Από τό έργο τού Μοναχού Ιωάννη Μόσχου (545-619), “Λειμών”, θά αναφέρουμε τρείς χαρακτηριστικές διηγήσεις.
Κάποιος μοναχός επισκέφθηκε ένα μεγάλο γέροντα γιά νά τόν συμβουλευθεί γιά τόν λογισμό τής πορνείας.
Επειδή ένοιωσε μεγάλη ωφέλεια λέγει στόν γέροντα
” Κύρι αββά, εγώ στήν πατρίδα μου έχω εκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Νεστοριανούς καί γι αυτό τόν λόγο δέν μπορώ νά μείνω εδώ· διαφορετικά θά έμενα κοντά σου “.
Μόλις ο γέροντας άκουσε τό όνομα τού Νεστορίου, λυπήθηκε γιά τήν καταστροφή τού αδελφού.
Τόν νουθετούσε λοιπόν καί τόν παρακαλούσε νά απομακρυνθεί από τήν βλαβερή αυτή αίρεση καί νά προσέλθει στήν Αγία Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία.
Τού έλεγε μάλιστα, ότι δέν μπορούμε νά σωθούμε, παρά μόνο εάν έχουμε ορθά φρονήματα καί πιστεύουμε, ότι η Αγία Παρθένος Μαρία είναι πράγματι Θεοτόκος.
Τότε ο αδελφός λέγει στόν γέροντα :” Στα αλήθεια, κύρι αββά, όλες οί αιρέσεις έτσι λένε : « Αν δέν κοινωνήσης μαζί μας δέν σώζεσαι».
Δέν ξέρω λοιπόν τί νά κάνω ό ταπεινός.
Προσευχήσου όμως στόν Κύριο νά μέ πληροφορήσει έμπρακτα ποιά είναι η Καθολική πίστις.
« Μείνε στό κελλί μου καί ελπίζω στόν Θεό, ότι η αγαθότης Του θά σού αποκαλύψει τήν αλήθεια».
Άφησε λοιπόν τόν αδελφό στό σπήλαιο καί αναχώρησε γιά τήν Νεκρά Θάλασσα προσευχόμενος γι αυτόν.
Κατά τό απόγευμα τής δευτέρας ημέρας βλέπει ό αδελφός κάποιον νά στέκεται δίπλα του, φοβερό στήν όψι, καί νά τού λέγει :
«Έλα νά ίδης τήν αλήθεια».
Τόν παίρνει τότε καί τόν οδηγεί σέ σκοτεινό, βρωμερό καί κατάφλεγόμενο τόπο.
Μέσα δέ στίς φλόγες τού δείχνει τόν Νεστόριο καί τόν Θεόδωρο (Μοψουεστίας), τόν Ευτηχέα καί τόν Απολινάριο, τόν Ευάγριο καί τόν Δίδυμο, τόν Διόσκουρο καί τόν Σέβηρο, τόν Άρειο καί τόν Ωριγένη καί μερικούς άλλους.
Τού λέγει τότε αυτός πού τού εμφανίστηκε :« Ο τόπος αυτός έχει ετοιμασθή γιά τούς αιρετικούς, γιά όσους βλασφημούν τήν Αγία Θεοτόκο καί γιά εκείνους πού ακολουθούν τά δόγματα τους.
Αν λοιπόν σού αρέσει αυτός ό τόπος, μείνε πιστός στό δόγμα σου.
Εάν όμως δέν θέλεις νά δοκιμάσεις αυτή τήν κόλαση πρόσελθε στήν Αγία καί Καθολική Εκκλησία, στήν οποία καί ο γέροντας διδάσκει.
Διότι σέ διαβεβαιώνω, ότι καί άν ακόμη ό άνθρωπος αποκτήσει όλες τίς αρετές, εφόσον δέν έχει Ορθή Πίστη, έρχεται σέ αυτόν τόν τόπο».
Μέ τούς λόγους αυτούς ο αδελφός ήλθε στόν εαυτό του.
Μόλις δέ ο γέροντας επέστρεψε, τού διηγήθηκε όλα τά συμβάντα, όπως τά είδε καί αμέσως ήλθε σέ κοινωνία μέ τήν Αγία,Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία ” .