ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ
 
ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ
 
ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΙ ΤΩΝ
 
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

Ἐπειδή μετά τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μοῦ ἐδόθη ὁ χρόνος νά κοιτάξω τά κείμενα, τά ὁποῖα μοῦ ἐδόθησαν ἀπό ἀναρτήσεις σέ ἱστολόγια καί ἐξαιτίας τοῦ ὅτι θέλω νά καταθέσω κάποιες σκέψεις, οἱ ὁποῖες ἴσως βοηθήσουν στήν ἐπίλυσι τῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἐδημιουργήθησαν μεταξύ τῶν Ἁγιορειτῶν Ἀποτειχισμένων πατέρων καί τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση καί τῶν περί αὐτόν πατέρων, τά ὁποῖα ἔγιναν αἰτία νά μήν συμμετάσχη ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης καί οἱ περί αὐτόν εἰς τήν Ἡμερίδα τῆς 4-4-2017 εἰς τό Ὡραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, δημοσιεύω τίς κατωτέρω σκέψεις καί ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες, ἄν κριθοῦν ὅτι συνάδουν καί συνταυτίζονται μέ τήν διαχρονική Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θά βοηθήσουν ἔτι περισσότερο εἰς τήν ἐπίλυσι τῶν δημιουργηθέντων προβλημάτων, πρᾶγμα τό ὁποῖο εὐχόμεθα ὁλοψύχως νά γίνη.

Κατ’ ἀρχάς ἐπειδή ὁ π. Νικόλαος Μανώλης ἐχρησιμοποίησε κακῶς (δηλαδή τήν παρενόησε) κάποια ὁμιλία μου εἰς τό ἰδιωτικό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ εἰς τήν Σουρωτή Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία ἀνεφέρετο στίς οἰκονομίες τίς ὁποῖες ἔκαναν κατά καιρούς οἱ Ἅγιοι καί ὡς ἐκ τούτου ἐδικαιολόγησε τίς οἰκονομίες τίς ὁποῖες πράττουν τώρα αὐτός καί ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, σχετικά μέ τήν συμμετοχή τῶν πιστῶν (ἴσως καί τῶν ἰδίων) στούς ναούς τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς:

1) Ἡ ὁμιλία αὐτή ἀποσκοποῦσε εἰς τό νά δώση μία ἀπάντησι στήν ἔνστασι κάποιων ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζοντο ὅτι τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἄκυρα καί ὄχι εἰς τό νά δώση τήν ἐντύπωσι ὅτι ὁ καθένας προσωπικά δύναται νά κάνη σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο οἱαδήποτε οἰκονομία κρίνει ὡς ἀναγκαία.
2) Οἱ Οἰκονομίες, τίς ὁποῖες ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἦσαν κάθε φορά διαφορετικές ἀνάλογες μέ τίς ἑκάστοτε ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί τῆς Ἐκκλησίας καί, τοιουτοτρόπως, ἀνάλογες μέ τίς σημερινές ἀνάγκες πρέπει νά εἶναι καί οἱ οἰκονομίες, τίς ὁποῖες σήμερα σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο πρέπει νά κάνουν οἱ σύγχρονοι πατέρες.
3) Ἐπειδή οἱ Οἰκονομίες εἶναι δύο εἰδῶν, δηλαδή αὐτές οἱ ὁποῖες γίνονται σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί αὐτές οἱ ὁποῖες γίνονται σέ γενικό καί ἐκκλησιαστικό, δέν δυνάμεθα νά τίς συγχέωμε καί, τίς γενικές καί ἐκκλησιαστικές, νά τίς ἀντιμετωπίζωμε, ὅπως ἀκριβῶς τίς προσωπικές.

Συγκεκριμένα ἐπί τῶν δύο τούτων εἰδῶν τῶν Οἰκονομιῶν ἀναφέρω τά ἑξῆς: 
Προσωπικές Οἰκονομίες εἶναι αὐτές τίς ὁποῖες δύναται νά κάνη ὁ Πνευματικός σέ κάποιο πνευματικό του τέκνο ἤ ἐξομολογούμενο στά θέματα τῆς νηστείας, λόγῳ π.χ. ἀσθενείας κλπ., στά θέματα τῆς Θ. Κοινωνίας, ἄν π.χ. ἐπιτρέψη γρηγορότερα νά μεταλάβη τά ἅγια μυστήρια ἀπό τόν χρόνο τόν ὁποῖο ὁρίζουν οἱ ἱεροί Κανόνες, σέ θέματα ἐπιβολῆς Κανόνων γιά διάφορα ἁμαρτήματα καί σέ διάφορα ἄλλα προβλήματα π.χ. οἰκογενειακά, κοινωνικά κλπ. κρίνοντας ὁ Πνευματικός προσωπικῶς τίς συνθῆκες καθώς καί τήν προαίρεσι καί δύναμι καί δυνατότητα ἑκάστου.
4) Τίς γενικές καί ἐκκλησιαστικές οἰκονομίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τά γενικά ἐκκλησιαστικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας δέν δύναται ἕκαστος νά τίς κάνη καί νά τίς ἀποφασίζη μόνος του, οὔτε βεβαίως νά τίς ἀποφασίζη γιά τό ἰδικό του ποίμνιο καί τά ἰδικά του πνευματικά τέκνα, διότι τότε θά ὑπάρχη ἀσφαλῶς ἀσυμφωνία μέ τούς ἄλλους πατέρες καί ἕνα εἶδος Προτεσταντισμοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ καθένας αὐτό τό ὁποῖο θεωρεῖ σωστό θά τό ἐφαρμόζη, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται γιά τό τί πράττουν οἱ ἄλλοι.
5) Τέλος τόν καθορισμό καί τήν ἀπόφασι τῶν ἐκκλησιαστικῶν Οἰκονομιῶν καί τό ποῦ θά ἀκολουθηθῆ ἡ Ἀκρίβεια καί ποῦ ἡ Οἰκονομία καί γιά πόσο χρόνο καί γιά ποία μεγάλη ἀνάγκη κλπ. τόν καθορίζει ἡ σύναξι τῶν Ἀποτειχισθέντων ἀπό τήν αἵρεσι πατέρων καί δι’ αὐτό ὤφειλαν καί ὀφείλουν εἰς τό μέλλον οἱ Ἀποτειχισθέντς πατέρες, εἴτε οἱ Ἁγιορεῖτες, εἴτε τῆς πλευρᾶς τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Νικολάου Μανώλη κλπ. ὅλα αὐτά τά προβλήματα νά μήν τά συζητοῦν κατά μόνας καί προσωπικῶς, ἤ πολύ περισσότερο ὁμαδοποιημένα, ἀλλά νά τά θέτουν εἰς τήν σύναξι τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν, νά ἐκθέτουν τά ἐπιχειρήματά των καί νά ἀκοῦν τίς ἀντιρρήσεις τῶν ὑπολοίπων πατέρων καί ἀδελφῶν καί τελικῶς, ἐφ’ ὅσον δέν πρόκειται περί θεμάτων πίστεως, νά ἰσχύη ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας, ἡ ὁποία

ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρες ὡς «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο διαφυλάττομε τούς ἑαυτούς μας, ἀπό τόν ἐγωϊσμό, ἐφ’ ὅσον δέν κάνωμε τό θέλημά μας, ἀλλά ὑπακοή εἰς τήν σύναξι τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν, δέν ἔχομε τήν προσωπική εὐθύνη σοβαρῶν πράξεων καί ἀποφάσεων, ἐφ’ ὅσον αὐτή μετατίθεται εἰς τήν σύναξι τῶν πατέρων, δέν παίρνομε ἀποφάσεις σοβαρῶν θεμάτων ἐκτός συνάξεως, σάν, κατά τό δή λεγόμενο, νά τό παίζωμε ἀρχηγοί καί ποδηγέτες τῶν ὑπολοίπων, καί βεβαίως, δέν ὑποτιμοῦμε τούς ὑπολοίπους πατέρες καί ἀδελφούς, τούς ὁποίους, ἄν παίρνωμε ἀποφάσεις ἐκτός συνάξεως, ὅπως ἐν προκειμένῳ, θεωροῦμε εἰς τήν πρᾶξι ὡς ἄβουλα καί διακοσμητικά στοιχεῖα, ἤ καλύτερα ἀδρανῆ ὑλικά, οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουν εἰς τήν σύναξι, μόνο διά νά ἀκοῦν καί ἀποδέχωνται τά προαποφασισμένα καί νά προσυπογράφουν διά βοῆς τῆς προειλημμένες διακηρύξεις, ἤ εἰς τήν καλύτερη περίπτωσι πάλι νά ἀκοῦν εἰσηγήσεις διά θέματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον γνωστά καί πολλάκις ἐπαναλαμβανόμενα.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, δηλαδή παίρνοντας ἀποφάσεις ἐκτός Συνόδου παρασκηνιακά καί αἱρετικά ἐργάζονται ἐπί τόσα χρόνια οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι μέ ἀποτέλεσμα οἱ αἱρετικές κεφαλές (Βαρθολομαῖος, Ζηζιούλας κλπ.) νά κατευθύνουν καί τούς ὑπολοίπους μέ τελικό καρπό καί κατάληξι τήν αἱρετική Σύνοδο τῆς Κρήτης. Διότι δέν ἔγινε τίποτε περισσότερο ἤ λιγότερο εἰς τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἀπό τό νά ὑπογράψουν οἱ Ἐπίσκοποι, θέλοντας καί μή τίς προαποφασισμένες ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν κεφαλῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θά εἶναι λυπηρό ἀσφαλῶς καί κατάντημα νά ἀκολουθήσουν καί οἱ Ἀποτειχισμένοι πατέρες καί ἀδελφοί τήν ἴδια μέθοδο, ὁδό καί τακτική.

Τέλος, ἕνα ἤ δύο παραδείγματα, διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές, συνοδικῶν ἀποφάσεων, ἀπό τούς ἀποτειχισθέντας Πατέρας κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας θά προσκομίσωμε ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Μεθόδιο, ὁ ὅσιος ἀπαντᾶ σέ κάποιες ἐρωτήσεις, τίς ὁποῖες τοῦ ὑποβάλλουν κάποιοι ποιμένες διά τρέχοντα προβλήματα. Ἡ ἑνδεκάτη ἐρώτησις καί ἀπάντησις τοῦ ὁσίου ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐρώτησις. Περί τῶν θελόντων βαπτισθῆναι, ἐάν μή εὑρεθῇ ὀρθόδοξος ἱερεύς, ἤ ἄμεμπτος· εἰ χρή βαπτισθῆναι ὑπό τῶν κοινωθέντων ἱερέων, ἤ ἀκηρύκτων· μάλιστα ἐάν θάνατος κατεπείγῃ.Ἀπόκρισις: Τύπος τοιοῦτος ἐξεφωνήθη ἐνταῦθα παρά τε ὁμολογητῶν, ἱεραρχῶν τε καί καθηγουμένων· τούς εἰρημένους πρεσβυτέρους τῆς λειτουργίας διά τήν αἱρετικήν κοινωνίαν, συγχωρεῖσθαι, μή εὑρισκομένου σεσωσμένου ἱερέως, καί βαπτίζειν, καί μεταδιδόναι τῶν ἁγιασμάτων προτετελεσμένων καί ἐξ ἀκρατήτου (ἀχράντου) ἱερέως. Σχῆμά τε διδόναι μοναχοῦ, εὐχήν τε ποιεῖσθαι ἐπί ἐκκομιδῆς, Εὐαγγέλιόν τε ἐκφωνεῖν ἐπί ὄρθρου, καί τό τῶν Θεοφανίων ὕδωρ εὐλογεῖν, ὡς εἴρηται, κατά περίστασιν· διά τό μή ἐναπομένειν τούς λαούς παντάπασιν ἀνηκόους τοῦ Εὐαγγελίου, καί ἀφωτίστους. Εἰ οὖν συναρέσκει ὑμῖν, κρατείτω ὁ τοιοῦτος τύπος καί ἐν τοῖς αὐτόθι» ( Φατ. 549, 836, 108-P.G. 99, 1652 A).

Ἐδῶ βλέπομε, διά νά δώση λύσι ὁ ὅσιος εἰς τήν ἐρώτησι, ἡ ὁποία τοῦ ὑπεβλήθη, σχετικά μέ τρέχουσα ἀνάγκη τῶν πιστῶν, λόγῳ τοῦ διωγμοῦ τῆς Εἰκονομαχίας, ἀναφέρει μία ἀπόφασι τῆς συνάξεως τῶν ὁμολογητῶν Ἀποτειχισθέντων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐν συνάξει ἀπεφάσισαν νά προβοῦν σέ κάποιες οἰκονομίες λόγῳ ἐλλείψεως ἱερέων, ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ, τῶν ἐξοριῶν καί φυλακίσεων. Ἔτσι ἀπεφάσισαν νά δώσουν ἄδεια σέ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑπό Κανόνα καί δέν ἐτελοῦσαν τά ἱερατικά των καθήκοντα, νά τελοῦν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀνάγκης κάποια ἀπό αὐτά τά καθήκοντα, τά ὁποῖα συγκεκριμένα τά ἀναφέρουν. Ὁ λόγος ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τούς ὁμολογητές Ἀποτειχισμένους Πατέρες νά κάνουν αὐτήν τήν οἰκονομία εἶναι, ὅπως ἀναφέρει ὁ ὅσιος «διά τό μήἐναπομένειν τούς λαούς παντάπασιν ἀνηκόους τοῦ εὐαγγελίου καί ἀφωτίστους».
Ἐδῶ, ὡς ἐπί πλέον τονίζωμε ὅτι, ἐνῶ ὑπῆρχαν Ἀποτειχισμένοι Ἐπίσκοποι, τούς ὁποίους ὁ ὅσιος κατονομάζει, δέν ἐδημιούργησαν Σύνοδο ἄλλη τῶν Ἀποτειχισμένων, διά νά νά κάνουν χειροτονίες Ἐπισκόπων καί νά ἀποκαταστήσουν τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά λειτουργῆ ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, ἀλλά συγκρότησαν σύναξι μαζί μέ τούς Ἀποτειχισμένους ἡγουμένους διά νά ἀποφασίσουν διά τά τρέχοντα προβλήματα ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ καί προκειμένου νά συνεχισθῆ ὁ ἀγῶνας ἕως ὅτου ἔλθη ὁ καιρός ἀναλαμπῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καί Ὀρθοδόξου Συνόδου.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀπό τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας, τό ὁποῖο πάλι μᾶς καταδεικνύει ὅτι οἱ Ἀποτειχισμένοι Πατέρες ἐν συνάξει καί ὄχι προσωπικῶς ἀπεφάσιζον διά τά τρέχοντα προβλήματα καί τίς οἰκονομίες τίς ὁποῖες θά ἔκαναν, εἶναι ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου του Στουδίτου πρός τόν ἅγιο Εὐθύμιο, Ἐπίσκοπο Σάρδεων. Φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντησι τοῦ ὁσίου ὅτι ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, ἄν καί Ἐπίσκοπος, ἐρώτησε τόν ὅσιο, πῶς δύναται νά οἰκονομηθῆ κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος προφανῶς εἶχε δι’ ὑπογραφῆς καί ὁμολογίας ὑποταχθῆ εἰς τήν αἵρεσι καί τώρα μετενόησε καί ἀποτειχίσθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς. Ὁ ὅσιος πάλι τοῦ ἀναφέρει μία ἀπόφασι τῶν Ἀποτειχισμένων ὁμολογητῶν Πατέρων, τήν ὁποία ὅμως ὁ ἱερέας θεωρώντας την ὡς αὐστηρή δέν ἤθελε νά ἀκολουθήση. Ὁ ὅσιος τελικῶς ἀναφέρει εἰς τόν ἅγιο Εὐθύμιο ὅτι δέν δύναται νά κάνη κάτι ἄλλο διά νά μή παραβῆ αὐτή τήν ἀπόφασι τῶν Ἀποτειχισμένων Πατέρων καί γίνη αἰτία νά σκανδαλισθοῦν πολλοί:
«Περί οὗ δέ πρεσβυτέρου ἐκέλευσας σημᾶναι οὕτως καί οὕτως, εἶναί τε καί ἐκλελυτρῶσθαι τῆς βαρβαρικῆς αἰχμαλωσίας συνίσμεν, πρός αὐτοῦ τούτου ἕκαστα ἐκμεμαθηκότες. ἀλλ’ ὁ ἀνήρ οὐ βούλεται εἴτουν οὐκ ἀνέχεται τῷ καθ’ ἡμᾶς τύπῳ κεκανονίσθαι· οἶσθα γάρ, θεοτίμητε, ὅτι κοινῇ ψήφῳ τῶν τε ἔτι ὑπέρ γῆν ὄντων, καί τῶν ἔναγχος ἐκδημησάντων πρός Κύριον ὁμολογητῶν, τούς ἅπαξ ἑαλωκότας τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ ἱερωμένους εἶρχθαι τῆς ἱερουργίας διώρισται, ἕως δῆλον ὅτι καιροῦ ἐπισκοπῆς τῆς ἄνωθεν προνοίας. καί πῶς ἄν δυνηθείημεν λῦσαι τόν κανόνα, καί διά τῆς τοῦ ἑνός παραδοχῆς νόμον ἐπί ἅπαντας τούς προειργομένους ἀποῖσαι, κἀν τούτῳ ὑπεναντία μέν δρᾶσαι τῷ θείῳ ἡμῶν καί πρωτάρχῳ καθηγεμόνι, ὅτι μηδέ ἁπλῶς αὐτός τούς τοιούτους εὐλογεῖν κοινήν βρῶσιν ἀνέχεται, μή ὅτι γε πλέον τι ἐνεργεῖν ἱερατικῶς, τούς ἄλλους τε τῶν ὁμολογητῶν σκανδαλίσαι, καί ὑποῖσαι διχόνοιαν τούς ἀκριβείας ἀντεχομένους;» (Φατ.545,824,12-P.G.99,1636).
Καταλήγοντας αὐτές τίς σκέψεις καί χωρίς νά θέλωμε νά κάνωμε τόν δάσκαλο σέ κανένα, εὐχόμεθα νά βαδίσωμε τήν ὁδό τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσι ὁμολογητῶν Πατέρων καί τίς κοινές ἐκκλησιαστικές οἰκονομίες νά μή τίς ἀντιμετωπίζωμε ὅπως τίς προσωπικές, οἱ ἀποφάσεις δε αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γραμμή τῶν Ἀποτειχισμένων νά εἶναι ὄχι προσωπικές, οὔτε ὁμαδικές, ἀλλά συλλογικές, νά εἶναι δεδομένη ἡ μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία, λόγῳ τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔστω καί ἄν ὑφίστανται μεταξύ μας κάποια δευτερεύονται προβλήματα, τά ὁποῖα θεωρῶ ὅτι δύνανται νά λυθοῦν κατά Θεόν καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, μόνον ἐν συνάξει, σύμφωνα μέ τήν γραμμή τήν ὁποία ἐχάραξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες σέ ἀνάλογες περιστάσεις, διότι ὅλες οἱ ἄλλες ἀντιμετωπίσεις δέν θά λύνουν προβλήματα, ἀλλά θά δημιουργοῦν.
Χριστός Ἀνέστη
 
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς