Την εκταμίευση της δόσης των 748 εκ ευρώ από τα κέρδη ομολόγων προτείνει στο Eurogroup η έκθεση της η Ευρωπαϊκής Επιτροπή.

Παράλληλα, επικυρώνει την επιτυχημένη ολοκλήρωση της 10ης αξιολόγηση σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, εκτιμώντας ότι παρά κάποιες καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας υπάρχει επαρκής πρόοδος των ελληνικών αρχών σε ένα πακέτο βασικών μεταρρυθμίσεων.

Αναφορικά με το πακέτο των μεταρρυθμίσεων που έχουν προχωρήσει, εμπεριέχεται πλήρης εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα και για τα φυσικά πρόσωπα από 1η Ιουνίου που θεωρείται πολύ βασική, καθώς δίνει μια συνολική λύση για το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους .

Τονίζει πάντως ότι θα πρέπει ο νέος φορέας για την πώληση και επαναμίσθωση για 12 χρόνια των ακινήτων νοικοκυριών δε θα πρέπει να ενταχθεί στους φορείς της γενικής Κυβέρνησης θα έχει αρνητική επίδραση στα δημόσια έσοδα.

Επίσης καταγράφει πρόοδο στην παράταση του προγράμματος Ηρακλής, το οποίο συνετέλεσε να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια από το 40% το 2019 στα 30,2% στο τέλος του 2020 καθώς θα βοηθήσει την ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζών.

Τα σενάρια για το χρέος

Την ίδια ώρα, έχει προχωρήσει σε ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Στο βασικό σενάριο, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ παραμένει σε καθοδική πορεία από το 2021 και μετά.

Το χρέος αναμένεται να φθάσει το 169% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας και να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2047 στο βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το αποτέλεσμα λαμβάνει υπόψη του τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα έξι χρόνια και βασίζεται στις παραδοχές που χρησιμοποιούνται στην εαρινή πρόβλεψη της Επιτροπής.

Τα μέτρα που παρουσιάζονται στο Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα (επί 0,8) στο πραγματικό ΑΕΠ  κατά μέσο όρο μεταξύ του 2021 και του 2026, αλλά η ανάλυση βιωσιμότητας δεν λαμβάνει υπόψη πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της χώρας μετά το 2026.

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το 13% του συνολικού κονδυλίου αναμένεται να εκταμιευθεί το 2021 ως προχρηματοδότηση. Για τα δάνεια, οι υπολογισμοί βασίζονται στο σχέδιο της κυβέρνησης να δανείσει όλο το ποσό για τον ιδιωτικό τομέα, με τη μορφή συγχρηματοδότησης και οι λήξεις αντιστοιχούν με τα δάνεια του Ταμείου.

Αυτό, συμπεραίνει η Επιτροπή, οδηγεί βραχυπρόθεσμα σε αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, αλλά δεν έχει καμία επίπτωση στα ονομαστικά επίπεδα χρέους μακροπρόθεσμα, καθώς η αποπληρωμή των δανείων από τον ιδιωτικό τομέα στην κυβέρνηση θεωρείται ότι θα παράσχει την απαραίτητη χρηματοδότηση για την αποπληρωμή των δανείων προς την ΕΕ.

Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης παραμένουν αυξημένες βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω του υψηλού πρωτογενούς ελλείμματος, επισημαίνει η Επιτροπή. Η εφαρμογή της δανειακής διευκόλυνσης που παρουσιάζεται στο Ταμείο αναμένεται να συμβάλει στις υψηλότερες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 2021-2022, αν και η πρόσθετη χρηματοδοτική ανάγκη καλύπτεται από την πρώτη εκταμίευση.

Τα επόμενα χρόνια, οι μεικτές ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να είναι μέτριες και να παραμείνουν χαμηλότερα από το 15% του ΑΕΠ έως το 2030. Μετά το 2030, ξεκινά μια περίοδος αυξημένων αναγκών, που συνδέονται με την έναρξη της αποπληρωμής των δανείων που επεκτάθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και μέχρι τη λήξη της περιόδου αναβολής πληρωμής των τόκων από τα δάνεια και στη συνέχεια μειώνονται και πάλι, για να φθάσουν το 13% του ΑΕΠ έως το 2060.

Τα εναλλακτικά σενάρια καταδεικνύουν αυξημένα ρίσκα βιωσιμότητας. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης είναι υψηλότερες μακροπρόθεσμα και οριακά υπερβαίνουν το 20% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια της προβολής.

Στο άλλο σενάριο, τα επίπεδα χρέους παραμένουν υψηλά μακροπρόθεσμα και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης αυξάνονται σε όλο τον ορίζοντα της ανάλυσης, ξεπερνώντας μόνιμα το 20% του ΑΕΠ από τα μέσα της δεκαετίας του 2040.