«Ἀπό Θεοῦ άρξασθαι» – Ἀρχαῖο ἑλληνικό γνωμικό.

Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τό Α καί καταλήγουν στό Ω. Στην Ἑλλάδα, τοὐλάχιστον, ἔτσι νοοῦμέ τήν ἀρχή καί τό τέλος. Πολλά ἀλλάξαν ἀπό τίς μέρες τῆς ἀκμῆς μας, ἀλλά τό ἄλφα παραμένει ἄλφα καί τό ὠμέγα ὠμέγα. Κι αὐτό ἀποτελεῖ τή σπουδαιότερη τῶν ἐγγυήσεων πού ἔχουμε γιά τή συνέχιση τῆς πορείας μας.

Το «ἄλφα» μας, λοιπόν, θαρροῦμε πώς τό ξέρουμε. Τό περιγράφουν ἁδρά τό ἔνστικτο, ἡ προγονική μνήμη, οἱ αἰσθήσεις, οἱ ἐντυπώσεις, οἱ δόξες καί οἱ δοξασίες πού τρέφουν τίς ψυχές, τά νοήματα πού κατέβηκαν γιά νά τ’ ἀδράξουμε μέ τίς φτωχές καί ἀτελεῖς αἰσθήσεις μᾶς. Το «ὠμέγα» εἶναι μέγα μυστήριο. Ἄρρητο, ἄν καί ἐν μέρει δηλωμένο. Τόν ἀποσυμβολισμό τοῦ ὠμέγα, τοῦ τέλους, θά τόν μάθουμε στήν ὥρα του. Ὥρα, μία λέξη πού κι αὐτή ξεκινᾶ ἀπό ὠμέγα. Ἡ ὥρα, πού φέρνει στόν κόσμο τό
ὡραῖον, αὐτό πού τελεῖται ὅταν πρέπει. Ὄχι πιό νωρίς, ὄχι ἀργότερα.

Ἡ «ἀρχή» εἶναι μία λέξη πού ξεκινᾶ κι αὐτή ἀπό «α». Σημαίνει τήν ἔναρξη ἀλλά καί τήν ἐξουσία συνάμα. Στήν ρηματική μορφή της εἶναι τό γνωστό μας «ἄρχω». Δηλαδή ξεκινῶ ἀλλά καί ἐξουσιάζω – καί στήν παθητική φωνή της σημαίνει ἐξουσιάζομαι. Ἀρχόμενοι εἶναι οἱ ὑπήκοοι.
Ὁ Ἑλληνισμός εἶναι ἡ ζῶσα ἀπόδειξη τῆς τελειότητας πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐναρμόνιση τῶν ἀντιθέσεων καί τήν ἔλλογη σύνθεση τῶν ἐπιμέρους. Εἶναι κάτι τό θεῖον πού φανερώνεται διά τῶν φθαρτῶν ἐκδηλώσεών του. Το αἴτιο, ὁ Λόγος πού βρίσκεται ἐν ἀρχῇ, φαίνεται παντοῦ: ἀπό τόν Ἡνίοχο τῶν Δελφῶν μέχρι τόν σωκρατικό Φαῖδρο κι ἀπό τόν ἀδάμαστο ἥλιο τοῦ δήλιου Κύνθου μέχρι τά μαντικά δωδωναία ψιθυρίσματα τοῦ πάνσεπτου ἱεροῦ.

Ποικιλόμορφος ὁ ἑλληνικός τρόπος, ἀλλά σ’ ἕνα σημεῖο τυπικός, πάγιος. Ἔχει ἕνα μοτίβο πού ἀκολουθεῖται μέ πίστη θρησκευτική. Σωστό λατρευτικό τυπικό. Ὅλες οἱ ἐνάρξεις τῶν δραστηριοτήτων, τῶν πράξεων καί τῶν διανοημάτων πού ξεχώρισαν τή φυλή μας ἀπό τόν καθ’ ὅλα σεβαστό ἀλλά γιά τήν ὥρα ἄσημο κόσμο τῶν πολλῶν ἐφήμερων συλλογικοτήτων εἶχαν ἕνα κοινό χαρακτηριστικό: Ἄρχιζαν ἀπό τόν Θεό καί σ’ αὐτόν ἀπευθύνονταν.

Ὁ Ὅμηρος στήν «Ἰλιάδα» ζητεῖ ἀπό τή θεά νά μᾶς τραγουδήσει τήν ὀλέθρια ὀργή τοῦ Ἀχιλλέα. Στην «Ὀδύσσεια» ὁ ἴδιος ποιητής αἰτεῖται ἀπό τή Μούσα νά τοῦ ἀνιστορήσει γιά τόν πολύτροπο ἄνδρα πού βρέθηκε ὡς τά πέρατα τοῦ κόσμου νά γυρνᾶ. Τά κτίσματά μας, ἡ Ἀκρόπολις τῶν Ἀθηνῶν, τό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τό ἱερό τῶν Μεγάλων Θεῶν τῆς Σαμοθράκης, τά θέατρα, τά ασκληπιεῖα, ὅλα τά σπουδαῖα, τά ἀθάνατα, ἱδρύθηκαν γιά νά στεγάσουν τό μεγαλεῖο τῆς θείας φύσεως πού δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀφήσει τούς ἀνθρώπους μόνους νά πελαγοδρομοῦν πολιορκούμενοι ἀπό τό ἀδυσώπητο, παμφάγο, ἐπελαῦνον τίποτα.

Χωρίς τήν ἀδιάκοπη ἐργασία πάνω στήν τελειοποίηση τῆς σχέσεως μέ τόν Θεό οὐδέν ἐκ τῶν κατορθωμάτων μας θά ἦταν ἐφικτό. Δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἀξιομνημόνευτη πράξη, λόγος, δράση ἤ ἀκόμα καί πρόθεση πού νά μήν εἶχε ὡς ἀναφορικό ἄξονα τό ὄντως Ὄν.
Σχετικά μέ τά προαναφερθέντα ὑπενθυμίζεται πώς ἀρχίζει τό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Ἐν ἀρχή ἥν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἥν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἥν ὁ Λόγος. Οὗτος ἥν ἐν ἀρχή πρός τόν Θεόν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἐν ὁ γέγονεν».

Τό ἀνθρώπινο εἶδος δέν κινδυνεύει ἀπό τίποτε ἄλλο παρά ἀπό τήν κατάρρευση τῶν θεμελίων τοῦ ὑπαρκτικοῦ οἰκοδομήματος, τό ὁποῖο συνέχει καί νοηματοδοτεῖ καί τήν καθημερινότητα ἀλλά καί τήν ἰδέα περί «εἶναι» πού ἕπεται τῶν ἐπίγειων ἡμερῶν μας. Ἡ βεβαιότητα γιά τή ζωή μετά τή ζωή εἶναι ἀπό μόνη της μία συνθήκη ἱκανή γιά τήν ἀνάπτυξη πολιτισμοῦ. Ἡ μετατόπιση τοῦ συνειδησιακοῦ ἐκκρεμοῦς στή θέση τῆς ἄρνησης τοῦ θείου εἶναι ἡ συνταγή τῆς ἀπόλυτης ἀπώλειας. Δηλαδή, ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή εἶναι ἡ διάρρηξη τῆς σχέσεως με τόν Θεό καί ἡ κατάταξη τοῦ ζωικοῦ φαινομένου στόν νοηματικό χυλό τῆς τυχαιότητας.

Σε ἐποχές ἀκραίας σήψης καί ἔσχατης παρακμῆς τό παραμορφωτικό πρίσμα τῆς δοκησισοφίας καί τῆς οἴησης δείχνει τήν κλίμακα τῶν ἀξιῶν ἀντεστραμμένη. Ἡ αθεΐα λανσάρεται ὡς πρόοδος, ἡ ἀπελπισία προβάλλεται σάν ἰσορροπία καί τό κενό τῆς ἀνυπαρξίας σάν πληρότητα. Ας ἀναλογιστοῦμε ποιά περίοδο τῆς Ἱστορίας μας διανύουμε τοῦτες τίς ἡμέρες.

Του Π. Λιάκου

ΠΗΓΗ