Ο κλάδος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αποτελεί μια σημαντική παρακαταθήκη για το πέρασμα στην εποχή της πράσινης ανάπτυξης και μπορεί να συντελέσει στην ομαλή ενεργειακή μετάβαση μέσω της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει, της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών που εξακολουθεί να παρουσιάζει και της ισχυρής επενδυτικής δύναμης που παρουσιάζουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Αυτά υποστήριξε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ, Αριστοφάνης Στεφάτος, αναλύοντας στην εφημερίδα «Καθημερινή» τη στρατηγική της εταιρείας.

Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ περιέγραψε ένα μοντέλο κυκλικής οικονομίας που, όπως σημείωσε «εάν το χειριστούμε σωστά θα βάλει τα θεμέλια όχι μόνο για την ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας, αλλά θα δημιουργήσει και προοπτικές για εξαγωγές ενέργειας και τεχνολογίας». Αυτό περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον συνδυασμό τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται κατά την έρευνα και παραγωγή φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για παραγωγή καθαρών καυσίμων όπως είναι το μπλε και εν συνεχεία το πράσινο υδρογόνο. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθεί και η μετεξέλιξη των κοιτασμάτων σε αποθήκες δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), προσφέροντας λύσεις στη βαριά βιομηχανία της χώρας που επιβαρύνεται από το υψηλό κόστος ρύπων.

«Το φυσικό αέριο αποτελεί το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση στην οικονομία των μηδενικών ρύπων και είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πράσινης οικονομίας γιατί δημιουργεί συνέργειες κατασκευαστικά αλλά και επενδυτικά, να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε τις τεχνολογίες του αύριο και αυτές οι τεχνολογίες του αύριο, οι οποίες σε κάποιες χώρες έχουν γίνει ήδη του σήμερα, είναι τα πλωτά αιολικά πάρκα, το πράσινο και μπλε υδρογόνο, τα οποία όταν συνδυαστούν με τη μετεξέλιξη ουσιαστικά των κοιτασμάτων σε μόνιμες αποθήκες διοξειδίου του άνθρακα επιτυγχάνουν μηδενικούς ρύπους», εξηγεί ο κ. Στεφάτος. Ως προς την απήχηση του εγχειρήματος στους επενδυτές σημειώνει:
«Έχουμε ήδη προσελκύσει στην Ελλάδα κορυφαίες εταιρείες σε αυτό το αντικείμενο, οπότε θεωρούμε ότι είναι ευκαιρία να χτίσουμε πάνω σε αυτούς τους ήδη υπάρχοντες επενδυτές προσελκύοντας και άλλους, αξιοποιώντας τις συνέργειες με τις αντίστοιχες ελληνικές εταιρείες, ΕΛΠΕ και Energean, διότι είναι μια αγορά που δημιουργείται. Η ευκαιρία δηλαδή επενδυτικά είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανίδρυση της ενεργειακής βιομηχανίας και αυτό δημιουργεί πολύ ενδιαφέρουσες συνέργειες και για τους εγχώριους ενεργειακούς επενδυτές». Ο ίδιος εκτιμά ότι «αν παντρέψουμε τους δικούς μας ενεργειακούς «παίκτες» με τους ξένους επενδυτές, είναι πολύ πιθανόν να κινηθούν και προς τις άλλες γειτονικές αγορές, γιατί είμαστε οι πρώτοι στην περιοχή που θα αναπτύξουμε το μείγμα αυτών των ενεργειακών τεχνολογιών».
Το επενδυτικό αυτό μοντέλο δεν είναι απαραίτητο να περιοριστεί μόνο στις υφιστάμενες περιοχές που έχουν παραχωρηθεί για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. «Βλέπουμε εφαρμογές και σε περιοχές που είχαν προκηρυχθεί στο παρελθόν αλλά δεν υπήρξε ικανό ενδιαφέρον, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή, εάν έχουμε περισσότερο από έναν λόγους να θεωρούμε ότι έχει δυναμικό είτε σε υδρογονάνθρακες είτε σε ΑΠΕ», τονίζει ο κ. Στεφάτος, συμπληρώνοντας ότι «αυτό καθιστά το εγχείρημα πιο στέρεο».