Ο “Μεγάλος Περίπατος” του Κ. Μπακογιάννη συγκεντρώνει πια τα βέλη της κριτικής από πολλές πλευρές για το μπάχαλο που έχει δημιουργήσει στο Κέντρο της Αθήνας, ακόμα και από φιλικά προς τον σύστημα Μπακογιάννη Μέσα.

Δεν υπήρχε χειρότερο (και ανεξήγητα βιαστικό) timing, για να γίνει η πεζοδρόμηση ενός από τους πιο σημαντικούς δρόμους του κέντρου.

 

Ακούγοντας, προ καιρού, τον επικεφαλής καθηγητή του ΕΜΠ να παραδέχεται, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον Παύλο Τσίμα, ότι «τρέχουν και δεν φτάνουν» τους τελευταίους μόλις 4-5 μήνες για την ανάπλαση του Μεγάλου Περιπάτου, καταλάβαινες ότι κάποια πράγματα έγιναν απλώς με προχειρότητα. Κι αν ζεις και ζούσες όλη σου τη ζωή στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ήσουν ικανός να διαβλέψεις αμέσως την άγνοια για τη ζωή της πόλης και την απόσταση από τη θεωρία στην πράξη.

Κι αν μερικές παρεμβάσεις, όπως ο αποκλεισμός των οχημάτων από τις οδούς Μητροπόλεως, Αθηνάς και το (εναπομείναν) κομμάτι της Ερμού μοιάζουν λογικές, γιατί θα ανακουφίσουν αυτό το καθημερινό κομφούζιο στο Μοναστηράκι και τη διοχέτευση του μέσω Ψυρρή και πλατείας Κουμουνδούρου, η πεζοδρόμηση της Ηρώδου Αττικού και μερικώς της Πανεπιστημίου φαίνονταν εξαρχής αψυχολόγητες και εύκολες προσπάθειες εντυπωσιασμού. Όλοι μαζί δεν χειροκροτήσαμε την απόδοση της πρώτης στην κυκλοφορία από την παρούσα κυβέρνηση και την κατάργηση του αποκλεισμού της από λεωφορεία των ΜΑΤ;

Για όποιον γνωρίζει τη διαβίωση στο κέντρο της Αθήνας (δεν θα έπρεπε να είναι προϋπόθεση για όποιον επιχειρεί την μεταβολή της, με οποιονδήποτε τρόπο;) όλες σχεδόν οι απόπειρες ανάπλασης τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, γιατί οι σχεδιαστές τους δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την ασυνέχεια και την αδυναμία της Πολιτείας να συντηρήσει και να αστυνομεύσει αυτά που φτιάχνει, με καλή ίσως πρόθεση.

Ακόμα και οι επιτυχημένες πεζοδρομήσεις της Απόστολου Παύλου, της Ερμού ή του ιστορικού τριγώνου υποφέρουν από τη μόνιμη παραβίαση του χαρακτήρα τους, από κάθε είδους οχήματα και δραστηριότητες. Διαρκής ο καβγάς με οδηγούς τετράτροχων και δίκυκλων, που δεν πτοούνται από απαγορεύσεις. Το βασικότερο πρόβλημα που θα είχε η μελέτη του Ιδρύματος Ωνάση για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου (που ευτυχώς απορρίφθηκε ως διακοσμητική), ήταν ότι θα χώριζε την πόλη στη μέση, σε «πάνω» και «κάτω», όπου η κάτω βεβαίως θα συγκέντρωνε όλη την εξαθλίωση. 

Το πρώτο λοιπόν τεράστιο πρόβλημα της δημιουργίας τόσο εκτεταμένων πεζόδρομων είναι ότι εύκολα παραδίδονται στην ανασφάλεια και στην υποβάθμιση, όταν η αστυνόμευση και η πρόνοια είναι τόσο ανεπαρκείς. Πάσης φύσεως αναξιοπαθούντες, άστεγοι, μετανάστες και χρήστες ναρκωτικών γίνονται το μόνιμο ντεκόρ μιας πόλης που δυσλειτουργεί εμφανώς (για να μη μιλήσουμε για εγκληματικότητα, όταν π.χ. δεν μπορείς να παρκάρεις στο δρόμο το ΙΧ σου, αν δεν είναι παλιό). Η επέκταση τους, όπου τους δίνεται άφθονος χώρος, χωρίς κίνηση και δραστηριότητα, είναι ραγδαία.

Όταν κάθε 20΄ ένας άνθρωπος αδειάζει τον παρακείμενο κάδο σκουπιδιών, για να βρει να φάει, ή όταν κάθε ανοιχτός χώρος και πλατεία μυρίζει, γιατί όλοι αυτοί (και διάφοροι εποχούμενοι, όπως οι ταξιτζήδες) τον χρησιμοποιούν ως τουαλέτα, τότε καταλαβαίνετε πόσο περίπατο πάνε τα ειδυλλιακά σχέδια με τα δεντράκια και τους πολίτες να σουλατσάρουν αμέριμνοι. Αυτό είναι πρόβλημα που υπερβαίνει τα σχέδια μιας ομάδας μηχανικών ή την έλλειψη παιδείας μας: Συμπεριλαμβάνει το μεταναστευτικό, την οικονομία, την ανύπαρκτη κοινωνική πρόνοια και όλο το πλέγμα των προβλημάτων που συνδέονται με την καρδιά της πόλης, που θα έπρεπε να είναι η βιτρίνα της Ελλάδας, όχι μόνον της Αθήνας.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι η αδυναμία κατανόησης της καθημερινότητας εργαζομένων, επισκεπτών και κυρίως κατοίκων του κέντρου της Αθήνας. Πολλοί συγκοινωνιολόγοι αρέσκονται στον στραγγαλισμό των οδικών αξόνων, ζώντας σε έναν ιδεατό κόσμο με τέλεια προσβασιμότητα με ΜΜΜ και άλλον οδηγικό πληθυσμό (αφήστε που στις πρωτεύουσες όπου κλείνει το κέντρο, υπάρχουν γύρω-γύρω τεράστιοι άξονες).

Η αντίληψη ότι ξαφνικά, χωρίς άλλες υποδομές και εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων και αξιόπιστων/καθαρών ΜΜΜ (για να μη μιλήσουμε για άλλη οδηγική παιδεία), το κέντρο της πόλης μπορεί να γίνει Άμστερνταμ, προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία. Ούτε τρεις ποδηλάτες δεν θα περνάνε την ώρα, στις δυο λωρίδες της Πανεπιστημίου, μέσα στο λιοπύρι και το καυσαέριο. Και ποιος θέλει να περπατήσει από την Ιπποκράτους ως το (ωραίο ομολογουμένως) συντριβάνι της Ομόνοιας, για βόλτα; Κανένα κέρδος…

Όταν η κάθοδος από τη Μητροπόλεως ή την Καραγεώργη Σερβίας γίνεται αδύνατη, οι επιλογές λιγοστεύουν δραματικά. Η Πανεπιστημίου αποτελεί, μαζί με τις ήδη επιβαρυμένες Αλεξάνδρας και Εθνική οδό, τους μόνους αγωγούς της κίνησης προς το κάτω κέντρο της πόλης και είναι ο μοναδικός άξονας που διασχίζει την πόλη κατεβαίνοντας, σε αντίθεση με τις Ακαδημίας και Σταδίου, που ανεβαίνουν. Και στην Πανεπιστημίου, αλλά και στη Σταδίου έχουν γίνει ήδη διάφορες αστοχίες, με το κλείσιμο της Σίνα και το μποτιλιάρισμα στις λίγες διεξόδους/ανόδους που έχουν απομείνει, όπως η Χαριλάου Τρικούπη και η Αμερικής. Όταν επιβαρύνεις έτι περαιτέρω τους γύρω δρόμους είναι σίγουρο ότι θα έχεις ασφυξία άνευ λόγου, που σίγουρα δεν μπορεί να λύσει η επιστράτευση της Τροχαίας (εδώ δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ότι δεν θα παρκάρουν οι διάφοροι προμηθευτές με τα βαν τους, στην Ομόνοια, προκαλώντας «λαιμό μπουκαλιού» στην έξοδο της Πειραιώς ή το αδιανόητο παρκάρισμα στην αριστερή λωρίδα)!

Η Πανεπιστημίου επίσης είναι η μόνη δίοδος που έχουν όσοι έρχονται από τα νότια προάστια, για να κινηθούν προς την Ομόνοια και την Καβάλας. Όταν την περιορίζεις, για λόγους εντυπωσιασμού, παρότι έχει τα φαρδύτερα πεζοδρόμια σε ολόκληρο το κέντρο, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσεις άκρως ρυπογόνο έμφραγμα, που φτάνει ως τη Συγγρού. Elementary, Watson. Το επιχείρημα των συγκοινωνιολόγων ότι το κομφούζιο θα αποθαρρύνει τους οδηγούς από το να πάρουν το ΙΧ τους προϋποθέτει εκτεταμένο δίκτυο ΜΜΜ σταθερής τροχιάς (που δεν υπάρχει στα νότια, πλην Βουλιαγμένης και αργόσυρτου τραμ) και τουλάχιστον μια πενταετία για να αγοραστούν και εξοπλιστούν πολλά πεντακάθαρα, μη ρυπογόνα και αξιόπιστα λεωφορεία, καθώς ο στόλος είναι σε άθλια κατάσταση, μετά και τη δεκαετή κρίση.

Κι ερχόμαστε στο τρίτο, πιο ουσιώδες από όλα, τεράστιο πρόβλημα που συνδέεται με τον Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας: Είναι δυνατόν, σε εποχή πανδημίας, να ενθαρρύνεται η χρήση ΜΜΜ έναντι του ΙΧ, όταν οι επιστήμονες επιδημιολόγοι (που έχουν αποδείξει πόσο αξιόπιστα κινήθηκαν) έχουν δώσει σαφείς οδηγίες, για το αντίθετο; Είναι δυνατόν οι συγκοινωνιολόγοι μηχανικοί να πηγαίνουν κόντρα στη διαπιστωμένη αξιοπιστία της επιστήμης, μιλώντας ωσάν να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος από την (πλημμελή) χρήση των ΜΜΜ που κάνουμε, με μεγάλο μέρος των επιβατών χωρίς μάσκες και ελάχιστους ελέγχους και πρόστιμα, αν και πολλές φορές οι επιβάτες στα λεωφορεία είναι σαν τις σαρδέλες; Είναι δυνατόν να καταργήθηκε μέχρι το φθινόπωρο ο δακτύλιος, για να διευκολυνθεί η χρήση ΙΧ – και να έρχεται ο Μεγάλος Περίπατος να λειτουργήσει αντίθετα;

Για όσους βλέπουν ότι οι αναπλάσεις είναι μόνιμες, ενώ η πανδημία παροδική, η απάντηση είναι ότι δεν υπήρχε χειρότερο (και ανεξήγητα βιαστικό) timing, για να γίνει η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου. Κι οτι όλη αυτή η κουβέντα θα έπρεπε να γίνει χωρίς πρόχειρο σχεδιασμό, αφού απομακρυνθεί τελείως ο κίνδυνος, σε ένα-δύο χρόνια, αν είναι τόσα. Ούτε κάθε αλλαγή αποτελεί μεταρρύθμιση, αν είναι κακοσχεδιασμένη και αιθεροβάμων.

Επιπλέον, θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η διαβίωση των ελάχιστων οικογενειών που έχουν απομείνει, στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Καθώς το Airbnb και τα πολλά ξενοδοχεία διώχνουν την κατοικία (είναι όμως και τα μόνα, αντί να το κάνει η Πολιτεία, που διώχνουν και την υποβάθμιση/εξαθλίωση), θα έπρεπε κάποιος από αυτούς τους συναδέλφους μηχανικούς να εξηγήσει πώς μεταφέρεις τα παιδιά και τα συμπράγκαλα τους, δήθεν με ποδήλατα και άθλια (πλην μετρό) ΜΜΜ, σε μια καθημερινότητα, που κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, όταν την κάνεις κόλαση για το ΙΧ, με το έμφραγμα στην μόνη λεωφόρο πρόσβασης, που είναι η Πανεπιστημίου. Και να έρθεις μετά να εξηγήσεις επίσης, γιατί στην περιοχή έγινε ένα gentrification, που υποτίθεται οτι δεν ήθελες.

Προσωπικά πάντως, όταν αναγκαστώ να φύγω, μετά από δεκαετίες διαβίωσης στο κέντρο της πόλης (και αν φυσικά ερωτηθώ από τον Δήμαρχο, που υποτίθεται ότι φροντίζει τη ζωή των κατοίκων), θα απαντήσω ότι μου ζητήθηκε να ζήσω μια ανεφάρμοστη ζωή, γεμάτη ταλαιπωρία.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: