Στὶς κηδεῖες ποὺ ψάλλεται ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία στὸν ἱερὸ ναό, στιχολογοῦνται ἀπὸ τὸν «Ἄμωμο», τὸν γνωστὸ 118ο Ψαλμό, κάποιοι στίχοι, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων λέγει:
«Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον Σου» καὶ εὐθὺς ἀκολουθεῖ τὸ ἐφύμνιο «Ἀλληλούϊα», τὸ ὁποῖο θὰ πεῖ· αἰνεῖτε τὸ Θεό. Ἀλλὰ γιὰ τὸν πολὺ κόσμο, ποὺ δὲν γνωρίζει τὰ πνευματικά, μεταφορικά σημαίνει τὸ τέλος τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρώπου.
Ἂν ὁ προφήτης, μολονότι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὑπόκειτο στὸ κράτος τῆς ἀθυμίας, ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος, κι ἐμεῖς διακατεχόμεθα ἀπ’ αὐτὴ τὴν λύπη, γιατὶ σύμφωνα μὲ τὸν μέγα τῆς Καισαρείας διδάσκαλο, τὸν ἅγιο Βασίλειο, «ὑπολογίζεται περισσότερο ἡ προσωπικὴ βλάβη ἀπὸ τὸν κοινὸ καὶ γενικὸ πόλεμο. “Τοῦ γὰρ κοινοῦ καὶ δημοσίου πολέμου πλεῖόν ἐστι τὸ ἴδιον δυσμενές”1, ἡ ἐπικράτησις ἐπὶ τῶν ἀντιπάλων εἶναι ὁ στόχος κι ὄχι τὸ κοινὸ καλό. Καὶ προτιμᾶται ἡ ἄμεσος ἱκανοποίησις τοῦ ἐγωϊσμοῦ, “τὸ παραυτίκα τῆς φιλοτιμίας τερπνόν” ἀπὸ ”τῶν εἰς ὕστερον ἀποκειμένων μισθῶν”»2.
Μὴ τυχὸν καὶ χάσουμε, λοιπόν, τὸ προσωπικόν μας κύρος, φτάνει μόνο νὰ ἀνατρέψουμε τὴν γνώμη τοῦ κόσμου γιὰ τὸ τί θὰ πεῖ γιὰ ἐμᾶς. Καὶ εἶναι νὰ κλαῖς, ὅπως σὲ κηδεία γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ οἱ ψυχὲς αὐτῶν ποὺ θεωροῦν ἔτσι τὰ πράγματα. Σκεφτόμαστε ὅμως κι ἐνεργοῦμε ἔτσι, γιατὶ δὲν εἴμαστε μέτοχοι τῶν φοβουμένων καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς Ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Διότι, ἂν εἴχαμε, ἔστω καὶ λίγο φόβο Θεοῦ θὰ κρίναμε πνευματικῶς τὰ πράγματα καὶ θὰ ἀψηφούσαμε τὸ κύρος τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ ὡς γκουρού θέλουν κάποιοι νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε, χωρὶς νὰ σκεπτόμαστε στοιχειωδῶς.
Ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ, «χτυπημένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς πολυμάθειας, ὁ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, τὰ ἔχει ὑποτάξει ὅλα στὸ λογικό του καὶ ἔχει εἰδωλοποιήσει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, στὸν ὁποῖο πραγματοποίησε τὰ λόγια τοῦ σατανᾶ, “θὰ γίνετε σὰν θεοί…”. Ἡ αὐτοαποκαλούμενη σοφία εἶναι αὐταπάτη, εἶναι δαιμονικὴ πλάνη, εἶναι γνώση ψευδώνυμη καὶ δημιουργεῖ σφαλερὴ σχέση τοῦ δῆθεν σοφοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει».
Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν ποὺ μᾶς περιβάλλουν, ὁρισμένες φορές, καθίστανται οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι, διότι κολακεύουν τὸν ἐγωϊσμό μας. Τί μᾶς συνιστᾶ, ὅμως, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός; «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε». Ἐσεῖς, λέγει ὁ Κύριος, νὰ μὴν κληθεῖτε, νὰ μὴ δεχθεῖτε δηλαδή, νὰ σᾶς ὀνομάσουν διδασκάλους, διότι ἕνας καὶ μόνον εἶναι ὁ διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός· ἐνῶ ὅλοι ἐσεῖς εἶστε ἀδελφοί.
Πόσο ἀγνοοῦμε αὐτό, τὸ «πάντες δὲ ἡμεῖς ἀδελφοί ἐστέ»; Γι’ αὐτό, κι ὅταν βρεθοῦμε σὲ συζήτηση, ὅπως ἐν προκειμένῳ μὲ τὸν π. Θεόδωρο Ζήση καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, καθὼς καὶ τοὺς Ἁγιορεῖτες, θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ καθηγητής. Μάλιστα! Κι ἂν ὁ καθηγητὴς ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἀσυνείδητα, κάνει λάθος, παρερμηνεύοντας Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι Πατρολόγος κι ὄχι Κανονολόγος, τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι μαζὶ σύρονται πίσω ἀπὸ τὴν πλάνη, ἀφοῦ γκουρουϊστικῷ τῷ τρόπῳ, παραδίδονται στὰ θελήματά του χωρὶς νὰ συλλογίζονται καὶ νὰ ἐξετάζουν τὸ δέον σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔτσι λοιπόν ἔγινε στὴ Σύναξη ποὺ βρεθήκαμε σχεδὸν μία βδομάδα νωρίτερα, νὰ συζητήσουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα στὸ Ὡραιόκαστρο, «ντὲ καὶ καλὰ» ἔπρεπε νὰ βαπτίσουμε δυνητικὸ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουν καὶ θράσος οἱ Ἁγιορεῖτες, διότι πολὺ ἁπλὰ δὲν συμφωνοῦσαν μαζί του. Δίκαιο εἶχαν καὶ δὲν δέχτηκαν ὅσα προηγήθηκαν στὴ Σύναξη· διότι ἐκεῖ, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς Οἰκονομίας νὰ δεχθοῦμε σὲ κοινωνία ἀκόμη καὶ ὅσους μνημονεύουν τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη, ἔγινε μὲν συνεννόηση νὰ δεχθοῦμε τὴν πρόταση νὰ κοινωνοῦμε μὲ αὐτούς, ποὺ ἀκόμη δὲν διέκοψαν τὴν ἐκκλησιαστική τους κοινωνία μὲ τὸν Πατριάρχη, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ συνεργαστοῦμε μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὁποία -ὡς γνωστόν- δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Κολυμπάρια Σύνοδο.
Αὐτό, φαινομενικὰ καθίστατο εὔλογο· στὴν πραγματικότητα ὅμως ἔθετε σὲ κίνδυνο ὅλον μας τὸν ἀγώνα, καθὼς θὰ τὸν τορπίλιζε μιὰ διφορούμενη ἀντιμετώπιση· ἀπὸ τὴν μιὰ κόψαμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς μητροπολίτες μας, ποὺ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ μνημονεύαμε ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης μνημονεύουν τὸν Πατριάρχη.
Προσωπικὰ διετύπωσα στὸ τραπέζι τὶς ἐπιφυλάξεις μου, καὶ ἐπεσήμανα στὴ Σύναξη νὰ τὶς ἐξετάσουν, πρῶτον γιὰ νὰ μὴ γυρίσει μπούμερανγκ ἡ ἐνέργειά μας, δεύτερον γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὸ συνειδητοποιημένο χριστεπώνυμο πλήρωμα καὶ τρίτον ὑπῆρχε κίνδυνος ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση ποὺ θὰ ἔνιωθαν οἱ πιστοί νὰ τραποῦν σὲ παράξενες ἀτραπούς.
Βέβαια, κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ ἐπιχειρήματος ποὺ μᾶς αἰφνιδίασε, δὲν ὑπῆρχε χρόνος νᾶ σκεφτοῦμε καλύτερα τὴν πρόταση, μιᾶς καὶ ὁ π. Θεόδωρος εἶχε μία ἐπιμονή, στὴν ὁποία οἱ ἀντιρρήσεις μας θὰ δημιουργοῦσαν φιλονικία, ἀφοῦ τὸ κλίμα ἦταν ἤδη βεβαρημένο, διότι ὑπῆρξε ἔνταση τὶς προηγούμενες ἡμέρες μὲ τοὺς Ἁγιορεῖτες.
Αὐτὸ ποὺ δὲν γνωρίζουν, ὅσοι δὲν ἦσαν παρόντες στὴν Σύναξη, εἶναι ὅτι προηγήθηκε τῆς Συνάξεως ἐκείνης ἄλλη σύναξη μὲ ἱερεῖς ὁμογνώμονες τοῦ π. Θεοδώρου (ἀποτειχισμένους καὶ μὴ ἀποτειχισμένους) καὶ πάσῃ θυσίᾳ ὁ π. Θεόδωρος και οἱ σύν αὐτῷ πάσχιζαν νά περάσουν τὴν θέση τους, ἀφοῦ ἔγινε προσυνεννόηση -πρὶν τὴν συνάντηση μὲ τοὺς Ἁγιορεῖτες- γιὰ τὸ πῶς θὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν. Νὰ τεθεῖ ἐκ νέου αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα μὲ τὸ ψευτοδίλημμα νὰ χάσουμε τὴν συνεργασία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας.
Καὶ γι’ αὐτό, ἐνῶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες -κι ἐγὼ προσωπικῶς- δὲν ἀναπαυόταν μὲ ὅσα ἔλεγε ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, δεχτήκαμε πρὸς στιγμήν -λάθος μας- ἐκφράζοντας τονίζω, τὶς ἐπιφυλάξεις μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν δημιουργηθεῖ ἔνταση. Ἤδη προηγήθηκε ἡ προηγούμενη μεταξὺ π. Θεοδώρου καὶ Ἁγιορειτῶν ἔνταση, ἡ ὁποία δὲν θέλαμε νὰ πάρει ἔκταση. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες φέρθηκαν ταπεινὰ καὶ μὲ πολὺ συστολὴ ἀπέναντι στὸν π. Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔρριχνε μπηχτές –δύο-τρεῖς φορές– μιλώντας γιὰ ζηλωτισμό, ἀκρότητες, ἀπειρία κ.λπ., κάτι τὸ ὁποῖο ὡς παρὼν καταθέτω.
Δυστυχῶς, ἤμουν παρών, γιατὶ μὲ παρεκάλεσαν οἱ Ἁγιορεῖτες νὰ παρευρεθῶ στὴ Σύναξη, μολονότι δὲν μὲ εἶχε προσκαλέσει ὁ π. Θεόδωρος. Εἶχε, ὅμως, προσκαλέσει ἄλλους ποὺ διέκοψαν μνημόσυνο, ὄχι ὅμως καὶ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση. Κάλεσε, ἐν τούτοις, ταυτόχρονα κι ἄλλους ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν διακόψει οὔτε τὸ Μνημόσυνο!
Μέσα λοιπόν στὸ σπίτι τοῦ π. Θεοδώρου, καὶ σὲ ἕνα κλίμα, ποὺ δὲν θέλαμε νὰ δημιουργήσουμε ἐντάσεις, ἐκμεταλλεύτηκε τὴν ταπείνωση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ τὴν ὑπακοή τους ἀπέναντι στὸ Γέροντα Γαβριήλ -ποὺ τοὺς συμβούλευσε να συνεργαστοῦν μαζί του- καὶ ἔτσι ἀποδέχτηκαν κάτι τὸ ὁποῖο καθόλου δὲν τοὺς ἀνέπαυε, οὔτε προσωπικὰ καὶ ἐμένα ποὺ βρέθηκα ἐκεῖ (διότι ἐπέμεναν οἱ Ἁγιορεῖτες, ἐνῶ δὲν μὲ εἶχε προσκαλέσει ὁ π. Θεόδωρος, ἔχοντας ὅμως προσκαλέσει τοὺς ἄλλους ποὺ διέκοψαν μνημόσυνο, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα ποὺ δὲν διέκοψαν τὸ μνημόσυνο, προερχόμενα ἀπὸ τὸ κύκλο τῆς Γατζέας).
Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ π. Θεόδωρος θέλει νὰ πατρονάρει τὸν ὅλο ἀγώνα σὲ νεοπατερικὸ πρότυπο καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία μας Παράδοση. Λησμονεῖ ὅτι ἐκεῖ, εἶπε τότε, πώς: «“ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω” δὲν ἰσχύει γιὰ τὴν σχέση τῶν Ἐπισκόπων καὶ τοῦ Πατριάρχη, ἀλλὰ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Πατριάρχη μὲ τὸν Πάπα μόνο». Ἂν ὅμως ἔτσι συμβαίνει, πατέρα Θεόδωρε, γιατί ἐκόψαμε τὸ μνημόσυνο ἀπὸ τοὺς μητροπολίτες μας; Δὲν κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση, καθ’ ἣν στιγμὴ μνημονεύουν τὸν Ἀρχιαιρετικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο;
Λυποῦμαι πολὺ γι’ αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ τότε, καὶ ἔπειτα στὴ συνέντευξή σας. Δυστυχῶς διαλέξατε νὰ μήν συμπορευθεῖτε στὸν ἀγώνα αὐτὸν μαζί μας. Φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν εἴχατε οὔτε διάθεση, οὔτε φρόνημα νὰ ἀγωνιστεῖτε ἐν τῇ πράξει. Προσωπικά, ἂν καὶ πολὺ βοηθήθηκα κοντά σας, δὲν θὰ ἐνστερνισθῶ καὶ τὰ λάθη σας, καθὼς καὶ ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ λέγονται παιδιὰ τοῦ π. Αὐγουστίνου, ἀλλ΄ ὅμως δὲν τὸν ἀκολουθοῦν κατὰ πνεῦμα. Γιατὶ δὲν κατάλαβαν καθόλου τὸν π. Αὐγουστῖνο. Ἂν τὸν καταλάβαιναν θὰ ἐφάρμοζαν τὸ πνεῦμα του κι ὄχι τὸ γράμμα του. Δηλαδή, σχετικὰ μὲ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου θὰ ἔπαιρναν αὐτό, καὶ δὲν θὰ κολλοῦσαν στὸ ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἐνῶ ἔκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη, δὲν ἔκοψε καὶ τὸ μνημόσυνο αὐτῶν ποὺ μνημόνευαν τὸν Πατριάρχη. Τὰ δεδομένα τότε, καὶ τὰ τωρινά, μετὰ τὴν Κολυμπάρια Σύνοδο, δὲν εἶναι τὰ ἴδια.
Ἔπειτα, ἂς ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας, ὁ π. Αὐγουστῖνος, μολονότι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῆς διακοπῆς κοινωνίας ἐνδελεχῶς, ὅπως ὁρισμένοι Ἁγιορεῖτες, ποὺ τοὺς καταδικάζετε, ἐπειδὴ μελετοῦν πάρα πολὺ καὶ ψάχνουν τὰ θέματα ἐπισταμένως. Ἂν σήμερα ζοῦσε ὁ π. Αὐγουστῖνος, δὲν γνωρίζετε ἂν θὰ ἀντιδροῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἢ σὲ συνεννόηση μὲ τοὺς Ἁγιορεῖτες θὰ ἔκοβε παντελῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ὅπως ὀρθὰ ἑρμηνεύεται ὁ Κανόνας, γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσει μὲ τὴν σύγχρονη αὐτὴ αἵρεση, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ νὰ μὴν συνεχίσουμε γιὰ τὸν πνευματικὸ αὐτὸ θάνατο τῶν ἀδελφῶν θὰ ποῦμε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».