Πλήρη απορρόφηση και η αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, συνέχιση της εφαρμογής της ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του προγράμματος ESM και σταδιακή και προσεκτική επιστροφή σε μια δημοσιονομική πορεία που συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, με ταυτόχρονη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συνιστά ο ESM για την Ελλάδα, στην ετήσια έκθεση πεπραγμένων για το 2020, που ενέκρινε σήμερα το Συμβούλιο των Διοικητών του, το οποίο συνεδρίασε στο περιθώριο του Eurogroup, στην έδρα του οργανισμού στο Λουξεμβούργο.
Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο για την Ελλάδα, η ετήσια έκθεση του ΕSM αναφέρει τα εξής:
“Η πανδημία διέκοψε μια τριετή οικονομική ανάκαμψη και οδήγησε σε ένα σημαντικό έλλειμμα γενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά από το 2015. Το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα, κυρίως λόγω της πτώσης του τουρισμού και των μέτρων για τη συγκράτηση της διάδοσης του Covid-19. Η ύφεση και τα προσαρμοσμένα μέτρα ενίσχυσης ώθησαν τον προϋπολογισμό σε μεγάλα ελλείμματα. Οι ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, υποστηριζόμενες από τα προγράμματα της ΕΚΤ και το σχέδιο ανάκαμψης της επόμενης γενιάς της ΕΕ, επέτρεψαν στη χώρα να καλύψει τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες και να διατηρήσει υψηλά ταμειακά υπόλοιπα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μέχρι στιγμής εξαλείψει τον αντίκτυπο της πανδημίας και έχουν χορηγήσει ένα αυξανόμενο ποσό δανείων σε επιχειρήσεις, κυρίως χάρη στην εποπτική ευελιξία και τα εθνικά συστήματα στήριξης”.
Επιπλέον, ο ESM καταγράφει ότι “μετά από έντονη ανάπτυξη από το 2017, η πανδημία προκάλεσε ύφεση με πτώση 8,2% το ΑΕΠ του 2020. Η πτώση του τουρισμού έπληξε την οικονομία πιο έντονα, ενώ η εγχώρια κατανάλωση μειώθηκε λιγότερο λόγω της σημαντικής εισοδηματικής στήριξης της κυβέρνησης για τομείς που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία. Παρά τη συγκριτικά ανθεκτική εξαγωγή αγαθών, η επιδείνωση του ισοζυγίου υπηρεσιών διεύρυνε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών”.
Ο ESM αναφέρει ότι “η ύφεση και τα στοχοθετημένα φορολογικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης στην υγεία και τη στήριξη της οικονομίας συρρικνώνουν τα έσοδα. Μετά την επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για τέσσερα συνεχόμενα έτη, το πρωτογενές ισοζύγιο σε όρους προγράμματος έδειξε έλλειμμα 7,5% του ΑΕΠ το 2020. Αυτό το έλλειμμα, μαζί με τη μείωση του ΑΕΠ, ανάγκασε τον δείκτη δημόσιου χρέους να αυξηθεί στο 205,6% του ΑΕΠ”.
Ειδικότερα σε σχέση με το χρέος και την εξυπηρέτησή του αναφέρει: “μετά από κάποια αστάθεια στην αρχή της πανδημίας, το κόστος χρηματοδότησης μειώθηκε το 2020, λόγω της συμπερίληψης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την αγορά πανδημίας της ΕΚΤ και την επιλεξιμότητά τους ως εγγύηση του Ευρωσυστήματος, καθώς και τη συμφωνία για την ανάκαμψη της ΕΕ. Το 2020, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (PDMA) συγκέντρωσε 12 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω πέντε εκδόσεων, αναπτύσσοντας περαιτέρω την καμπύλη απόδοσης στο φάσμα 7-, 10- και 15 ετών. Πιο πρόσφατα τον Μάρτιο του 2021, ο PDMA εξέδωσε με επιτυχία ένα ομόλογο 30 ετών. Για να μειώσει το χρέος και να δημιουργήσει χώρο για χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διατηρώντας παράλληλα το υψηλό απόθεμα μετρητών, ο PDMA πραγματοποίησε πράξεις διαχείρισης ευθύνης, συμπεριλαμβανομένης μερικής προπληρωμής δανείων ΔΝΤ στις αρχές του 2021”.
Σε σχέση με το πιστωτικό σύστημα σημειώνει: “παρά την ύφεση, οι τράπεζες συνέχισαν να πληρούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις το 2020, αλλά η κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή. Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης βελτιώθηκαν, ιδίως μετά τα μέτρα χαλάρωσης της ΕΚΤ και ο δανεισμός στην οικονομία συνεχίστηκε, αλλά και από την κρατική υποστήριξη. Το σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων ΄Hercules΄ επιτάχυνε τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) το 2020 και παρατάθηκε πρόσφατα μέχρι το 2022, αλλά τα ποσοστά των NPLs παραμένουν πολύ υψηλά. Το σύστημα Hercules επωφελήθηκε από κρατικές εγγυήσεις ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ”.
“Μετά τη συνολική θετική εκτίμηση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων σχετικά με την πρόοδο των δεσμεύσεών της υπό ενισχυμένη εποπτεία, η Ελλάδα έλαβε την τρίτη και τέταρτη δόση των εξαμηνιαίων μέτρων απαλλαγής υπό όρους ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επίσης, λόγω των ευνοϊκών όρων δανεισμού του ΕΜΣ και του ΕΤΧΣ, η χώρα απολάμβανε εξοικονόμηση προϋπολογισμού που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020”, σημειώνει ο ESM.
Επιπλέον καταγράφει ότι “μεταξύ των βασικών βελτιώσεων, η Ελλάδα εφάρμοσε το σύστημα Hercules και προσέλκυσε τους επενδυτές να αγοράσουν μεγάλα χαρτοφυλάκια NPLs, ορισμένες βασικές ιδιωτικοποιήσεις σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο και η Ελληνική Εταιρεία Περιουσιακών Στοιχείων και Συμμετοχών συνέχισε τις κρατικές κρατικές επιχειρήσεις βελτιώσεις και πέτυχε καλά οικονομικά αποτελέσματα”.
Σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις σημειώνει ότι “η αναθεώρηση του κώδικα αφερεγγυότητας, με στόχο την ενίσχυση της μείωσης των NPLs, εγκρίθηκε το 2020 και η πλήρης εφαρμογή του αναμένεται το 2021. Ωστόσο, η πανδημία προκάλεσε εκ νέου ιεράρχηση των πολιτικών και διέκοψε την εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Ειδικότερα, δεν επιτεύχθηκε το σχέδιο μείωσης των καθυστερήσεων που δεν σχετίζονται με τις συντάξεις έως σχεδόν το τέλος του 2020”.
Σύμφωνα με το Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, ο ΕSM τονίζει ότι “το πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους παρουσιάζει σημαντική ευπάθεια. Η επίτευξη ισχυρής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, η επιστροφή σε μια δημοσιονομική πορεία που συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας είναι οι κρίσιμες προκλήσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό εξαρτάται αποφασιστικά από την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς οι δημογραφικές μετατοπίσεις θα μειώσουν τη συμβολή στην ανάπτυξη μακροπρόθεσμα”.
“Η ενεργοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας απαιτεί προσπάθειες σε πολλούς τομείς πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης της εφαρμογής της ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του προγράμματος ESM και υλοποίηση της φιλόδοξης αναπτυξιακής στρατηγικής για την επανεκκίνηση της οικονομίας”, προειδοποιεί ο ESM.
“Η πλήρης απορρόφηση και η αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία ανέρχονται σε περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ, παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας μέσω επενδύσεων σε πιο έντασης κεφαλαίου και ψηφιοποιημένες δομές με αντίστοιχα εκ νέου ειδικευμένο εργατικό δυναμικό”, καταγράφει.
“Για να μπορέσουν οι τράπεζες να υποστηρίζουν ένα τέτοιο επενδυτικό μοντέλο ανάπτυξης, απαιτούνται περαιτέρω μειώσεις του υψηλού αποθέματος NPL. Η υποστήριξη της ανάκαμψης και η διασφάλιση της ανθεκτικότητας των τραπεζών παραμένει η προτεραιότητα, υποστηριζόμενη από την πλήρη εφαρμογή της πολυαναμενόμενης μεταρρύθμισης του νόμου περί αφερεγγυότητας. Όλα αυτά μπορούν να συμβαδίζουν με την περαιτέρω ενίσχυση των δικτύων κοινωνικής ασφάλισης και την εκπλήρωση των ενισχυμένων δεσμεύσεων εποπτείας προς την Ευρωομάδα”, αναφέρει ο ESM.