Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 10-μηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα -€9,4 δις σε τρέχουσες τιμές.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι πληρωμές προς τους φορείς της αλλοδαπής (π.χ. για αγορές αγαθών και υπηρεσιών) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες εισπράξεις κατά €9,4 δις. Βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2020), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα για το σύνολο του έτους 2020 εκτιμάται στα -€9,8 δις ή στο -6,0% του ονομαστικού ΑΕΠ.

Η ΤτΕ, σε πιο πρόσφατη πρόβλεψή της (Δεκέμβριος 2020, ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής, βασικό σενάριο), εκτιμά το προαναφερθέν έλλειμμα στο -5,8% του ονομαστικού ΑΕΠ.

Είναι αρκετά πιθανό το τελικό αποτέλεσμα να μην αποκλίνει σημαντικά από τις παραπάνω προβλέψεις.

Ο λόγος είναι ότι στις εναπομείνασες δύο παρατηρήσεις, ήτοι του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου 2020, το εποχικό έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, το οποίο δύναται να είναι μειωμένο σε σχέση με πέρυσι λόγω της ύφεσης και της μικρής συνεισφοράς των τουριστικών εισπράξεων το 4ο τρίμηνο, θα αντισταθμιστεί σε έναν βαθμό από την εκταμίευση της 4ης δόσης των SMPs και ANFAs (€644,42 εκατ. πιστωτική εγγραφή στο ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων) που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2020.
Συνεπώς, το 2020 αναμένεται να χαρακτηριστεί – εκτός των άλλων – και από διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου κατά περίπου 4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (-1,5% του ΑΕΠ το 2019).

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 2000, τα προαναφερθέντα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δύναται να προκύψει τόσο σε συνθήκες αύξησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας όσο και σε συνθήκες συρρίκνωσης.
Στη μεν πρώτη περίπτωση πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, στη δε δεύτερη, η πτώση των εξαγωγών.

Επί παραδείγματι, στην περίπτωση της Ελλάδας, και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 μέχρι το ξέσπασμα της μεγάλης ύφεσης (2008), η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στηριζόταν στην ισχυρή ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Η μείωση του κόστους δανεισμού (κυρίως λόγω του τερματισμού του συναλλαγματικού κινδύνου που συνεπαγόταν η είσοδος στην Ευρωζώνη), οι θετικές προσδοκίες, η πιστωτική και η δημοσιονομική επέκταση οδήγησαν στο προαναφερθέν αποτέλεσμα. Ωστόσο, η υψηλή ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης σε μια οικονομία όπως η ελληνική με διαρκώς μειούμενη ανταγωνιστικότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών και τη διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, από το ήδη υψηλό -6,8% του ονομαστικού ΑΕΠ το 2002 στο -15,2% το 2007 (βλέπε θεωρητικό παράδειγμα 1).

Θεωρητικά παραδείγματα διεύρυνσης του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου σε συνθήκες ανάπτυξης (παράδειγμα 1.) και ύφεσης (παράδειγμα 2.)

Παράδειγμα 1: Η αύξηση της εγχώριας ζήτησης (π.χ. λόγω δημοσιονομικής και πιστωτικής επέκτασης) οδηγεί μέσω του πολλαπλασιαστή σε αύξηση της παραγωγής και του εισοδήματος.

Όσο μεγαλύτερη είναι η ροπή προς τις εισαγωγές τόσο μεγαλύτερη θα είναι η μείωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών με δεδομένες τις εξαγωγές.

Παράδειγμα 2: Η μείωση των εξαγωγών (π.χ. λόγω COVID-19) οδηγεί σε πτώση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών. Η τελευταία αντισταθμίζεται εν μέρει από τη συρρίκνωση των εισαγωγών που προκαλεί το υφεσιακό αποτέλεσμα.

Eurobank.JPG
Στην τρέχουσα περίοδο η διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος (-€9,4 δις στο 10-μηνός Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020 από -€0,8 δις το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι) πηγάζει κυρίως από τη μεγάλη μείωση των τουριστικών εισπράξεων (εξαγωγές υπηρεσιών) που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19.

Μείωση εισαγωγών

Η ύφεση οδήγησε σε μείωση των εισαγωγών με αποτέλεσμα να αντισταθμιστεί εν μέρει η χειροτέρευση του εξωτερικού ισοζυγίου (βλέπε θεωρητικό παράδειγμα 2).

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΤτΕ (Δεκέμβριος 2020, ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής, βασικό σενάριο) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για το 2021 εκτιμάται να διατηρηθεί κοντά στα επίπεδα του 2020 (-5,3% του ονομαστικού ΑΕΠ).
Ο λόγος είναι: 1ον τα προβλεπόμενα τουριστικά έσοδα για το 2021 δεν θα προσεγγίσουν τα επίπεδα του 2019 και 2ον η εκτιμώμενη ανάκαμψη και η αύξηση της εγχώριας ζήτησης θα ενισχύσει τις εισαγωγές.

Υποθέτοντας ότι οι επιπτώσεις στον τομέα των εξαγωγών υπηρεσιών από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 δεν θα είναι βραχύβιες, ο ρόλος των εξαγωγών εμπορευμάτων καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο χρονικό διάστημα.

Οι εξαγωγές εμπορευμάτων εκτός από πηγή αύξησης του εισοδήματος και στήριξης της ανάκαμψης δύνανται να αποτελέσουν και παράγοντα συγκράτησης του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου.

Την εποχή των προγραμμάτων προσαρμογής (και πριν από αυτά) τονίζονταν από πολλούς οικονομολόγους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό η ανάγκη ενίσχυσης της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Τώρα που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πανδημίας επλήγη ένας βασικός πυλώνας εξωτερικής ζήτησης όπως ο τουρισμός, τώρα που αναμένεται εισροή κεφαλαίων από την αλλοδαπή μέσω του ταμείου ανάκαμψης, η προαναφερθείσα ανάγκη μεγεθύνεται.
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το εξωτερικό χρέος της ελληνικής οικονομίας παραμένει πολύ υψηλό και οι παρούσες διεθνείς χρηματοοικονομικές συνθήκες μπορεί να μεταβληθούν στο μέλλον.