Η Ισλανδία, η όμορφη αυτή μικρή χώρα του βορρά, στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, αποτελεί ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα εξόδου από την κρίση με όπλο το εθνικό της νόμισμα, την κρατικοποίηση των τραπεζών και την κήρυξη χρεοκοπίας. Βασικές συνιστώσες για το Ισλανδικό θαύμα ήταν η συσπείρωση του λαού υπό την ηγεσία μιας εμπνευσμένης προοδευτικής κυβέρνησης και η επιμονή για να σπάσουν τα δεσμά με τους δανειστές και να οδηγηθούν στη φυλακή οι υπεύθυνοι για την οικονομική καταστροφή.
Σήμερα η Ισλανδία, με το δικό της νόμισμα,έχει ανακάμψει πλήρως, παρουσιάζοντας ανάπτυξη της τάξης του 2,5% ετησίως, ανεργία κάτω του 5%, ελεγχόμενο πληθωρισμό και σταδιακή ένταξή στις αγορές.
Με πληθυσμό μόλις 320 χιλιάδες κατοίκους, η Ισλανδία ήταν ήταν μια αρκετά πλούσια χώρα, αλλά υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Η κατάσταση της τότε, ήταν χειρότερη και από αυτήν της Ελλάδας.
Το 2003, το νεοφιλελεύθερο κυβερνητικό καθεστώς ιδιωτικοποίησε όλες τις τράπεζες, με στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οι τράπεζες αυτές , δείχνοντας μεγάλα ποσοστά κερδών, μέσω των λογαριασμών IceSave, προσέλκυσαν πολλούς Βρετανούς και Ολλανδούς επενδυτές. Παράλληλα όμως, με την αύξηση των επενδύσεων, αυξανόταν και το εξωτερικό χρέος των τραπεζών.
Το 2003, το χρέος της Ισλανδίας έφθασε το 200% του ΑΕΠ, ενώ το 2007 σκαρφάλωσε στο ασύλληπτο 900%. Οι τρεις βασικές τράπεζες της Ισλανδίας, Landbanki, Kapthing και η Glitnir πτώχευσαν. Η κορόνα έχασε το 85% της αξίας της έναντι του Ευρώ και στο τέλος του ίδιου χρόνου η Ισλανδία κήρυξε πτώχευση.
Οι διεθνείς οικονομικοί κύκλοι πίεζαν την Ισλανδία να πάρει δραστικά μέτρα, φορτώνοντας τα βάρη στην πλάτη του λαού. Το ΔΝΤ και η ΕΕ ήθελαν «αγοράσουν» το χρέος, με το επιχείρημα, ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ισλανδία να ξεπληρώσει την Βρετανία και την Ολλανδία.Ο Ισλανδικός λαός αντέδρασε σκληρά , με αποτέλεσμα να παραιτηθεί η τότε κυβέρνηση και να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές, το 2009.
Η νέα κυβέρνηση δημιουργήθηκε από έναν αριστερό συνασπισμό, υπό τον εμπνευμένο ηγέτη Όλαφ Γκρίμσον, ο οποίος αρνήθηκε να επικυρώσει τον νόμο που υποχρέωνε τους πολίτες να σηκώσουν τα βάρη των Ισλανδών τραπεζιτών και προώθησε τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Στο δημοψήφισμα, τον Μάρτιο του 2010, το 93% των Ισλανδών ψήφισε κατά της πληρωμής των χρεών. Το ΔΝΤ πάγωσε τους δανεισμούς αμέσως, αλλά ο λαός δεν πτοήθηκε.
Έτσι ξεκίνησαν μια σειρά έρευνες για αστικές και ποινικές ευθύνες, κατά των υπευθύνων για την οικονομική κρίση. Όμως οι Ισλανδοί δεν σταμάτησαν εκεί και αποφάσισαν να υιοθετήσουν νέο σύνταγμα, το οποίο θα απάλλασσε την χώρα από την κυριαρχία των ξένων κέντρων οικονομίας.
Το κατεστημένο της δύσης φυσικά δεν το άφησε να περάσει έτσι. Η Βρετανία και η Ολλανδία απειλούσαν με σκληρή καταστολή, η οποία θα οδηγούσε τη χώρα σε απομόνωση. Η Βρετανική κυβέρνηση απειλούσε να παγώσει τις καταθέσεις και τις αποταμιεύσεις των Ισλανδών. Το ΔΝΤ απειλούσε να στερήσει στη χώρα οποιαδήποτε βοήθεια, λίγο πριν διενεργηθεί το δημοψήφισμα.
Αναφέρει χαρακτηριστικά στην Deutsche Velle, ο πρόεδρος της χώρας : «Μας έλεγαν αν δεν δεχθούμε τους όρους τους, θα γίνουμε η Κούβα του Βορρά. Ναι, αλλά αν συμφωνούσαμε θα γινόμασταν η Αϊτή του Βορρά».
Τι έκανε λοιπόν η Ισλανδία; Όταν διέγνωσαν, ότι η κρίση πέρα από οικονομική ήταν και βαθιά πολιτική και κοινωνική, αποφάσισαν να κάνουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, να στηρίξουν το κράτος πρόνοιας και να αφήσουν τις τράπεζες, οι οποίες είχαν προκαλέσει την κρίση, να χρεοκοπήσουν και έτσι οι φορολογούμενοι δεν επιβαρύνθηκαν με τα χρέη των τραπεζών. Γιατί δεν γίνεται, όταν έχουν επιτυχία να σημειώνουν τεράστια κέρδη, που διανέμονται σε ιδιώτες και όταν αποτυγχάνουν να καλείται ο φορολογούμενος λαός να πληρώσει τον λογαριασμό.
Ο Όλαφ Γκρίμσον, αρνήθηκε δύο φορές να υπογράψει νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία, η χώρα του θα επέστρεφε στη Βρετανία τα 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ, που της οφείλει, μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2008, αναγκάζοντας τη βρετανική κυβέρνηση να αποζημιώσει τους Βρετανούς καταθέτες που είχαν λογαριασμούς σε ισλανδικές τράπεζες και αναγνώρισε μόνο τους Ισλανδούς καταθέτες δηλώνοντας «Η οικονομία δεν είναι απλώς η ηχώ των τραπεζών. Είναι μια κοινωνία ανθρώπων. Αν δεν νιώθουν δυνατοί, δεν έχει σημασία τι φορολογικά μέτρα θα πάρεις. Αυτό φάνηκε μέσω δημοψηφίσματος.»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπήκε στη δικαστική διαμάχη εναντίον της Ισλανδίας, υποστηρίζοντας ότι η χώρα είχε παραβιάσει την ευρωπαϊκή οδηγία για την εγγύηση των καταθέσεων και τους κανόνες μη διάκρισης καταθετών.
Το δικαστήριο δικαίωσε την Ισλανδία και επεσήμανε, ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα πρέπει να αναθεωρηθεί, στη βάση της ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εν μέσω οικονομικής κρίσης. Αυτή η απόφαση συνέθλιψε τις περίφημες πολιτικές διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες ανάγκαζε την κάθε χώρα με χρέος, να υιοθετήσει, βουλιάζοντάς την ακόμη περισσότερο στο δανεισμό και εκτινάσσοντας το χρέος της σε απίστευτα ύψη.
Η Ισλανδία δε θα κατάφερνε φυσικά να βγει απο την κρίση αν δεν είχε το δικό της νόμισμα, δεν υπήρχε ρευστότητα στην οικονομία και ήταν υποχρεωμένη να αποπληρώνει δυσθεώρατα χρέη που οφείλονταν σε σχεδιασμό των ξένων δανειστών. Αν συμμετείχε στο ευρώ, καμιά απο τις ενέργειες που έκανε η προοδευτική κυβέρνηση του Όλαφ Γκριμσον, με την στήριξη του λαού, δε μπορούσε να επιτύχει.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πως γίνεται η Ισλανδία, αυτή η νησίδα των καλών ψαράδων και αγροτών, να καταφέρνει να ορθοποδήσει έχοντας ένα τεράστιο χρέος και δεν μπορεί να κάνει το ίδιο η Ελλάδα, μια χώρα με τεράστιο φυσικό και ανθρώπινο πλούτο ; Η σύγκριση της σημερινής ανοδικής πορείας της Ισλανδίας με αιχμή το εθνικό της νόμισμα την κρατικοποίηση των τραπεζών και την στάση πληρωμών σε σχέση με την καταστροφική πορεία της εγκλωβισμένης στο ευρωκολαστήριο ελληνικής, οικονομίας μιλά από μονη της.
Γεγονός είναι ότι, το διδακτικό παράδειγμα της Ισλανδίας είναι ελάχιστα γνωστό εδώ, αφού η δημοσιοποίησή του φυσικά και δεν συμφέρει στις δυνάμεις κατοχής που ελέγχουν τις τράπεζες και το αισχρό μιντιακό καθεστώς που ψεκάζει ανελέητα τους Έλληνες πολίτες με ασύστολα ψέματα και εμπόριο φόβου. Η «συμμορία του ευρώ» ξέρει τι κάνει.