Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης [2], ο ρωσικός στρατός περιέπεσε σε σήψη. Σε μια από τις πιο δραματικές εκστρατείες αποστρατικοποίησης εν καιρώ ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, από το 1988 μέχρι το 1994, οι ένοπλες δυνάμεις της Μόσχας συρρικνώθηκαν κατά 500.0000 με 1.000.000 άτομα. Καθώς οι αμυντικές δαπάνες του Κρεμλίνου βούλιαξαν από περίπου 246 δισεκατομμύρια δολάρια το 1988 σε 14 δισεκατομμύρια το 1994, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης, η κυβέρνηση απέσυρε περίπου 700.000 στρατιώτες από το Αφγανιστάν, την Γερμανία, τη Μογγολία και την Ανατολική Ευρώπη. Τόσο πολύ είχε εξατμιστεί το κύρος του στρατιωτικού επαγγέλματος κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν το πυρηνικό υποβρύχιο Κουρσκ [3] βυθίστηκε στην Θάλασσα του Μπάρεντς το 2000, που ο καπετάνιος του κέρδιζε το ισοδύναμο των 200 δολαρίων ανά μήνα.
Από το 1991 έως το 2008, κατά την διάρκεια της προεδρίας του Μπόρις Γέλτσιν και την πρώτη προεδρική θητεία του Βλαντιμίρ Πούτιν [4], η Ρωσία χρησιμοποίησε τον συρρικνωμένο στρατό μέσα από τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, σε μεγάλο βαθμό για να ανασχέσει, να τερματίσει, ή να παγώσει τις συγκρούσεις εκεί. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ρωσικές μονάδες παρενέβησαν σε εθνοτικές συγκρούσεις στην Γεωργία και την Μολδαβία και στον εμφύλιο πόλεμο στο Τατζικιστάν -όλες μικρές εμπλοκές. Ακόμη και για την επιχείρηση στην Τσετσενία, όπου ο Γιέλτσιν έστειλε τον ρωσικό στρατό το 1994 σε μια προσπάθεια να συντρίψει μια αυτονομιστική εξέγερση, το ρωσικό Γενικό Επιτελείο ήταν σε θέση να συγκεντρώσει μόλις 65.000 στρατιώτες από μια δύναμη που είχε, θεωρητικά, ένα εκατομμύριο άνδρες υπό τα όπλα.
Πέρα από τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία έδρασε μειλίχια. Επιδίωξε μια εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά καιρούς συνεργάστηκε με το ΝΑΤΟ, συμμετέχοντας στην επιχείρηση διατήρησης της ειρήνης υπό την ηγεσία αυτής της συμμαχίας στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1996. Σίγουρα, αφότου συνειδητοποίησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν εκτός συζήτησης, η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της επέκτασης της συμμαχίας προς ανατολάς, για την εκστρατεία βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας το 1999 και την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, αλλά η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη για να εμποδίσει οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις. Η κορυφαία προτεραιότητα του Κρεμλίνου για την στρατιωτική ανάπτυξη παρέμεινε η πυρηνική αποτροπή του, η οποία θεωρείτο ο απόλυτος εγγυητής της ασφάλειας και της κυριαρχίας της Ρωσίας.
Εκείνες οι ημέρες της παρακμής και της υποχωρητικότητας έχουν πλέον χαθεί. Με αρχή το 2008, ο Πούτιν ξεκίνησε στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις [5] και μια μαζική αύξηση των αμυντικών δαπανών για την αναβάθμιση του παραπαίοντος στρατού της Ρωσίας. Χάρη σε αυτό το έργο, η Ρωσία εκδήλωσε πρόσφατα μια πρωτόγνωρη προθυμία να χρησιμοποιήσει βία για να πάρει αυτό που θέλει. Κατ’ αρχάς, τον Φεβρουάριο του 2014, η Μόσχα έστειλε στρατιώτες με στολές χωρίς διακριτικά για να αποσπάσει τον έλεγχο της Κριμαίας από την Ουκρανία, εμμέσως απειλώντας το Κίεβο με μια ευρύτερη εισβολή. Στην συνέχεια προμήθευσε όπλα, πληροφορίες και υποστήριξη διοίκησης και ελέγχου στους φιλο-ρώσους αυτονομιστές στην περιοχή Donbas της Ουκρανίας, αναχαιτίζοντας τις προσπάθειες του Κιέβου να τους νικήσει. Και μετά, το φθινόπωρο του 2015, η Ρωσία διέταξε τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις της να βομβαρδίσουν μαχητές στην Συρία που πολεμούσαν τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, παρεμβαίνοντας άμεσα στην Μέση Ανατολή, για πρώτη φορά στην ιστορία.
Αυτές οι πρόσφατες παρεμβάσεις είναι πολύ μακριά από τις μαζικές εκστρατείες που η Σοβιετική Ένωση συνήθιζε να αναλαμβάνει. Αλλά το γεγονός είναι ότι η Ρωσία είναι και πάλι σε θέση να ανασχέσει οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη, να αμυνθεί αν είναι απαραίτητο, και να προβάλει ισχύ αποτελεσματικά κατά μήκος της περιφέρειάς της και πέρα από αυτήν. Μετά από ένα τέταρτο του αιώνα στρατιωτικής αδυναμίας, η Ρωσία έχει επιστρέψει ως μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρασία.
ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ
Η ιστορία του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Ρωσίας [6] αρχίζει με τον πόλεμο του 2008 στην Γεωργία. Τον Αύγουστο εκείνου του έτους, οι ρωσικές δυνάμεις κατανίκησαν στρατεύματα πιστά στον φιλοδυτικό πρόεδρο, Μιχαήλ Σαακασβίλι, και εξασφάλισαν τις αποσχισθείσες δημοκρατίες της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας ως ρωσικά προτεκτοράτα. Η πενθήμερη εκστρατεία ήταν μια σαφής επιτυχία: Η Μόσχα εμπόδισε το ΝΑΤΟ από το να επεκταθεί σε ένα πρώην σοβιετικό κράτος που φλέρταρε με την ιδιότητα του μέλους, επιβεβαίωσε την στρατηγική υπεροχή της στην άμεση νότια και δυτική γειτονιά της, και σημάδεψε τα όρια της Δυτικής στρατιωτικής εμπλοκής στην περιοχή. Με την αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, η Ρωσία ενίσχυσε επίσης τον έλεγχο των δύο στρατηγικής σημασίας περιοχών στην Υπερκαυκασία -εξασφαλίζοντας την προσέγγιση στο Σότσι, την τοποθεσία της νότιας κατοικίας του Ρώσου προέδρου και άτυπη τρίτη πρωτεύουσα της Ρωσίας, στην πρώτη [στρατηγικής σημασίας περιοχή], και τοποθετώντας ρωσικές δυνάμεις σε απόσταση βολής από την Τιφλίδα στην δεύτερη.
Ωστόσο, για όλα αυτά τα κέρδη, η Ρωσία πολέμησε στον σύντομο πόλεμό της κατά της Γεωργίας με παρωχημένα, ογκώδη απομεινάρια του σοβιετικού στρατού. Οι Ρώσοι στρατιώτες ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν ξεπερασμένα όπλα και οι Ρώσοι αξιωματικοί, επιβλέποντας στρατεύματα που ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένα για την μάχη, μέχρι που έπρεπε να δίνουν εντολές χρησιμοποιώντας πολιτικά κινητά τηλέφωνα αφού οι στρατιωτικοί ασύρματοί τους είχαν χαλάσει. Μέχρι το τέλος της σύγκρουσης, η Ρωσία είχε χάσει πέντε στρατιωτικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένου ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού. Η Μόσχα κέρδισε τον πόλεμο ενάντια σε έναν πολύ πιο αδύναμο εχθρό, αλλά οι ατέλειες στον δικό της στρατό ήταν πολύ κραυγαλέες για να αγνοηθούν.
*Ο DMITRI TRENIN είναι διευθυντής του Carnegie Moscow Center. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @DmitriTrenin [1].