Του Κωνσταντίνου Μάγνη
Ο θρύλος λέει ότι οι πλούσιοι κυκλοφορούν χωρίς χρήματα πάνω τους. Δεν έχουμε κάνει παρέα με πολλούς μεγιστάνες για να τσεκάρουμε εάν είναι αλήθεια. Για κάποιους συγκεκριμένους είναι γνωστό, πάντως. Αλλος δεν παίρνει λεφτά γιατί πληρώνει ο σωφέρ του, που τον έχει κάτι σαν υπασπιστή, άλλος γιατί θεωρεί ότι δικαιούται να μη χαλάει τη ζαχαρένια του με αγχωτικές αβαρίες όπως είναι μια πληρωμή, άλλος γιατί πιστεύει ότι είναι τόσο ευτελής ένας εσπρέσο, που δεν αλλάζει τίποτε εάν δεν τον πληρώσουμε. Αλλος, επειδή έγινε πλούσιος μη χαλώντας χρήματα, και επειδή θέλει να μείνει πλούσιος, συνεχίζει να μη χαλάει. Πλήρωσε εσύ τον καφέ, αφού θέλεις να κάνεις παρέα με τον πλούσιο και να περνάς για πλούσιος στους άλλους.
Τώρα, γινόμαστε όλοι πλούσιοι, όπως υποσχόταν μια παλιά διαφήμιση, ενός παιχνιδιού του ΟΠΑΠ. Καταργείται σταδιακά το χειροπιαστό λεφτό, και καθιερώνονται οι ηλεκτρονικές πληρωμές. Πας στον οδοντίατρο, σου κάνει τροχό, γυρίζει ο τροχός, πληρώνει ο φτωχός με κάρτα. Καθαρά πράματα, καθόλου λεφτά στο χέρι. Υπάρχει η λεπτομέρεια, ότι η κάρτα θα πρέπει να έχει κάποιο αντίκρισμα, αλλά δεν παύει να επενεργεί πάνω σου η διαδικασία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μια εντύπωση ότι μπορείς να έχεις πρόσβαση στα πάντα. Και πολύ μικρότερη οδύνη, κατά την πληρωμή, από όση νοιώθεις όταν δεις το χρήμα να σου φεύγει. Δεν είναι τυχαίο ότι η καταβολή ρευστού αποκαλείται στη μαλλιαρή και “ξεπόνεμα”. Οταν πληρώνεις με ρευστό, πονάς.
Τώρα, θα κυκλοφορούμε ανάλαφροι. Μια νέα γενιά Ελλήνων διαμορφώνεται. Η εποχή θα αποκαλείται μ.χ., όχι Μετά Χριστόν, αλλά “μετά το χαρτονόμισμα”, και θα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Θα αλλάξει η κουλτούρα που είχε κτιστεί πάνω στην ιδέα και την πρακτική του απτού χρήματος, τραγούδια για τα πεντοχίλιαρα και τα πετσετάκια θα εκλείψουν, παροιμίες όπως το τέρμα τα τάλιρα θα ξεχαστούν, ρήσεις όπως “δεν υπάρχει δίφραγκο”, θα ακούγονται ακατανόητες. Και πάει εκείνο το απολαυστικό φαινόμενο του επαγγελματία που έβγαζε έναν πάκο χαρτονομίσματα στην τσέπη, τα οποία κουβαλούσε μαζί του οπουδήποτε, για να νιώθει ασφάλεια και ισχύ. Το παχύ χρήμα στην τσέπη αλλάζει στους περισσότερους τη διάθεση, κι ας μη φτάνει για τα έξοδα ενός μήνα. Η ψυχολογία της στιγμής ήταν και είναι μεγάλη υπόθεση. Η κάρτα, όσα κι αν έχεις, έχει το ίδιο πάχος. Και δεν αναγράφει καν το ποσό. Είτε πενήντα ευρώ έχει ο λογαριασμός είτε πεντακόσιες χιλιάδες, έχεις ακριβώς την ίδια κάρτα με εκείνον που έχει είτε πεντακόσιες χιλιάδες είτε πενήντα.
Καταραμένη ομοιομορφία.
Πηγαίνουμε σε μια άλλη εποχή. Προοδεύοντας, γυρίζουμε σε παρωχημένα, προϊστορικά μοντέλα. Η οικονομία ξαναγίνεται ανταλλακτική. Γράφεις ρεπορτάζ, πληρώνεσαι ηλεκτρονικά, πηγαίνεις στον μανάβη, αγοράζεις φρούτα, πληρώνεις ηλεκτρονικά, εκείνος πάει στον γιατρό και μετράει την πίεσή του, πληρώνοντας με κάρτα, και ο γιατρός πληρώνει τη συνδρομή του στην εφημερίδα που γράφεις. Και με το χαρτονόμισμα αυτό γινόταν, αλλά υλικό χρήμα αποκτά υπόσταση συνδεδεμένη με το προφίλ, το στιλ, το στάτους και το αντικείμενο του κατόχου. Το ίδιο πενηντάρικο δεν είναι ίδιο στο χέρι του Α και στο πορτοφόλι της Β. Μόλις αλλάξει χέρια, αλλάζει και η φάτσα του Παπανικολάου στο υδατόσημο. Δεν μπορεί να το έχουμε προσέξει μόνο εμείς, θα το έχετε προσέξει και εσείς, θα το έχουν προσέξει και αυτοί εδώ με τις λευκές ποδιές που μας επιστρέφουν μέσα στον θάλαμο για την ένεση.
Πηγή: http://www.pelop.gr