Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων – Παρατηρήσεις ΕΕΤ στο σχέδιο νόμου Εισαγωγική τοποθέτηση Προέδρου ΕΕΤ, κ. Νικόλαου Καραμούζη στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής των Ελλήνων
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι,
Καλησπέρα σας και Χρόνια Πολλά,
Ευχαριστούμε πολύ για την ευκαιρία που μας δίνετε να παρουσιάσουμε τις απόψεις μας σε ένα τόσο κρίσιμο νομοσχέδιο για την πορεία του Τραπεζικού συστήματος και την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Με συνοδεύουν οι συνάδελφοί μου :
1. κ. Καλαντώνης Θεόδωρος, Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Διαχείρισης Προβληματικών Δανείων της ΕΕΤ, και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Troubled Assets Group της Τράπεζας Eurobank Ergasias.
2. κ. Παπασπύρου Σπυρίδων, Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΕΤ, και Ανώτερος Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς.
3. κα Απαλαγάκη Χαρούλα, Γενική Γραμματέας της ΕΕΤ.
- Οι Ελληνικές συστημικές Τράπεζες έχουν δεσμευθεί έναντι της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ότι μέχρι και την 31/12/2019 θα έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ιδιωτών και επιχειρήσεων) κατά το ποσό των 40 δις ευρώ ή 38 % του συνόλου, ένας στόχος δύσκολος, αλλά υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος, ιδιαίτερα αν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες και οι προοπτική ανάπτυξης της χώρας.
- Με βάση τα στοιχεία στο τέλος του 2016, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν προσεγγίσει στα 74 δις ευρώ στην Ελλάδα με βάση τον ευρύτερο ορισμό των NPEs, τα 100 δις ευρώ, 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου των δανείων.
- Στις αρχές του 2018 οι ελληνικές συστημικές Τράπεζες θα υποβληθούν σε αυστηρά stress tests με βάση τα οικονομικά στοιχεία του 2017. Επομένως θα πρέπει, όχι μόνο να αποτραπεί η περαιτέρω δημιουργία «κόκκινων δανείων», αλλά και να υπάρξει σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ώστε να αποτραπούν οι οιαδήποτε αρνητικές επιπτώσεις.
- Η ΕΕΤ είναι σύμφωνη με την κοινή ρύθμιση σε εξωδικαστική διαδικασία των επιχειρηματικών οφειλών, έναντι του Δημοσίου, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και των Τραπεζών, και ευελπιστεί ότι οι λοιποί ιδιώτες δανειστές, που επίσης έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού δεν θα είναι εικονικοί πιστωτές, ούτε θα συμπεριλαμβάνονται προσωπικά δάνεια.
- Τα τελευταία αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες και την ελληνική οικονομία, η ταχεία μείωσή τους αποτελεί ουσιαστικά προϋπόθεση για την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα.
- Για το λόγο αυτό η EET έχει συγκροτήσει ειδικές επιτροπές και ομάδες εργασίας για την επεξεργασία του νομοσχεδίου και έχει προσλάβει ειδικό σύμβουλο, έχει δε προσφερθεί να συμμετάσχει ενεργά στη δημιουργία των υποδομών για την ηλεκτρονική επεξεργασία όσων αιτήσεων υποβληθούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Ωστόσο έχουμε διατυπώσει, με συνέπεια τις ακόλουθες παρατηρήσεις που τις θεωρούμε κρίσιμες και καθοριστικές για την επιτυχία του θεσμού.
1. Πεδίο εφαρμογής. Ο νόμος πρέπει να αφορά αποκλειστικά και μόνο επιχειρηματικές και όχι ατομικές οφειλές των ατομικών επιχειρήσεων (λ.χ. από στεγαστικό). Για τις ατομικές οφειλές υπάρχουν πολλά τραπεζικά προϊόντα σε διμερή βάση. Το κέντρο βάρους του νόμου πρέπει να είναι η διαφύλαξη της επιχειρηματικότητας.
2. Ελάχιστο ύψος οφειλών. Η ΕΕΤ είχε ζητήσει το ελάχιστο όριο των οφειλών να ξεκινά από τις 150.000 ευρώ. Το μειώσαμε σε € 50.000. Για λόγους πρακτικούς, λειτουργικούς και αποτελεσματικότητας. Υπάρχει ο βάσιμος φόβος ότι το σύστημα θα επιβαρυνθεί υπέρμετρα με χαμηλότερες των 50.000 οφειλές, ακόμη και εάν αυτές, μεταξύ € 20.000 – 50.000, υπαχθούν σε αυτοματοποιημένη διαδικασία.
3. Κατάργηση της δικαστικής διαδικασίας επικύρωσης. Είμαστε απόλυτα αντίθετοι με την παρεμβολή δικαστικής διαδικασίας επικύρωσης της συμφωνίας αναδιάρθρωσης. Οι δανειστές, που θίγονται και δεν συναινούν στην εξωδικαστική διαδικασία θα μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, μετά την επικύρωση, άρα προστατεύονται.
Η δικαστική επικύρωση σημαίνει καθυστέρηση 18 τουλάχιστον μηνών, γιατί οι 5 μήνες που προβλέπει ο νόμος δεν θα τηρηθούν στην πράξη, από τα ήδη υπερφορτωμένα δικαστήρια.
Επικαλούμαι το κακό προηγούμενο του ν. 3869/2010 (γνωστού ως νόμου Κατσέλη), για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Εκκρεμούν 155.000 αιτήσεις και κάποιες από αυτές έχουν προσδιοριστεί για το 2032
4. Η ηλεκτρονική υποβολή των αιτήσεων θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή την ίδια ημέρα που θα αρχίσει να ισχύει ο νόμος και να μην υποβληθεί ούτε μία αίτηση γραπτά. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις και εταιρείες, που μπορούν να υπαχθούν στο νόμο.
Για να λειτουργήσει στην πράξη ο νόμος θα πρέπει από την πρώτη μέρα που θα αρχίσει να ισχύει οι αιτήσεις και τα δικαιολογητικά να υποβάλλονται ηλεκτρονικά και να περιορίσουμε τη γραφειοκρατία, έχοντας ένα σύστημα που θα επιτρέπει την ηλεκτρονική συλλογή στοιχείων.
5. Η αναστολή που προβλέπεται για το χρόνο από την υποβολή της αιτήσεως, μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, και αφορά τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΤτΕ πρέπει να καταργηθεί, διότι η αναστολή θα ευνοήσει τη δημιουργία περαιτέρω οφειλών και θα ενθαρρύνει τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών.
Τις απόψεις μας αυτές εκθέτουμε αναλυτικά στο συνημμένο υπόμνημα, το οποίο και σας καταθέτω.
Καταληκτικά, θα ήθελα για λογαριασμό της ΕΕΤ να επισημάνω ότι, μας δίνεται με το σχέδιο Νόμου η ευκαιρία να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα συσσωρευμένα κατά τη διάρκεια της κρίσης κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια και να ανακουφίσουμε την οικονομία και χιλιάδες δανειολήπτες που θα θέλουν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία.
Ωστόσο, εάν οι κομβικές παρατηρήσεις που μόλις ανέφερα καθώς και οι λεπτομερείς επισημάνσεις και προτάσεις που συμπεριλαμβάνονται στο υπόμνημα, δεν ληφθούν υπόψη κατά την τελική διατύπωση των κρίσιμων διατάξεων, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός φοβάμαι ότι δεν θα επιτελέσει το σκοπό του και πολύ σύντομα θα πρέπει να αντικατασταθεί ή να τροποποιηθεί.
Μέχρι, όμως, αυτό να συμβεί θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και ενδεχομένως να έχουν δημιουργηθεί μη αναστρέψιμες καταστάσεις στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, της συγκεκριμένης κατηγορίας.
Παράλληλα είναι φανερό ότι όσο δεν αντιμετωπίζονται τα κόκκινα δάνεια, τόσο γίνεται δύσκολη η χρηματοδότηση της οικονομίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ο υγιής ανταγωνισμός, καθώς και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα