Η χώρα τα πήγε, ίσως και απρόσμενα, καλά, στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Είτε επειδή η κυβέρνηση έλαβε νωρίς μέτρα, είτε επειδή οι πολίτες φοβήθηκαν από τον άγνωστο φονικό ιό, είτε από τον συνδυασμό και των δύο, από το πρώτο κύμα βγήκαμε με σχετικά λίγες απώλειες.
Γλιτώσαμε από συνθήκες όπως αυτές που βίωσαν η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο κ.λπ. Και τότε λέγαμε, ότι μια χώρα με τις κοινωνικές εντάσεις και την οικονομική καταστροφή που έχει περάσει η Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία, με ήττες στα εθνικά θέματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών και με την τουρκική επιθετικότητα διαρκώς διογκούμενη, το χειρότερο που θα μπορούσε να της τύχει θα ήταν στο πρώτο κύμα να θρηνήσει δεκάδες χιλιάδες θύματα.
Η θετική διαχείριση του πρώτου κύματος ενεργοποίησε σε κυβέρνηση και πολίτες ένα διαχρονικά αρνητικό αντανακλαστικό μας, την ασέβεια απέναντι στον κίνδυνο. Η κυβέρνηση πίστεψε περισσότερο απ’ όσο της επέτρεπαν τα δεδομένα (μη παρασκευή εμβολίου και αποτελεσματικής θεραπείας) στην επιτυχία της και οι πολίτες άρχισαν να αψηφούν τον κίνδυνο με τον ερχομό του καλοκαιριού. Από τα τέλη Μαΐου, η κυβέρνηση ρίχτηκε στο να διασώσει τον τουρισμό και σταμάτησε μέχρι και την εβδομαδιαία ενημέρωση (επανήλθε στα τέλη Ιουλίου), ενώ μεγάλο λάθος ήταν και η απομάκρυνση του Σ. Τσιόδρα από την ενημέρωση, που ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες και πιο ευάλωτες ηλικίες ήταν ιδιαίτερα πειστικός, στέλνοντας το λανθασμένο μήνυμα ότι ξεμπερδέψαμε με την πανδημία.
Ο τουρισμός εν τέλει διασώθηκε μόνο σε εκείνες τις περιοχές που είναι ιδιαιτέρως οργανωμένες και η άφιξη των τουριστών γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με αεροπλάνα, άρα και οι έλεγχοι και τα μέτρα είναι πιο αυστηρά. Παράδειγμα, η Ρόδος, που μέχρι τέλη Οκτωβρίου είχε ικανοποιητική τουριστική κίνηση. Στη βόρεια Ελλάδα, που οι τουρίστες ήταν κυρίως από τα Βαλκάνια, χώρες με επιδημιολογική εικόνα πολύ χειρότερη από της Ελλάδας, αλλά και όπου ο τουρισμός είναι ανεξέλεγκτος, π.χ. στον Λαγανά Ζακύνθου, τα προβλήματα άρχισαν από τις πρώτες εβδομάδες.
Στα τέλη Αυγούστου, το μεγάλο πρόβλημα ήταν η διαχείριση της επανόδου από τις διακοπές στα αστικά κέντρα και ιδιαιτέρως στην Αττική. Και αυτό το κομμάτι εν τέλει κατέστη διαχειρίσιμο, παρότι με σημαντική αύξηση κρουσμάτων.
Όμως, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, χάθηκε το παιχνίδι. Επί εβδομάδες, κυβέρνηση και πολίτες αναλώθηκαν στο ζήτημα του ανοίγματος των σχολείων και της χρήσης μάσκας από τους μαθητές. Ένα πολυσυλλεκτικό «κίνημα» από «ψεκασμένους» γονείς, ακροδεξιούς και ακροαριστερούς που αναζητούν την πολιτική συγκυρία για να βγουν στην επιφάνεια, συνδικαλιστές δασκάλους και καθηγητές κ.ά. αναπτύχθηκε γύρω από το ζήτημα της χρήσης μάσκας. Μετά, το «κίνημα» των αρνητών της πανδημίας επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία, μέχρι που έφτασε να διοργανώνει συνέδριο με τη διεθνή των αλμπάνηδων, αλλά η κυβέρνηση ακόμα τρεφόταν από την πετυχημένη διαχείριση της άνοιξης.
Μπήκαμε στον Οκτώβριο εντελώς αποπροσανατολισμένοι, κυβέρνηση και επιστήμονες εκτιμούσαν ότι το δεύτερο κύμα δεν θα έρθει πριν τα Χριστούγεννα και δεν έλαβαν το μήνυμα από κράτη, όπως το Ισραήλ, όπου το δεύτερο κύμα έσκασε τον Σεπτέμβριο. Οι πολίτες, τόσο από τη χαλαρότητα της κυβέρνησης, όσο και από τις σειρήνες των θεωριών των αρνητών, που ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυριαρχούσαν, άρχισαν να δείχνουν επικίνδυνη χαλαρότητα· ακόμα και στα μέσα Οκτωβρίου το να φοράς μάσκα για πολλούς ήταν ένδειξη υπερβολικής ανησυχίας και εν μέρει ντροπής.
Η Βόρεια Ελλάδα και η υπόλοιπη χώρα
Η χαλαρότητα ήταν γενικευμένη σε όλη τη Ελλάδα, αλλά δεν επλήγη όλη η χώρα στον ίδιο βαθμό. Τον Νοέμβριο, καταγράφηκαν 1.780 νεκροί, σε σύνολο 2.406 νεκρών από την αρχή της πανδημίας, ενώ το 74% όσων έχασαν τη ζωή τους καταγράφηκε τον προηγούμενο μήνα. Ωστόσο, το δεύτερο κύμα έπληξε ιδιαιτέρως τη Βόρεια Ελλάδα, Μακεδονία, Θράκη και λιγότερο την Θεσσαλία. Ο παρακάτω πίνακας από το Βήμα της Κυριακής (29/11/20) είναι αποκαλυπτικός. Η Αττική έχει περίπου τετραπλάσιο πληθυσμό από την Θεσσαλονίκη, αλλά οι νεκροί από την πανδημία είναι περίπου ίσοι στις δύο μητροπολιτικές περιοχές (507 στην Αττική, 423 στην Θεσσαλονίκη μέχρι 26/11/20). Στον διαχωρισμό βόρειοι-νότιοι, που προκάλεσε το δεύτερο κύμα, στη λίστα με τους περισσότερους νεκρούς, ακολουθούν οι Σέρρες (92), η Λάρισα (83), οι μικρές πληθυσμιακά (γύρω στις 50.000 πληθυσμό η καθεμιά) Δράμα και Κομοτηνή (από 68 νεκρούς), η Κατερίνη (64), η Καβάλα (46), η Βέροια (46), ο Βόλος (43), τα Γιαννιτσά (36). Η πρώτη πόλη του «Νότου» που βρίσκουμε είναι η Πάτρα με 20 νεκρούς, σε ένα μητροπολιτικό κέντρο που ξεπερνά τις 200.000 κατοίκους.
Με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, η αποτυχία διαχείρισης της πανδημίας στη Βόρεια Ελλάδα οφείλεται σε μια σειρά λόγους και ιδιαιτερότητες που η κυβέρνηση δεν αντιλήφθηκε. Η καρδιά της Θεσσαλονίκης έχει μετατραπεί εδώ και τριάντα χρόνια σε μια τεράστια φοιτητούπολη και η πόλη έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις των νέων με την ξένοιαστη ατομικιστική ζωή. Εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, η αποβιομηχανοποιημένη Θεσσαλονίκη έχει μετατραπεί στο διασκεδαστήριο, όχι μόνο της Β. Ελλάδας, αλλά και των γειτονικών βαλκανικών χωρών, με επίνειό της τη Χαλκιδική.
Η Β. Ελλάδα, λόγω της εγγύτητάς της με τις βαλκανικές χώρες, διατηρεί καθημερινές οικονομικές σχέσεις μαζί τους. Δεν είναι μόνο τα ψώνια στα σούπερ μάρκετ και η αγορά φτηνής βενζίνης, αλλά και οι χιλιάδες επιχειρήσεις Βορειοελλαδιτών που έχουν έδρα τους σε αυτές, λόγω οικονομικών κινήτρων, ή οι χιλιάδες Βαλκάνιοι εποχικοί εργάτες γης που εισέρχονται στη Βόρεια Ελλάδα για τη συλλογή της σοδειάς. Οι γειτονικές χώρες έχουν πολύ πιο άσχημη επιδημιολογική εικόνα· τα Σκόπια είναι στις πέντε ευρωπαϊκές χώρες που τα έχουν πάει χειρότερα με 820 νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων, η Βουλγαρία επίσης έχει άσχημη εικόνα με 547 νεκρούς ανά εκατ. κατοίκων, όταν η Ελλάδα, βρίσκεται στους 212 νεκρούς ανά εκατ. Κατοίκων, παρά την αύξηση των νεκρών τον Νοέμβριο.
Σε αυτά να προσθέσουμε το μόνιμο αίσθημα αδικίας που βιώνει η Βόρεια Ελλάδα έναντι του αθηνοκεντρικού ελληνικού κράτους (που κάποτε χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολήν), που μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, έχει γίνει ακόμα πιο έντονο και έχει αυξήσει την απόστασή της από την υπόλοιπη χώρα.
Αυτοί οι λόγοι και άλλοι ακόμα ήταν αρκετοί ώστε η κυβέρνηση να σχεδιάσει μια ειδικού τύπου παρέμβαση στη Βόρεια Ελλάδα, σε στενή συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση. Αντ’ αυτού, οι τοπικές αρχές αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Κύριο μέλημα των Τζιτζικώστα και Ζέρβα ήταν να μην κλείσει η «βαριά βιομηχανία» της πόλης, τα μπουζούκια και τα μπαρ. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας όλο αυτό το διάστημα έκοψε μόλις 10 πρόστιμα για παραβάσεις των μέτρων. Το υφυπουργείο Μακεδονίας–Θράκης όφειλε να αναβαθμιστεί σε υπουργείο και να αναλάβει ενοποιητικό ρόλο μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης. Τίποτα δεν έγινε, με ευθύνη της κυβέρνησης, και ο εξαφανισμένος Θ. Καράογλου εμφανίστηκε όταν η μεγάλη μπόρα πέρασε. Ο πρωθυπουργός, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, θα έπρεπε τον Νοέμβριο, που η Βόρεια Ελλάδα πέρασε το μεγάλο ζόρι, να βρισκόταν συχνότερα εκεί, και ειδικά οι υπουργοί Επικρατείας και Εσωτερικών για να συντονίζουν, όπως και μπορούν, την κατάσταση και κυρίως να δίνουν μηνύματα ενότητας της χώρας.
Το Μαξίμου στη διαχείριση της κρίσης στη Βόρεια Ελλάδα έδειξε τα όριά του, μη αντιλαμβανόμενο τις εκεί ιδιαίτερες συνθήκες. Με την κρίση του κορωνοϊού μεγάλωσε περισσότερο το χάσμα μεταξύ Β. Ελλάδας και της υπόλοιπης χώρας, τείνοντας να παγιωθεί μια κατάσταση χώρας δύο ταχυτήτων.