Όσοι ασχολούνται με ιστορικές έρευνες και κείμενα, πολύ εύκολα διαπιστώνουν ότι τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν τους σταμάτησε η Εκκλησία, αλλά ο τότε Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Μέγας Θεοδόσιος, ο οποίος, με διάταγμά του (394 μ.Χ.), έδωσε εντολή να σταματήσουν εφ’ εξής οι Ολυμπιακοί Αγώνες οι οποίοι, δια των γυμνικών αγώνων, όπως τουλάχιστον κατανοούν την φιλοσοφίαν του διατάγματος οι ειδικοί, θα έπρεπε να υπεβίβαζαν την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και ηθικήν, η οποία, όπως γνωρίζουν οι πάντες, δεν συνάδει με την χριστιανική αντίληψη και φιλοσοφία, αφού οι Αγώνες, για ορισμένους, αποτελούσαν ένα «ειδωλολατρικό κατάλοιπο»!..

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ!..

Επειδή, όμως, αδίκως κατηγορήθηκε η Εκκλησία για το διάταγμα του Μεγάλου Θεοδοσίου, περί καταργήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων, θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα αναντίρρητο γεγονός:
Κλήρος και λαός ουδέποτε σταμάτησαν τους Αθλητικούς Αγώνες (έστω και αν αυτοί δεν διεξάγονταν επισήμως εις την αρχαίαν Ολυμπίαν), δεδομένου ότι εις όλα σχεδόν τα ορθόδοξα χριστιανικά μοναστήρια και ξωκκλήσια, κάθε φορά που ετελείτο η Θεία Λειτουργία, ακολουθούσε ένα πανηγύρι το οποίο κατέληγε σε αθλητικούς αγώνες!

Το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στην τοποθεσία Χώτσα των συνόρων Βεσινίου και Νασίων Καλαβρύτων. Μετά τη θεία λειτουργία προς τιμήν του αγίου, ακολουθούσαν αθλητικοί αγώνες, εις ανάμνηση μιας παράδοσης χιλιάδων ετών λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων!.

Το γεγονός τούτο επικρατεί ακόμη και σήμερα ως έθιμο σε πολλά ξωκκλήσια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εορτή του Αγίου Γεωργίου, , που συνήθως εορτάζεται σε ξωκκλήσια, όπως στο χωριό Βεσίνι Καλαβρύτων (θέσις Χώτσα) όπου οι πιστοί, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, διαγωνίζονται σε αγώνες δρόμου κλπ., παρουσία των ιερωμένων, που δια του τρόπου αυτού, ευλογούν τους αθλητικούς αγώνες, ενώ το βραβείο του νικητού είθισται να είναι μία «κουλούρα» (ειδικό ζαχαρένιο ψωμί διακοσμημένο με θρησκευτικά σύμβολα και στολισμένο με ανοιξιάτικα λουλούδια) ή ό,τι δήποτε άλλο θυμίζει εορτή της Ανοίξεως!
Ιδού, λοιπόν, γιατί ο Κλήρος και ο Ελληνικός λαός ουδέποτε ενέδωσαν στα όποια «βασιλικά» ή «αυτοκρατορικά διατάγματα», όπως αυτό του Θεοδοσίου του Μεγάλου, μιας και η ψυχή τους ήταν κυριολεκτικά δοσμένη στις πατροπαράδοτες και διαχρονικές ελληνοχριστιανικές αξίες, που πάντοτε συνυπήρχαν μαζί με το δίκαιο, τη λογική και τον χριστιανικό ανθρωπισμό ή την ανθρώπινη αλληλεγγύη.
Περιττόν να πούμε, ότι οι γυμνικοί αγώνες ουδέποτε ανεβίωσαν και τούτο διότι οι σημερινές κοινωνίες δεν ενδίδουν στα όποια περίεργα κινήματα ή σε ιδέες που υποκρύπτουν παρόμοιες κινήσεις. Πολλώ δε μάλλον όταν η Εκκλησία, για λόγους ηθικής τάξεως, δια της απαγορεύσεως παρομοίων γυμνικών αγώνων, ήθελε πρωτίστως να προασπίση και, ασφαλώς, να υπερασπίση την αξιοπρέπειαν και ηθική του Έλληνος πολίτου και Ορθοδόξου Χριστιανού, ο οποίος, πάνω απ’ όλα, βάζει την υπεροχήν του πνεύματος και της ψυχής!

Η «ΦΛΟΓΑ» ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ
Επειδή ενδεχομένως ορισμένοι απορήσουν πώς είναι δυνατόν να ομιλούμε για την φλόγα και να την συνδέουμε με το Ολυμπιακό πνεύμα σε σχέση με το θρησκευτικό μας πιστεύω, θα διερευνήσουμε το θέμα να δούμε σε ποια σημεία η Αγία Γραφή αναφέρονται στον όρο «φλόγα».
Α) Παλαιά Διαθήκη. Μέσα σ’ αυτό το έργο οι βιβλικοί συγγραφείς κάνουν μνεία περί του όρου «φλόξ-φλογός» συνολικώς πεντήκοντα επτά (57) φορές, αρχής γενομένης από την Γένεση: «φλόξ εγένετο» (Γεν. 15, 17), «ανέβαινεν φλοξ της γης» (Γεν. 19, 28) και προχωρώντας φθάνουμε στην Έξοδο: «ώφθη δε αυτώ … εν πυρί φλογός» (Εξ. 3, 2), στους Αριθμούς: «φλοξ εκ πόλεως Σηών» (Αρ 21, 28) και σε όλα σχεδόν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (Κριταί, Ιώβ, Ψαλμοί, Παροιμίαι Σολομώντος, Άσμα Ασμάτων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Ωσηέ, Οβδιού κλπ).
Περιττόν να πούμε ότι παράγωγα αυτού του όρου βρίσκουμε και σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως για παράδειγμα, το ρήμα «φλογίζω»: «και το πυρ φλογίζειν εν τη χαλάζη» (Εξ. 9, 24), η λέξις «φλόγινος» : «έταξεν …την φλόγινον ρομφαίαν» (Γεν. 3, 24) και άλλες παρεμφερείς λέξεις (λάμψις, αστραπή, θέρμη, ορμή κλπ).
Β) Καινή Διαθήκη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους ευαγγελιστάς, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο «φλόξ-φλογός» επτά (7) φορές, με διττή έννοια (πυρ φλογός, φλόξ πυρός, πυρ φλέγων) οι οποίες, εν συντομία, έχουν ως εξής:
 «ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκ. 16, 24).
 «εν φλογί πυρός βάτου» (Πραξ. 7, 30).
 «εν πυρί φλογός» (Β΄ Θεσσ.. 1, 8).
 «πυρός φλόγα (Εβρ. 1, 7).
 «ως φλόξ πυρός» (Αποκ. 1, 14).
 «ως φλοξ πυρός» (Αποκ. 2, 18).
 «ως φλοξ πυρός» (Αποκ. 19, 12).
Με την ίδια λογική, όπως στην Παλαιά, έτσι και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν παρεμφερείς όροι με την λέξη «φλόγα», όπως για παράδειγμα ο όρος «φλογίζειν» , που διαβάζουμε μέσα στην επιστολή του Ιακώβου, που γράφει επί λέξει τα εξής: «και η γλώσσα πυρ, ο κόσμος της αδικίας. Ούτως η γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν ημών η σπιλούσα όλων το σώμα και φλογίζουσα τον τροχόν της γενέσεως και φλογιζομένη υπό της γεέννης.» (Ιακ.3, 6).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ακόμη και ελληνικό όνομα έχουμε εις την Καινήν Διαθήκην, που είναι παράγωγον της λέξεως «φλόξ, φλογός», όπως ο Φλέγων, που διαβάζουμε στην Προς Ρωμαίους επιστολήν, μιας και και ο Απόστολος Παύλος παρακαλεί του χριστιανούς λέγοντας : «ασπάσασθε Ασύγκριτον, Φλέγοντα, Ερμάν» (Ρωμ. 16, 14).

ΑΘΛΟΦΟΡΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ!..
Για να αποδειχθή το γεγονός, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας είχαν κατά νουν την θετικήν πλευράν των Ολυμπιακών Αγώνων, αρκεί να υπομνήσωμεν την συχνήν αναφοράν τους σε αθλητικούς όρους, που βρίσκουμε σε όλα σχεδόν τα εκκλησιαστικά ή πατερικά μας κείμενα, όπως για παράδειγμα:
 «Αλλ’ εκεί μεν πηγή αθλοφόρα νάματα βρύει…», γράφει ο ιερός Χρυσόστομος μέσα στο έργο του «Εις τον Πρόδρομον» (Vol. 59 pg 489 ln 38t).
 “ώ μήτηρ έθνους, έκδικε του νόμου και υπερασπίστρια της του δια σπλάχνων αγώνος αθλοφόρε ώ αρρένων προς καρτερίαν…», θα διαβάσουμε στην Μετάφραση της Βίβλου (Μακκαβαίων Δ, κεφ. 15, παρ. 29 στ.3).
 «Μιμητής υπάρχων του ελεήμονος και ιαμάτων την χάριν κομισάμενος, αθλοφόρε και μάρτυς Χριστού του θεού..», θα δούμε μέσα στο έργο του Ρωμανού του Μελωδού (Ύμνος εις τον Ρωμ(μ)ανόν, Hymn. 60 -proem—strophe t section 1 line 1).
 «Συν ουν αθλοφόρε, αεί νικηφόρε και στεφανηφόρε και κατά πάντα θεοφόρορε Δημήτριε», θα ψιθυρίσουμε διαβάζοντας και πάλι Ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού (Hymn. 71 –proem- strophe t section 23 line 1).
 «ώ αθλοφόρε, Βαρβάρα, και καλλλίνικε αοίδιμε, και αείμνηστε, και πανεύφημε μάρτυς, και εννομοτάτη αθλήτρια, της των ουρανών βασιλείας πρόξενος…», θα διαβάσουμε στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό («Του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου πρεσβυτέρου του Δαμασκηνού εγκώμιον, εις την αγίαν και ένδοξον του Χριστού μάρτυρα Βαρβάραν», Volume 96 page 781 line t28).
 «και όμως συ κατηξιώθης αθλοφορήσαι. Πόθεν σοι τούτο, ώ τέκνον;», γράφει ο Θεοδώρητος ο Στουδίτης (Επιστολή 172 στίχος 6).
 «…πολλή η παρρησία, αθλοφορική η προς τον χριστομάχον Αντώνιον…», θα αναφέρη και πάλι ο Θεόδωρος Στουδίτης (Επιστολή 1182, στίχος 12).
 «χαίρε, ευφραίνου ισχύσεις συν θεώ πάντα ενεγκείν, αθλοφορικόν στέφανον αναδησάμενος», θα τονίση εκ νέου ο ως άνω μαρτυρών (Επιστολή 315, στίχος 12).
 «… αλλά καθόσον παραχωρεί ο αγωνοθετών και συναθλών ημίν Χριστός, μέτρω και σταθμώ της εκάστου δυνάμεως εν κρίσει δικαία τους αγώνας επαφείς…», θα ανακράξη και πάλι ο προειρημένος συγγραφεύς (Επιστολή 301 στίχος 24).
 «Μάρτυρες αθλοφόροι», θα αναφωνήση ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (Βιβλίον Η΄, Επίγραμμα 102, στίχος 2).
 «Μαρτύρομ’ αθλοφόροι και μάρτυρες», θα αναγράψη εκ νέου ο ως άνω Πατήρ της Εκκλησίας μας (Βιβλίον Η΄, Επίγραμμα 169 στίχος 1).
 «αθλοφόροι δε αμφότεροι λείποντο», θα πη ο Νόννος ο Πανοπολίτης μέσα στα «Διονυσιακά» του (Βιβλίο p1 line 2).
 «τέσσαρες αθλοφόροι ίπποι αυτοίσιν όχεσφιν ελθόντες…», θα γράψη ο Ευστάθιος (Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα, Volume 30 page 292 line 30).
 «Απαρχή δε τούτων γεγόνασιν οι αθλοφόροι μάρτυρες», θα επισημάνη ο Κύριλλος ο Θεολόγος μέσα στο 70ό Απόσπασμα ενός συγγράμματός του).
 «παρακαλέσατε δη, αθλοφόροι του Χριστού, υπέρ του ελαχίστου και ελεεινού Εφραίμ», θα ικετεύση ο Εφραίμ ο Σύρος (Εγκώμιον εις τους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας», page 162 line 9) κ.α.
Περιττόν να πούμε, ότι πολλούς αθλητικούς όρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατ’ επανάληψιν έχουν χρησιμοποιήσει οι Πατέρες της Εκκλησίας μας μέσα εις τα συγγράμματά τους, όπως, για παράδειγμα: «αθλητής» σε όλες τις κλίσεις και στα τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο), το επίρρημα «αθλητικώς», «αθλητικότατος», «αθλητικώτερος», «αθληφόρος» (σε όλες τις κλίσεις και στα τρία γένη), καθώς και άλλοι παρόμοιοι όροι, που έχουν σχέση με τους αθλοφόρους νικητάς («στέφανος», «στεφανώσαι» κλπ), και τους οποίους μπορούμε να βρούμε πάρα πολλές φορές μέσα στα εκκλησιαστικά ή πατερικά μας κείμενα. Το γεγονός αυτό μας επιβεβαιώνει την επισήμανση, ότι όλοι σχεδόν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά και οι Βυζαντινοί συγγραφείς είχαν προ οφθαλμών όχι μόνον τους αθλητικούς όρους, αλλά και την εν γένει ιδέαν του ολυμπισμού ή της λεγομένης Ολυμπιακής Ιδέας!…

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ!..
Η μεγαλύτερη απόδειξις του γεγονότος ότι η Εκκλησία μας είχε κατά νουν την ιδέαν του ολυμπισμού, επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι ο στέφανος της ολυμπιακής νίκης περνάει εις την χριστιανικήν πίστιν ως στέφανος του μαρτυρίου, πράγμα που δεικνύει την θείαν επιβράβευσιν του μάρτυρος Χριστιανού, που όχι μόνον φορά τον στέφανον της δόξης, αλλά, ίσως, και το φωτοστέφανον της αγιοσύνης αυτού!
Γράφει, για παράδειγμα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (; + 220 μ.Χ): «και ο εις στέφανος υψηλότερος υπήρχεν των ετέρων δύο στεφάνων οι δε στέφανοι εκαλούντο στέφανοι μαρτυρίας, και είχεν ο ανήρ εν τη χειρί αυτού κάλαμον χρυσούν…» (Διαθήκη του Πατριάρχου Αβραάμ 10, 17).
Αλλά και ο Γρηγόριος ο Νύσσης (331-400 μ.Χ.) λέγει σε μία αποστροφή των λόγων του: « επεί ουν τέλος παντός αγώνος η νίκη γίνεται, προς ην βλέποντες οι προς τους αγώνας αποδυόμενοι της αθλήσεως άπτονται» (Εις τας επιγραφάς των Ψαλμών, τόμος 5, κεφάλαιο 24, στίχος 3).
Ο Μέγας Αθανάσιος (296-373 μ.Χ.), η μεγάλη αυτή μορφή της Εκκλησίας μας, θέλοντας να εγκωμιάση τις αγαθές πράξεις των πιστών, αλλά και να καυτηριάση τις πράξεις του Διαβόλου, θα γράψη: «Όπως και οι αγαπώντες τον Θεόν φανερωθώσι, και προσκείμενοι ταις ηδοναίς ελεγχθώσιν. Αντιδίκου γαρ μη προσκειμένου οι γνήσιοι στρατιώται του βασιλέως ου φανερούνται. Ο ουν διάβολος αίτιος νίκης και στεφάνων γίνεται και τιμών τοις αγαπώσι τον Θεόν» («Προς Αντίοχον άρχοντα…», τόμος 28, σελίδα 597, στίχος 32t).
Θέλοντας δε να θυμηθούμε τον άλλον μεγάλον άνδρα της Εκκλησίας μας, τον Μέγα Βασίλειο (329-379 μ.Χ.), έτσι όπως ακριβώς τον διαβάζαμε εις την περίφημη Ομιλία του «Προς τους Νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», θα δούμε ότι, σ’ ένα σημείο της διδαχής του, λέγει, διερωτώμενος, τα εξής: «Ει δε τα Μαρσύου ή τα Ολύμπου των Φρυγών περιειργάζοντο κρούματα, καταλιπόντες την κόνιν και τα γυμνάσια, ταχύ γ’ αν στεφάνων ή δόξης έτυχον, ή διέφυγον το μη καταγέλαστοι είναι κατά το σώμα;» (Section 8 line 28).
Θα θεωρούσαμε δε περιττόν να λέγαμε, ότι οι ως άνω Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν είναι, ασφαλώς, οι μόνοι, αλλά και πολλοί άλλοι που αναφέρονται στον στέφανον της δόξης για τους νικητάς της Πίστεώς μας και τον θρίαμβον της Ορθοδοξίας μας!..

Η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΦΛΟΓΑ
Πώς μπορούμε, όμως, να «συσχετίσωμε» το θέμα της Ολυμπιακής Φλόγας με τον Άγιον Φως του Παναγίου Τάφου;
Ας το εξετάσωμεν:
Το θέμα της Τελετής της Αφής της Ολυμπιακής φλόγας, ως μία συμβολική πράξις, έχει μια πανάρχαια ιστορική ρίζα, αφού θυμίζει το αρχέγονο ελληνικό φως που διοχέτευσε στον κόσμο ο θεός Απόλλων, δεδομένου ότι, ο ολύμπιος αυτός θεός, ως γνωστόν, ήτο και θεός του φωτός.
Η λαμπαδηδρομία στην ελληνική αρχαιότητα είχε κι αυτή την δική της συμβολική αξία. Αυτός και ο λόγος που αξίζει να διαβάσωμε τι αναφέρει επ’ αυτού ο Πατριάρχης Φώτιος (; + 860 μ.Χ.), σε μία αναφορά του για τα « Γυμνάσια αλειπτήρια, ή βαλανεία, ή λουτρά» και, κυρίως, όταν αναλύει τον όρο «Γυμνασίαρχος»:
«Γυμνασίαρχος δέκα γυμνασίαρχοι ήσαν εις καθ’ εκάστην φυλήν, και ούτοι ήγον τα λαμπαδηδρόμια την εορτήν. Ήλειφε μεν ουν ο γυμνασίαρχος τους εφήβους, οι δε αλειψάμενοι κατά διαδοχήν έτρεχον άλλος άλλω την λαμπάδα μεταδιδούς. Και ήπτεν ο τελευταίος της τάξεως τον βωμόν. Εκ τοίνυν των διαφόρων τάξεων ο πρώτος άψας τον βωμόν ούτος ενίκα, και αυτός και η τούτου φυλή. Ήγετο δε η εορτή Προμηθεί και Ηφαίστω και Πανί τω μεν δια την κλοπήν του πυρός, Ηφαίστω δε ότι δεσπότης ενομίζετο του πυρός, τω Πανί δε ότι συμμαχήσειν έδοξε Αθηναίοις εν τοις Περσικοίς.» (Photius: Lexicon: Alphabetic letter gamma entry 226 line 1).

Για την Ελλάδα, όπως υποστηρίζει και η κα Χριστίνα Κουλούρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, η λαμπαδηδρομία, θα συμβολίση την σύνδεση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με την αρχαιότητα και μάλιστα με τον ίδιο τον τόπο των αρχαίων Αγώνων, την Ολυμπία, ενώ για το τελετουργικό της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας θα αναφέρει τα εξής:
«Το τελετουργικό που υιοθετήθηκε – με τη μέθοδο αφής της φλόγας και τις ενδυμασίες των ιερειών – αποτελούσε μια επιπλέον προσπάθεια «αναβίωσης» της αρχαιότητας. Ταυτόχρονα, η τελετή αυτή επιβεβαίωνε την «ελληνικότητα» των Ολυμπιακών Αγώνων και χάριζε στην Ελλάδα μια ξεχωριστή, τιμητική θέση στο ολυμπιακό τελετουργικό αντίστοιχη με εκείνη που της παρείχε το δικαίωμα να παρελαύνει πρώτη στην τελετή έναρξης (από το 1928). Στην ουσία, αποτελοιύσε μια μερική ικανοποίηση του αιτήματος της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, που είχε διατυπώσει η Ελλάδα το 1896, εφόσον της πρόσφερε τη δυνατότητα να είναι η μόνη αφετηρία τους».(«Το Βήμα», Πέμπτη 25 Μαρτίου 2004).
Σε άλλο σημείο του άρθρου της, η ως άνω καθηγήτρια, θα κάνη λόγο και για το ολυμπιακό κίνημα λέγοντας επί λέξει τα εξής:
«Για το ολυμπιακό κίνημα η λαμπαδηδρομία παρέπεμπε στην ειρηνική συνύπαρξη και στη συνεργασία διαφορετικών λαών στο ολυμπιακό έργο. Η πορεία της φλόγας από την αρχαία Ολυμπία στην εκάστοτε πόλη-διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων δήλωνε την πορεία του ολυμπιακού πνεύματος μέσα στην Ιστορία. Ταυτόχρονα απαιτούσε το άνοιγμα των συνόρων και η συμμετοχή λαμπαδηδρόμων από διαφορετικά έθνη στη μεταφορά του ολυμπιακού φωτός».

ΓΕΓΟΝΟΣ είναι ότι η πρώτη τελετή αφής της Ολυμπιακής φλόγας έγινε στην Ολυμπία στις 20 Ιουλίου 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου, ενώ η απόφαση για την θέσπιση αυτής της νέας ολυμπιακής τελετουργίας, είχε ληφθεί δύο χρόνια ενωρίτερον, εις την Σύνοδον της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στην Αθήνα, με πρόταση του Καρλ Ντιμ (Carl Diem), παρά το γεγονός ότι η Ολυμπιακή φλόγα είχε χρησιμοποιηθεί και σε προηγούμενες Ολυμπιάδες με συμβολικούς στόχους, αλλά δεν είχε γίνει λαμπαδηδρομία.
Είναι γνωστόν, ότι με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου το 1936, ο Γερμανός Καρλ Ντιμ, ο οποίος, σημειωτέον, ήταν Διευθυντής της Ακαδημίας των Σπορ της Κολωνίας, αλλά και Γραμματεύς της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων, συνέλαβε την ιδέα της ολυμπιακής λαμπαδηδρομίας. Είχε βρεθεί τον Μάιο του 1934 στην Ελλάδα για την Σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, επισκέφθηκε την αρχαία Ολυμπία και, ενθουσιασμένος από το ελληνικό τοπίο στην Τεγέα, κοντά στην Βυζαντινή Επιτροπή, πρότεινε στα υπόλοιπα μέλη της ΔΟΕ να συνδέσουν τις δύο χώρες, Ελλάδα και Γερμανία, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Μάλιστα, όταν ρωτήθηκε με ποιόν τρόπο θα γίνη αυτό, απήντησε: «Με την Ολυμπιακή λαμπαδηδρομία»!
Γράφει η εφημερίς «Το Βήμα» της Πέμπτης 25 Μαρτίου 2004:

«Ήταν το 1936 που για πρώτη φορά έγινε αφή (άναμμα) της ολυμπιακής φλόγας με δάδα στην Ολυμπία και έτσι ξεκίνησε ένα από τα κορυφαία γεγονότα των εκάστοτε Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με ερευνητές ντοκουμέντων της εποχής, φορέας της ιδέας της αφής της ολυμπιακής φλόγας με την βοήθεια του ηλιακού φωτός είναι ο Έλληνας αρχαιολόγος και ζωγράφος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς. Πάντως, ορισμένοι παρατηρούν ότι κινητήριος … έμπνευση ήταν η ναζιστική προπαγάνδα στην Γερμανία – η χιτλερική εξουσία τότε, έτσι κι αλλιώς, έκανε «λάστιχο» τους συμβολισμούς των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το άναμμα της ιερής φλόγας στις 20 Ιουλίου του 1936 οδήγησε 7.000 κόσμου στο μικρό χωριό, την Ολυμπία, για να δουν το φως της ιερής φλόγας. Οι επίσημοι, που διέμειναν στο ξενοδοχείο των σιδηροδρόμων Ελλάδος, έφθασαν στον χώρο του σταδίου της αρχαίας Ολυμπίας στις 11 το πρωί. Λίγο μετά έγινε η είσοδος των «Εστιάδων» – ντυμένων με χλαμύδα κοριτσιών – που κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ιεράς Άλτιδος. Η αφή της ολυμπιακής φλόγας έγινε από την πρωθιέρεια Κούλα Πράτσικα και η δάδα με το φως, ξεκινώντας από την Ολυμπία, με πρώτο λαμπαδηδρόμο τον νεαρό αθλητή Κωνσταντίνο Κονδύλη, ταξίδεψε για πρώτη φορά χέρι με χέρι ως το Βερολίνο.
Έκτοτε η φλόγα σηματοδοτεί την έναρξη των Αγώνων και η διαδρομή της εμπεριέχει συμβολισμούς. Το 1960, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, η φλόγα ακολούθησε μια διαδρομή «φόρο τιμής» στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό πολιτισμό (διαδρομή Πειραιάς-Ρώμη με το πλοίο «Αμέρικο Βεσπούτσι» και σταθμοί σε περιοχές με μνημεία των δύο χωρών). Η διαδρομή αυτή ήταν και η πρώτη που καλύφθηκε τηλεοπτικά.

Το 1968, στο Μεξικό, η λαμπαδηδρομία ακολούθησε την διαδρομή του Χριστόφορου Κολόμβου και η πρωταθλήτρια στίβου Ενρικέτα Μπαζίλιο ήταν η πρώτη γυναίκα που άναψε φλόγα στον ολυμπιακό βωμό.
Το 1992 στην Βαρκελώνη, ο Αντόνιο Ρέμπολο, παραολυμπιονίκης τοξοβόλος, άναψε τον βωμό με φλεγόμενο βέλος, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ το 2000 η φλόγα ταξίδεψε κάτω από το νερό στο Creat Barrier Reef, διανύοντας την μεγαλύτερη ως τότε απόσταση στην ιστορία των Αγώνων.
Η ολυμπιακή λαμπαδηδρομία της Αθήνας 2004 είναι η πρώτη παγκόσμια λαμπαδηδρομία! Για πρώτη φορά θα περάσει και από τις πέντε ηπείρους, που εκπροσωπούνται από τους Ολυμπιακούς Κύκλους και για πρώτη φορά θα πάει στην Αφρική (Κάϊρο και Κέϊπ Τάουν) και στην Λατινική Αμερική (Ρίο Ντε Τζανέϊρο). Το οικουμενικό ταξίδι της θα ξεκινήσει στα 4 Ιουνίου 2004 από την Αθήνα και, περνώντας από 33 πόλεις του κόσμου, η φλόγα θα επιστρέψει στις 9 Ιουλίου 2004 στην Ελλάδα, για να καταλήξει – αφού διατρέξει νομούς της νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας – στις 13 Αυγούστου 2004 στο Ολυμπιακό Στάδιο για να σημάνει την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004».
Αν προσέξαμε καλά, η Ολυμπιακή Φλόγα θα περάσει από 33 πόλεις του κόσμου, δηλαδή όσα ήσαν και τα χρόνια του Ιησού Χριστού!
Σύμπτωση; Δεν ξέρω!
Εκείνο που γνωρίζειμο γράφων είναι, ότι μέσα στο βιβλίο μας: «Ιησούς Χριστός: Ελληνισμός-Χριστιανισμός» θα διαβάσωμε ένα άρθρο με τίτλο: «Από την Μαντινεία στην Τεγέα», το οποίο λέγει επί λέξει τα εξής:

«Στην Τεγέα υπάρχει μνημειώδης ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα αφιερωμένη στην ιστορική απόφαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1934 για την καθιέρωση της αφής του Ολυμπιακού φωτός στην Ολυμπία και την μεταφορά του από εκεί με λαμπαδηδρομία στον χώρο τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων (τότε στο Βερολίνο, το 1936). Σχετικό ρεπορτάζ της εποχής, (αναδημοσιευμένο στην εφ. ΑΛΗΘΕΙΑ, αρ. 1098, 28-8-76) αναφέρει πώς ελήφθη αυτή η ιστορική απόφαση με την οποία υποδηλώνεται η σύζευξη (μεταλαμπάδευση) του ελληνικού πολιτισμού (ολυμπιακό πνεύμα) με τον πανανθρώπινο οικουμενικό. Επισημαίνουμε στις τελευταίες σειρές της αναμνηστικής επιγραφής το γεγονός, ότι οι τοπικές ετήσιες εορτές για την Αλέα Αθηνά και τη θεά Υγεία, ως αναβίωση των αρχαίων αντίστοιχων, όπως και οι σύγχρονες Ολυμπιάδες, «επιστέφουν» την εορτή της Θεοτόκου. Στο πρόσωπο της Παναγίας τιμούνται οι αρετές της σοφίας της αρχαίας Αθηνάς και της προστάτιδας της υγείας, θεάς Υγείας, που απαθανάτισε ο γλύπτης Σκόπας στον ναό της Αλέας Αθηνάς.
Παρόμοια επιβίωση λατρείας υπάρχει και μεταξύ Αρτέμιδας Ωκυτόκου, προστάτιδας του τοκετού, με τη χρήση του φυτού Άψινθος (αφέψημα αψιθιάς), στο οποίο έδωσε το όνομά της (Αρτεμισία = Άψινθος) και της Παναγίας της Αψινθιώτισσας (μοναστήρι στην Κύπρο)».
Τα παραπάνω γράφει ο γνωστός Έλληνας φιλόλογος, γλωσσολόγος και ιστορικός κ. Γεώργιος Ντελόπουλος, ο οποίος αποδεικνύει για μία ακόμη μία φορά την σύζευξιν Ελληνισμού- Χριστιανισμού, μέσω πληθώρας δημοσιευμάτων του παρελθόντος.

Η ΦΛΟΓΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ!..
Χωρίς αμφιβολία, το αρχέγονον φως του Ελληνισμού, η φωτιά του Προμηθέως, ήταν η πρώτη φλόγα που δεν θέρμανε απλώς τα παγωμένα σώματα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας, αλλά εφώτισε κιόλας την σκέψη των ανθρώπων που η θεά Τύχη τους έφερε την φωτιά μέσα στο σπίτι τους.
Έκτοτε το Οικουμενικό Πνεύμα των Ελλήνων, δανεισμένο από την φλόγα της οικουμενικής σκέψεως των αρχαίων προγόνων μας, θα δανείζη συνεχώς την Οικουμένη!
Μέσα στο βιβλίο μας «Ο Παγκόσμιος Έλλην» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Το Οικουμενικό Πνεύμα των Αρχαίων Ελλήνων», θα διαβάσωμε, για τον Οικουμενικό Ελληνισμό, τα εξής:
«Ωστόσο, οι αρχαίοι Έλληνες , τον Οικουμενικό Ελληνισμό δεν τον προωθούσαν μόνον με τους κλασσικούς συγγραφείς, αλλά και με δύο άλλες δραστηριότητες πολύ σημαντικές: του Ολυμπιακούς Αγώνες και τις Αμφικτυονίες, που έγραψαν, κατά την ελληνική αρχαιότητα, την δική τους ιστορία:
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, πού καθιερώθηκαν για πρώτη φορά το 776 π.Χ., στην Αρχαία Ολυμπία, δια της υποχρεωτικής εκεχειρίας των πόλεων, που ελάμβαναν μέρος στους Αγώνες, έστελναν , με τον κότινον της νίκης (= τον κλάδον ελαίας με τον οποίον εστεφάνωναν τον νικητή), το δικό τους οικουμενικό μήνυμα, που δεν ήταν άλλο, παρά η ειρήνη, η οποία πρέπει να βασιλεύη στους ανθρώπους για την προώθηση των πλέον υψηλοτέρων ιδεωδών και στόχων του ανθρώπου πάνω στη γη, όπως για παράδειγμα, η ευημερία και η κοινωνική συνοχή, η αλληλεγγύη και ο ανθρωπισμός!
Το ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας εγκρέμιζαν συχνά ένα κομμάτι τείχους της πόλεως, που γέννησε τον Ολυμπιονίκη τους, δεν ήταν μόνον δείγμα τόλμης και αφοβίας προς τους εχθρούς, αλλά και ένα δείγμα εξανθρωπισμού των ανθρώπων, που δεν ήθελαν τα τείχη ανάμεσά τους, όπως ακριβώς γίνεται ακόμη και σήμερον στις υποτιθέμενες «πολιτισμένες» χώρες !…
Δεν ήταν μόνον οι αρχαίοι Έλληνες διθυραμβοποιοί, υμνωδοί και επιγραμματοποιοί, που εξυμνούσαν το αρχαίο ελληνικόν ολυμπιακόν κάλλος, όπως, για παράδειγμα, ο Πίνδαρος, αλλά και σύγχρονοι Έλληνες, όπως για παράδειγμα ο Λορέντσος Μαβίλης, ο οποίος, συγκεκινημένος από το ηρωϊκόν θάρρος της Καλλιπάτειρας, έγραψε γι’ αυτήν ένα σονέττο, που θαρρώ πως θα συγκινηθή ο αναγνώστης μόλις το διαβάσει::

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες ;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέλφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες

να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θαυμαστές ψυχές αντρίκειες.
Με τις άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια
στον αιώνα το σόϊ μου θα φαντάζη
με της αντριάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».

Τους ίδιους ανθρωπιστικούς και, κατ’ επέκτασιν, οικουμενικούς στόχους, εξυπηρετούσαν και οι άλλοι αγώνες που διεξάγονταν στην αρχαία Ελλάδα (Νέμεα, Πύθια, Ίσθμια), ενώ όλοι οι Αρχαίοι Έλληνες οικοδομούσαν την αλληλεγγύη μεταξύ των σύμφωνα με τις διαχρονικές αξίες που είχαν διδαχθή απ’ τους σοφούς πατεράδες των.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ακόμη και σήμερον, που η εμπορευματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων είναι σκληρή και ανελέητη, αφού σε καθημερινή βάση επενδύονται δισεκατομμύρια δραχμές για την εξυπηρέτηση οικονομικών και πολιτικών στόχων, εν τούτοις η επιστροφή της Ολυμπιακής Ιδέας στην κοιτίδα του Ολυμπισμού, την Αρχαία Ολυμπία, δεν ήταν μόνον ένα όραμα, που πήγε να υλοποιήση ο Δημήτρης Βικέλας μαζί με τον Πιερ ντε Κουμπερτέν, με την αναβίωσιν των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896, αλλά και πολλών άλλων πολιτικών ανδρών της σύγχρονης Ελλάδος, όπως, για παράδειγμα, του αειμνήστου Πρωθυπουργού (και αργότερον Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας) Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος δυστυχώς δεν ευτύχησε, επί των ημερών του, να δη πραγματοποιούμενο το όνειρό του, του σημερινού Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και πολλών άλλων, που αγωνίζονται για την υλοποίηση αυτού του μεγάλου (και συνάμα εθνικού ) οράματος.
Ίσως, κάποτε, η ανθρωπότης ξυπνήσει από τον λήθαργό της και -βλέποντας την Τελετήν Αφής της Ολυπιακής Φλόγας, που γίνεται κάθε τόσο στην Αρχαία Ολυμπία, λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων – θελήσει να ξαναθυμηθή τον «Ολυμπιακό Ύμνο» πού έγραψε ο εθνικός μας ποιητής, ο Έλλην Ορθόδοξος Χριστιανός, Κωστής Παλαμάς και ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να μεταφέρει τα δικά του ουράνια, θεϊκά και πανανθρώπινα μηνύματα, καθώς ψάλλει τον Ύμνο του ως εξής:

«Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα,
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα,
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή
και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος, μέγας ναός,
και τρέχει στον ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός».

Αυτός και ο λόγος που ο μεγάλος Έλλην ποιητής Άγγελος Σικελιανός, θέλοντας να εξυμνήσει το αρχαίον ελληνικόν κάλλος, μέσω της Ολυμπιακής Φλόγας, δηλαδή του Οικουμενικού πνεύματος της Ελληνικής Αμφικτυονίας, θα αναγκασθή να γράψη:
«Είμαι το πνεύμα, το πανάρχαιο Απολλώνιο πνεύμα, που κατέβη πρώτο από τις χιονοσκέπαστες κορφές της ιστορίας, ο Άρρην λόγος, ο όρθιος Δωρικός σκοπός, ο μυθικός προαιώνιος Νόμος. Είμαι η αρχή της Ακτινοβολίας, της Ευρυθμίας, της Πειθαρχίας, της Απλότητας, της βασικής κάθε ψυχής και λαού Αυτονομίας. Είμαι η αρχή της τέλειας Μνήμης. Είμαι το Γνώθι Σ αυτόν, το Μηδέν άγαν, είμαι η Χρυσή Τομή και η Τετρακτύς και ο Ακμών, είμαι το προμήνυμα του νέου χορού του καθαρμού απάνω από το πτώμα του φιδιού, που θρέψαν στη σπηλιά της γήϊνης ύλης, σκοτεινοί ληθαργημένοι αιώνες .
Περιμένω πια την πιο μεγάλη λύτρωσή μου. Θέλω να σαρώσω με μια υπέρτατη αντίσταση, ό,τι μάταιο κι ό,τι σάπιο από το χώμα. Μη μου κλείνετε πια τα στήθη σας, τη σκέψη σας και την ακοή σας. Εβγάτε να συναντηθούμε στη μεγάλη άπλα, που ό,τι τώρα στη φωνή μου, Σας φαντάζει φοβερό, αυτού που βρίσκεστε κλεισμένοι, είναι το Μέλος και το Μέτρο και ο Ρυθμός, οπόχει πλάσει ό,τι ανώτερο, γλυκύτερο κι αδρότερο στο λαό Σας και στους λαούς όλου του κόσμου. Είμαι ο ποταμός της φωτεινής Αγιότητας, που Σας καλεί να ξαναβαφτιστείτε, στα προαιώνια κρουσταλλένια νάματά του.
Βοηθήστε με, να Σας βοηθήσω.
Δεν μ’ ακούτε; Ο βρηχυθμός μου έχει πια ωριμάσει μες στους αιώνες, Μην αργείτε, Ελάτε, ελάτε. Ως πότε πια θα σας κράζω;».

ΑΠ’ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΦΛΟΓΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ !…
Από τότε, λοιπόν, που το αρχέγονο Ελληνικό φως έριξε τις πρώτες αχτίδες του στην σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων και υλοποιήθηκε με έναν συμβολικό τρόπο στην λεγόμενη λαμπαδηδρομία ή την Τελετή Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας της σήμερον, πέρασαν χιλιάδες χρόνια!…
Ο Ελληνισμός δεν μπορούσε να ζήση χωρίς το δικό του «ιερόν φως», το «Άγιον Φως»! Αυτός και ο λόγος που η θεϊκή Ελληνική Σκέψις, σαν άλλη Ολυμπιακή δάδα, μέσω της Ελληνικής γλώσσης του Ευαγγελίου, διεδόθη ανά τον κόσμο και φώτισε τις ψυχές όλων των χριστιανών της γης! Αυτός και ο λόγος που για μία ακόμη φορά, «ο Θεός της Ελλάδος», που τόσο πολύ πίστεψε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δεν θέλησε να «κιοτέψη» τον Έλληνα από τον βάρβαρο κατακτητή και του έσπειρε μέσα στο νου την αχτίδα της αναγέννησής του, όπως ακριβώς έγινε το 1821!

«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών».
Αυτός και ο λόγος που πριν από κάθε Ανάσταση, μέσα απ’ τον Πανάγιο Τάφο, θ’ ακτινοβολήση το θεϊκόν φως, το Άγιον Φως του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, που ανάβει μόνο του, όπως ακριβώς και η φλόγα της ολυμπιακής δάδας, όχι βεβαίως από τις ακτίνες του κτιστού φωτός του ηλίου, αλλά από το άκτιστον φως της θεϊκής δυνάμεως του Ιησού Χριστού!
Αυτός και ο λόγος που σκιρτούν από συγκίνηση οι καρδιές όλων των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών και, ασφαλώς, όλων των Χριστιανών της γης, κάθε φορά που ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων εξέρχεται του Παναγίου Τάφου για να μας καλέση στο πιο χαρμόσυνο άγγελμα της χριστιανοσύνης και της ανθρωπίνης ιστορίας:
«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών»!..

Του Άγγελου Σακκέτου

ΠΗΓΗ