Το πρόβλημα της αγοράς εργασίας είναι ότι δεν διαθέτουμε ισχυρή παραγωγική βάση σημείωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, ερωτηθείς για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο.
Ο κ. Μίχαλος συγεκριμένα δήλωσε: «Στον διάλογο που έχει ξεκινήσει για τις αλλαγές στο εργασιακό, χρειαζόμαστε απλή λογική και όχι δογματισμούς και ιδεοληψίες. Αυτό επιβάλλεται σε μια πραγματικότητα, όπου πολλοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εκτός του ότι λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς, αδυνατούν να πληρωθούν και ένα μεγάλο μέρος των υπερωριών που πραγματοποιούν, κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το καθεστώς αυτό, πέραν των επιπτώσεων στους εργαζόμενους, έχει δημιουργήσει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να μην κερδίζει ο καλύτερος, αλλά αυτός που δεν τηρεί ούτε τους νόμους ούτε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η ψηφιακή κάρτα εργασίας, η μετατροπή του ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη Αρχή κατά τα πρότυπα της ΑΑΔΕ, η ενίσχυσή της με ψηφιακά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό και η επιβολή αυστηρών ποινών σε αυτούς που παραβαίνουν το νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είναι μερικές μόνο από τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν.
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας ισχύει, όπως και σε όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια. Σήμερα, περίπου το 35% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, έναντι του 80% και 90% των επιχειρήσεων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην πράξη, όμως, ισχύει μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπου λειτουργούν οργανωμένα σωματεία εργαζομένων και μπορούν να συναφθούν σχετικές συμφωνίες. Τι γίνεται όμως στις μικρότερες επιχειρήσεις, που δεν έχουν σωματεία και ουσιαστικά λύνουν αυτά τα θέματα παραβιάζοντας την εργατική νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εις βάρος πάντα των δικαιωμάτων των εργαζομένων τους;
Είναι καλύτερο να ανεχόμαστε αυτή την πραγματικότητα ή να προσπαθήσουμε να δώσουμε λύσεις που υπηρετούν τη νομιμότητα, τη διαφάνεια και την τήρηση των κανόνων από όλους; Θεωρώ ότι μια τέτοια αλλαγή μπορεί να είναι θετική και να έχει όφελος και για τις μικρές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές. Γιατί θα μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις εποχιακές διακυμάνσεις της ζήτησης, τηρώντας σε βάθος εξαμήνου τις προβλέψεις του νόμου για το 8ωρο και τις 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν σωματεία, να μπορούν με αίτησή τους να συμφωνούν μια φορά με ορίζοντα εξαμήνου σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Προϋπόθεση για αυτό θα είναι η τήρηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας από την επιχείρηση και σε καμία περίπτωση υπό την ευθύνη του εργαζομένου.
Πέρα, όμως, από τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, είναι ανάγκη το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και δεδομένα. Πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου έδειξε ότι 6 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις θα διατηρήσουν την τηλεργασία και μετά την πανδημία. Απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι ανάλογοι, ενιαίοι και διαφανείς, κανόνες για όλους ώστε να μη λειτουργήσει σε βάρος των εργαζομένων και των συνεπών επιχειρήσεων;
Εφόσον συνεχίζεται η εξ αποστάσεως εργασία, ποιος πληρώνει για τον εξοπλισμό; Ποιος πληρώνει για το κόστος σύνδεσης; Πώς θα τηρείται το ωράριο εργασίας; Θα έχει δικαίωμα αποσύνδεσης ο εργαζόμενος, όταν τελειώνει το ωράριο εργασίας του και πως αυτό θα το διαπιστώνουν οι Αρχές;
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του WORLD ECONOMIC FORUM GLOBAL GENDER GAP REPORT 2021, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 98η θέση μεταξύ των 156 χωρών όσον αφορά την ισότιμη συμμετοχή των δύο φύλων στην εργασία. Θα λάβουμε μέτρα για άρση των αιτιών που προκαλούν το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των ανδρών και γυναικών στη χώρα μας;
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας – και κατ’ επέκταση της αγοράς εργασίας – ήταν και παραμένει ότι δεν διαθέτουμε ισχυρή παραγωγική βάση, με εξαγωγικό προσανατολισμό. Δεν διαθέτουμε μια παραγωγική βάση ικανή να δημιουργεί περισσότερες, βιώσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Αν δεν διορθώσουμε αυτό το πρόβλημα δεν θα λύσουμε κανένα από τα υπόλοιπα.
Ο διάλογος για το εργασιακό χρειάζεται απλή λογική, νηφαλιότητα και επιχειρήματα. Τίποτα άλλο».