουλάχιστον όσα δήλωνε αμέσως μετά την υπογραφή της Δήλωσης της Μαδρίτης. Τότε, κάθε άλλο παρά έδινε την εντύπωση ότι το κείμενο αυτό αποτελεί μια διαδικασία η οποία «σε καμιά περίπτωση δεν θα έλυνε το πρόβλημα». Άλλα έλεγε το 1997, όταν είχε υπογράψει τη συμφωνία και τη συνέκρινε με ένα Σύμφωνο Φιλίας και Μη Επίθεσης, με μια κίνηση που εξουδετέρωνε το casus belli. Ύστερα από μερικά χρόνια προσπαθούσε να εξηγήσει ότι δεν πίστεψε στη Μαδρίτη, αλλά ότι απλώς το έκανε για να κερδίσει χρόνο και τις εντυπώσεις. Η διαφορά πλέον ήταν όμως ότι -όπως επισημαίνουν και οι συγγραφείς του βιβλίου- με τη Συμφωνία της Μαδρίτης είχε πλέον «γκριζαριστεί» το Αιγαίο…

Τα έγγραφα

Έγγραφα από το βιβλίο που αφορούν την αλληλογραφία της αμερικανικής διπλωματίας και δείχνουν:

1. Τις διεκδικήσεις των βραχονησίδων από τους Τούρκους.
2. Τη συνεννόηση Ουάσινγκτον και Άγκυρας πριν από τη Μαδρίτη.
3. Το πώς αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ τα σχόλια Σημίτη μετά τις υπογραφές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: