Ο προϋπολογισμός του 2021 αποτυπώνει τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας, τις παρεμβάσεις της Κυβέρνησης για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τις αβεβαιότητες.

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της επιστημονικής έκδοσης του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2021, την οποία το ΟΕΕ καταθέτει κάθε χρόνο, με τις δικές του προτάσεις και απόψεις.

Πρόκειται για μια ολιστική ανάλυση από την Επιστημονική Επιτροπή του ΟΕΕ, σε σχέση τόσο με τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στα δημόσια οικονομικά και τις σχετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, όσο και με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για γρηγορότερη ανάκαμψη.

Τα κυριότερα σημεία είναι τα εξής:

  • Η ενεργοποίηση των ευρωπαϊκών ρητρών διαφυγής διευκολύνει τα δημοσιονομικά των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Η ύπαρξή τους αλλά και η ενεργοποίηση της ΕΚΤ για την παροχή επαρκούς ρευστότητας επέτρεψε το κόστος δημόσιου δανεισμού (και κατ’ επέκταση και του ιδιωτικού) να κινείται σε πρωτοφανές χαμηλό επίπεδο προσδοκώντας ότι το 2021 θα προσεγγιστούν επίπεδα των γερμανικών ομολόγων.
  • Το μείγμα εσόδων και δαπανών που προτείνεται από τον προϋπολογισμό του 2021, είναι φιλόδοξο καθώς οι παραδοχές σχεδιασμού του, ιδιαίτερα στην πλευρά των εσόδων, είναι εξαρτώμενες από παράγοντες, που δεν επηρεάζονται μόνο από την κυβερνητική πολιτική, αλλά και από εξωγενείς παράγοντες.
  • Η διάρθρωση του χρέους, όπως προέκυψε μετά την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης, το μαξιλάρι ρευστότητας και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ εξασφαλίζουν ότι βραχυχρόνια το ελληνικό χρέος δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει κινδύνους σε σχέση με την εξυπηρέτησή του.
  • Ωστόσο, από το 2030 και μετά, η βιωσιμότητα του χρέους φαίνεται να στηρίζεται σε ιδιαιτέρως αισιόδοξες προβλέψεις, τόσο για τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ, όσο και για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
  • Ειδικά για τα πρωτογενή πλεονάσματα, θεωρούμε ότι η υπόθεση για επίτευξη πλεονασμάτων ύψους 2,2% του ΑΕΠ είναι φιλόδοξη, ειδικά για το βραχυχρόνιο διάστημα, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
  • Επιπλέον κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους συνιστούν οι – απόλυτα απαραίτητες για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας – εγγυήσεις του Δημοσίου, τόσο προς τις επιχειρήσεις, όσο και προς το τραπεζικό σύστημα.
  • Οι εγχώριες ΜμΕ βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης και η ευπάθειά τους, ιδίως όσον αφορά στη ρευστότητά τους, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση μεγάλου αριθμού ΜμΕ. Δεδομένου ότι αποτελούν τον κορμό της απασχόλησης στη χώρα μας, ο αντίκτυπος μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι ισχυρά αρνητικός στην οικονομία, τις προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης και την εργασία.
  • Προκειμένου να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και να επιτευχθούν θετικοί και βιώσιμοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, είναι σαφές ότι πρέπει να επανεκκινήσουμε γρήγορα την οικονομία με γνώμονα τις ΜμΕ, την καινοτομία, την πράσινη και γαλάζια ανάπτυξη και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η πρόκληση είναι να σχεδιαστεί μια προσαρμοσμένη χρηματοδοτική και πρακτική υποστήριξη για την οικονομική ανάπτυξη των ΜμΕ, που θα οδηγήσει και στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
  • Το χρηματιστήριο είναι ο πρόδρομος δείκτης της πορείας των επενδύσεων. Η σχέση τους είναι στατιστικά σημαντική και ισχυρή και παρουσιάζεται με χρονική υστέρηση περίπου 10 μηνών. Με απλά λόγια, το τι βλέπουμε σήμερα στη χρηματιστηριακή αγορά είναι ένδειξη για τις επενδύσεις σε 10 μήνες από σήμερα. Η σημαντικότητα της χρηματιστηριακής αγοράς πρέπει να αναδειχθεί από τα αρμόδια στελέχη και να υποστηριχθεί με ουσιαστικές παρεμβάσεις σε νομοθετικό, επιχειρησιακό και επικοινωνιακό επίπεδο, όπως αυτές που έχουν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2020.
  • Ο συνδυασμός ενός δημοσιονομικού και χρηματοοικονομικού πλαισίου, φιλικού προς στην πράσινη οικονομία, αποτελεί μείζον ζήτημα για την ελληνική οικονομία. Η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στον τρέχοντα προϋπολογισμό, η ανοδική τροχιά των επενδύσεων ESG παγκοσμίως, καθώς και η υιοθέτηση της πράσινης οικονομίας ως βασική παράμετρος του ελληνικού σχεδίου για το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, αποτελούν ιδιαίτερα θετικές ενδείξεις αλλά και στοιχήματα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
  • Ο προϋπολογισμός του 2021 περιλαμβάνει μία σειρά από κατευθύνσεις, που είχαν επισημανθεί στο παρελθόν ως καθοριστικοί παράγοντες για τη βιωσιμότητα και ανταποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και την ανάδειξη της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της χώρας. Με συνεπή, συστηματικό και μακροχρόνιο σχεδιασμό, οι ενέργειες αυτές αναμένεται να αποδώσουν, με οφέλη στην απασχόληση, στην επιχειρηματικότητα, στο δημογραφικό και στην ανάπτυξη, τα οποία με τη σειρά τους θα ενισχύσουν το συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά και την οικονομία και κοινωνία στο σύνολό τους.
  • Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις δαπάνες (6,75 δισ. ευρώ) του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του 2021, αφού θα χρειαστούν επιπλέον κονδύλια για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.

Το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ανταποκρινόμενο στο θεσμικό του ρόλο ως σύμβουλος της πολιτείας σε θέματα οικονομίας, θέτει τη συγκεκριμένη μελέτη στη διάθεση της Πολιτείας, του Κοινοβουλίου, και της κοινής γνώμης.

Σε αυτό το link μπορείτε να βρείτε το πλήρες κείμενο της έκδοσης.