Εκκλησιαστικό δοκίμιο
 
Απόστολος Σαραντίδης

Ο όρος «λαϊκός» προέρχεται από τη λέξη λαός. Λαϊκοί είναι εκείνοι που ανήκουν στον λαό, εκείνοι που τον σχηματίζουν. Οι όροι «λαϊκός» και «λαός» συμπίπτουν, έτσι ώστε εάν χρειαστεί να καθορίσουμε το νόημα τής λέξης «λαϊκός» στην Εκκλησία, θα πρέπει να μιλήσουμε για τον χριστιανό και να εξαγάγουμε το νόημα των δύο μυστηρίων τής χριστιανικής μύησης, του βαπτίσματος και του χρίσματος. Λαϊκός είναι κάθε χριστιανός, κάθε βαπτισμένος, κάθε μέλος τής Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική κοινότητα, ο Λαός του Θεού, αποτελεί τη θεμελιώδη πραγματικότητα. Το μυστήριο του βαπτίσματος αποτελεί για τον άνθρωπο μία καινούργια γέννηση. Δημιουργεί καινούργια αισθητήρια, τον κάνει μέλος μιας καινούργιας Πολιτείας. Το μυστήριο της ιεροσύνης δεν αλλάζει τον άνθρωπο στην ουσία του. Του δίνει την «εξουσία» να υπηρετεί τους άλλους πιστούς και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τούς μεταβιβάζει δια των μυστηρίων και δια του λόγου τη Θεία Χάρη. Η χάρις που λαμβάνεται δεν αποτελεί τόσο ένα προνόμιο, όσο μία ευθύνη. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα λειτούργημα.

Στον πολύ κόσμο υπάρχει η άποψη ότι στον πιστό λαό επιφυλάσσεται ο ρόλος του θεατή ή ακροατή, ο οποίος προσεγγίζει τις λειτουργικές ακολουθίες περισσότερο ως ευκαιρία περισυλλογής και παρά ως συμμετοχή στην κοινή προσευχή της Εκκλησίας, ότι σήμερα παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό μία έκπτωση από την έννοια της ενεργητικής συμμετοχής του λαού στη Θεία Λατρεία σε μία στάση παθητικής παρακολουθήσεώς της. Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε την εξής διευκρίνιση: όταν ομιλούμε για λαό του Θεού, εννοούμε πάντοτε τον συνειδητοποιημένο πιστό, τον ένθεο μάρτυρα της εμπειρικής βίωσης του Θείου λόγου που φυσικά δεν έχει να κάνει σε τίποτα με δημοκρατικές και άλλες πολιτικοοικονομικές πλειοψηφίες.
Η εκκλησία δεν πορεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλά με τη βίωση της υποστατικής αλήθειας η οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι πλειοψηφική. Έστω και ένας ταπεινός άσημος κληρικός ή λαϊκός αν ομολογήσει εν αληθεία τη στιγμή που το σύμπαν ολόκληρο με τους αγγέλους του ακόμη ίσως συνωμοτεί πλειοψηφικά και αντίθετα, η μία αυτή αληθής άποψη είναι που θα επικρατήσει. Χαρακτηριστικά, ο μεγαλύτερος έλληνας δογματολόγος που μας άνοιξε τα μάτια μετά από σχεδόν διακόσια χρόνια ύπνωσης, ο μακαριστός πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης λέγει: «Μέσα σε έναν ιερό ναό μπορεί να υπάρχουν τριακόσιοι Ορθόδοξοι. Από αυτούς όμως μόνο οι πέντε να είναι σε κατάσταση φωτισμού ενώ οι άλλοι να μην είναι. Και μάλιστα οι άλλοι να μην έχουν ιδέα του τι είναι κάθαρσις. Οπότε τίθεται το ερώτημα: Οι νορμάλ Ορθόδοξοι Χριστιανοί μεταξύ αυτών πόσοι είναι; Δυστυχώς, μόνον οι πέντε».
Από τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια οι λαϊκοί συμμετείχαν στο διδακτικό και ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Τόσο η Αγία Γραφή όσο και η Παράδοση της Εκκλησίας έδιναν σημαντικό ρόλο στους λαϊκούς. Η παραμόρφωση της έννοιας οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή προσδιορίστηκε όχι σε σχέση με τον «λαό», αλλά με τον κλήρο, έχοντας καταστεί ο κλήρος μέσα στον Παπισμό κέντρο της οργάνωσής της. Στην ορθόδοξη παράδοση το μυστήριο της ιεροσύνης οργανώνει την Εκκλησία. Οι κληρικοί είναι μέλη του Λαού – Σώματος και αυτοί πρωτίστως λαϊκοί. Μπορούν όμως οι λαϊκοί ως μέλη της Εκκλησίας που δεν έχουν την ιεροσύνη, να ασχολούνται με θέματα πίστεως; Δύνανται παρ’ όλο που δεν έχουν κανένα αξίωμα μυστηριακής διακονίας στην Εκκλησία ή πτυχία θεολογίας, να ελέγξουν Επισκόπους, όταν εκείνοι παρεκτρέπονται από την αλήθεια και δεν ορθοτομούν;
Είναι δικαιολογημένοι όσοι τηρούν στάση αδιαφορίας, όταν παραχαράσσονται το κήρυγμα και η πίστη της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Η απάντηση είναι πέρα για πέρα θετική. Ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας, έχει παραδοθεί στην Εκκλησία από τους θεωμένους διδασκάλους Της, τους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες κι ευρίσκεται στην Αγία Γραφή, στις δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, και τη ζωή των αγίων μορφών, σύγχρονων και παλαιών. Η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι φιλοσοφικό σύστημα αλλά θεραπευτική μέθοδος σωτηρίας και θέωσης. Στις θεολογικές διαμάχες αυτό που ενδιαφέρει τους Πατέρες δεν είναι η νίκη επί του αντιπάλου αλλά να μη θιγεί η δυνατότητα αυτή. Τα δογματικά και θεολογικά έργα τους σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται σε λαϊκούς, στους απλούς πιστούς, με σκοπό τη μύηση βαθύτερα στην πίστη και πράξη της Εκκλησίας και την προφύλαξη από τις αιρέσεις. Αυτό δεν το υπενθυμίζει σχεδόν κανείς σήμερα, διότι το θεολογικοδογματικό κήρυγμα έχει σχεδόν εκλείψει και αντικατασταθεί με μια απέραντη προτεσταντικού τύπου ανούσια ηθικολογία.
Η ενασχόληση των Επισκόπων και λοιπών κληρικών με τη Θεολογία, νοείται υπό την έννοια ότι οι κληρικοί πληρούν περισσότερο τις προϋποθέσεις για να φθάσουν στο στάδιο του φωτισμού και της θεώσεως χάρη στην καθαρή ζωή τους. Οι Ιεροί Κανόνες καθορίζουν την ευθύνη πρωτίστως των Αρχιερέων για την ενασχόληση με τα δόγματα. Όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι κληρικοί αποτελούν χωριστό σώμα εκτός του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, στην οποία και ενώνονται οργανικά με όλους τους πιστούς. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι όσον αφορά την οντολογική ουσία, δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Η πραγματική διάκριση εντοπίζεται στο επίπεδο των λειτουργημάτων, στην τάξη της διακονίας.
Το Άγιο Πνεύμα, μας αναγεννά στο βάπτισμα, μας κάνει ναούς του, μας θεώνει, μας τελειοποιεί. Όλα τα μέλη είναι λαϊκοί ή ιερείς αλλά τα διακονήματά τους είναι διαφορετικά. Οι λειτουργίες είναι διαφορετικές, αλλά όλες κατ’ ουσίαν ιερατικές, απαραίτητες οι μεν στις δε. Όπως στην πραγματικότητα μία εκκλησία χωρίς επίσκοπο ευρισκομένη εκτός αποστολικής διαδοχής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί Εκκλησία, μία άλλη εντός της οποίας τα χαρίσματα δεν λειτουργούν και στην οποία το Πνεύμα έχει σβηστεί, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την εκκλησιαστική πληρότητα. Ασφαλής οδός, η εμπιστοσύνη σε όσα μας αποκάλυψε το Άγιο Πνεύμα δια των αγίων. Γράφει δια τούτο ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι μπορούν να θεολογούν και αυτοί που δεν είναι άγιοι, και μάλιστα μπορούν να θεολογούν με βεβαιότητα, «όχι ακολουθώντας στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια».
Η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας και η ομολογία της αληθείας από τους ορθοδόξους πιστούς, δεν είναι θέμα διαλεκτικής φιλοσοφήσεως ή συζητήσεως αλλά εμμονής στη θεολογία που τους έχει απ’ αρχής παραδοθεί από την Εκκλησία. Μια τέτοια θεολογία θα είχε να παρουσιάσει πώς τα διάφορα χαρίσματα συγκεντρωμένα γύρω από το κεντρικό χάρισμα του επισκόπου και οργανωμένα από αυτόν προκαλούμενα εντός της Εκκλησίας από το ίδιο το ‘Άγιο Πνεύμα, συνεισφέρουν στην ίδια την οικοδόμηση τής Εκκλησίας. Και πώς οι λαϊκοί πιστοί εισέρχονται ο καθένας με το δικό του χάρισμα στο κτίσιμο του πνευματικού οίκου. Ωσάν ιερέας, ο πιστός συναθροίζεται με τους αδελφούς του γύρω από το θυσιαστήριο, προσκομίζοντας τον ευχαριστιακό άρτο και οίνο. Η λειτουργία, προερχόμενη από τις λέξεις λαός και έργο, είναι ακριβώς το έργο του λαού. Έτσι, ο πιστός είναι συλλειτουργός. Εάν ο ιερέας είναι λειτουργός με την πιστοποίηση, εκείνος είναι με την επίκληση. Και ο ένας και ο άλλος εξ ίσου απαραίτητοι, διότι εάν χωρίς ιερέα δεν τελείται ευχαριστία, χωρίς την κοινότητα επίσης δεν είναι δυνατόν να τελεσθεί.
Μέσα στην ιστορία οι ορθόδοξοι λαϊκοί έχουν διαρκώς ένα σημαντικό ρόλο στην Εκκλησία και είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε τον ιστορικό ρόλο των πιστών στην εκλογή των επισκόπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Εκκλησία που ζει τη συνοδικότητα, όλοι οι βαπτισμένοι είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για τη διοίκηση αλλά και για την πίστη τής Εκκλησίας. Αυτή η αντίληψη έχει σαφώς διατυπωθεί στο γράμμα των Ορθοδόξων πατριαρχείων του 1848, ως απάντηση στην εγκύκλιο του πάπα Πίου του 9ου: «Παρ’ ἡμῖν…ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός… τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,… ὁ λαός αὐτός φύλαξ καί φρουρός Ὀρθοδοξίας». Επιπρόσθετα, μία Σύνοδος δεν καθίσταται πραγματικά Σύνοδος και δεν επιβάλλεται ως τέτοια στη συνείδηση των πιστών, παρά μόνον όταν αυτοί αναγνωρίζουν και αφομοιώνουν με μία ελεύθερη αποδοχή τα συμπεράσματα της. Το υπέρτατο όργανο του αλάθητου είναι λοιπόν αυτό ακριβώς το σύνολο σώμα του Χριστού.
Έτσι διαπιστώνουμε στην ιστορία τής Εκκλησίας περιπτώσεις όπου ο λαός, μη αναγνωρίζοντας, έχει αποδοκιμάσει ολόκληρες Συνόδους ως μη ορθόδοξες όπως η ληστρική σύνοδος τής Εφέσου του 449, οι εικονοκλαστικές του 754 και 815 ή εκείνη της Φεράρας – Φλωρεντίας του 1439, με την επισήμανση που έγινε παραπάνω, ότι η αλήθεια δεν είναι πλειοψηφική αλλά υποστατική. Εκτός από το λειτούργημα της υπεράσπισης, όλοι οι βαπτισμένοι συμμετέχουν επίσης στην ομολογία της πίστεως.
Η θέση των λαϊκών θεολόγων επίσης, ήταν και συνεχίζει να είναι στην Ορθόδοξη Εκκλησία εξαιρετικά σημαντική. Το μεγαλύτερο μέρος των θρησκευτικών στοχαστών του 20ου αιώνα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των καθηγητών των θεολογικών σχολών είναι λαϊκοί. Διάκονος λοιπόν στην υπεράσπιση και τη διδασκαλία της πίστεως ο λαϊκός! Ακόμη βαθύτερα, η ιδιότητα του προφήτη προικίζει ορισμένα μέλη της Εκκλησίας προχωρημένα στην αγιότητα. Κι εδώ δεν υπάρχει καμία απολύτως διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Είναι οι σοφοί της ζωής, οι «γέροντες», που έχοντας αναδειχθεί σε αποστολικούς άνδρες, φθάνουν στην πραγματική πνευματική πληρότητα της ανιδιοτελούς αγάπης. Εν αρχή η πίστις, έπειτα οι αρετές, ακολουθούν τα Μυστήρια και το τελικό στάδιο είναι το επιστέγασμα της αγάπης η οποία καταλήγει στον Φωτισμό ανιδιοτελής, σε αντίθεση με την οικουμενιστική αγαπολογία που ξεκινά να κτίζει από τη στέγη, στον αέρα δηλαδή.
Ως ιστορικές μαρτυρίες για την ενασχόληση του λαού της Εκκλησίας με θέματα πίστεως θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάμπολλες. Ενδεικτικά: Μετά από τοπική Σύνοδο της Αλεξανδρείας όπου καταδικάστηκε η καινοφανής διδασκαλία του Νεστορίου ως αίρεση το 430, ο Άγιος Κύριλλος γράφει στους απλούς πιστούς της Κωνσταντινουπόλεως, ενθαρρύνοντάς τους να απόσχουν από την κοινωνία με τον αιρετικό Πατριάρχη Νεστόριο και φυσικά ο περιώνυμος 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του 861 η οποία θεωρείται ισόκυρος με τις Οικουμενικές. Τελεία και παύλα! Υπάρχουν πολλοί άλλοι σχετικοί Ιεροί Κανόνες που για την οικονομία του χρόνου δεν θα αναφέρουμε.
Κατά την ορθόδοξη θεώρηση υπάρχει βέβαια ιστορική συνέχεια στην Εκκλησία, παρόλα αυτά, υποστηρίζουμε περισσότερο την εσχατολογική της πλευρά. Κοιτάζουμε προς τα έσχατα περισσότερο παρά προς το παρελθόν. Σε κάθε τόπο και σε κάθε συγκεκριμένο χρόνο το Άγιο Πνεύμα ανασυγκροτεί και εγκαινίζει την Εκκλησία δημιουργώντας την ιστορική συνέχεια.
Για τον δυτικό άνθρωπο η τοπική είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την παγκόσμια Εκκλησία ενώ για τον ορθόδοξο η τοπική εκκλησία είναι η πρωταρχική. Στην Ορθοδοξία, λέγοντας ότι η Εκκλησία είναι αυτή η σύναξη που δημιουργεί το Άγιο Πνεύμα σε κάθε τόπο και οσάκις τελείται η Θεία Ευχαριστία, δεν παρουσιάζεται αυτό το πρόβλημα, διότι την Εκκλησία δημιουργεί η ελεύθερη σύναξη των πιστών. Με τον τρόπο αυτό δεν έχουμε και δεν είχαμε ποτέ το πρόβλημα του «κληρικαλισμού» ή του «λαϊκισμού» που έχει η «Δύση».
Αυτό ακριβώς μας οδηγεί στο καίριο θέμα του ρόλου των λαϊκών στην Εκκλησία. Για τους ορθοδόξους, οι λαϊκοί είναι αυτοί που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει και για να λειτουργήσει ο κληρικός. Η δραστηριότητα συνεπώς των κληρικών, η χαρισματική τους ενέργεια και η αυθεντία τους συγχρόνως, προϋποθέτουν τους λαϊκούς ως πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η σύναξη των πιστών διότι όλη η αντίληψη περί Εκκλησίας είναι τέτοια ώστε να προϋποθέτει τη σύναξη για να υπάρξει. Συνεπώς, η απάντηση του λαϊκού «Και τω πνεύματί σου», το «Αμήν» του πιστού φανερώνουν ότι ποτέ στην Ορθοδοξία δεν μπόρεσε να εισχωρήσει η αντίληψη ότι ο κληρικός είναι αυτός που ενεργεί ιεροκρατικά βάσει δικαιωμάτων που πήρε από τη χειροτονία του.
Γι’ αυτό άλλωστε και στην Ορθοδοξία δεν νοείται και δεν τελείται Θεία Λειτουργία αν δεν υπάρχει παρών έστω και ένας πιστός. Όλα εξαρτώνται από τη σύναξη. Στη Δύση, το πράγμα πάει ανάποδα. Στην επιφάνεια αυτής της αντίληψης εντοπίζονται όλα τα προβλήματα για την αυθεντία των επισκόπων, των συνόδων, του πάπα, ή του πατριάρχη. Πίσω από αυτά κρύβεται η διάθεση υποταγής σε μία ορισμένη εκ των προτέρων κανονιστική οικουμενιστική διάταξη. Γι’ αυτό και οι Σύνοδοι των επισκόπων μας, εντάσσονται στο κύκλωμα που λέγεται κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο στους Ορθοδόξους ότι μπορεί μια απόφαση ή ερμηνεία των επισκόπων να αποδειχθεί λανθασμένη. Το κλειδί είναι η σύναξη του λαού του Θεού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο που απεικονίζει την κοινωνία των εσχάτων. Για την Ορθόδοξη Ανατολή ο επίσκοπος ενώνει μια κοινότητα, και μόνον όταν ορθοτομεί. Την αρχιεροσύνη, όπως και την ιεροσύνη δεν την παίρνει χωρίς καμία αναφορά στην κοινότητα των λαϊκών. Γι’ αυτό και η χειροτονία λαμβάνει χώρα μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και δεν αποτελεί ξεχωριστή τελετή. Ένας και μόνο λαϊκός αρκεί να φωνάξει «Ανάξιος» για να σταματήσει η χειροτονία.
Αναφερόμενοι πλέον το τελευταίο έτος στα εκκλησιαστικά πράγματα και τον ρόλο και τη θέση των λαϊκών μέσα στην Εκκλησία και κυρίως σε συνδυασμό μετά την αυτοαποκαλούμενη αγία και μεγάλη σύνοδο του Κολυμπαρίου Κρήτης, θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής: Η προετοιμασία της κράτησε σχεδόν έναν αιώνα. Πολλοί ιεράρχες, μοναχοί, ασκητές, ομολογητές, πιστοί λαϊκοί, κληρικοί και σύγχρονοι άγιοι έδωσαν το παρόν όλο αυτό το διάστημα. Ομιλούμε πάντοτε για τον πιστό λαό του Θεού, τον καλοπροαίρετο χριστιανό που αγωνίζεται, τιμά τους αγίους του και τον συνάνθρωπο αλλά εν πολλοίς δεν καταλαβαίνει ούτε αντιλαμβάνεται τι γίνεται.
Η πληροφόρηση στα επίσημα ενοριακά κέντρα σχεδόν ανύπαρκτη, ο πιστός βρέθηκε απροετοίμαστος αν και προετοιμάζονταν όλα τόσες δεκαετίες συν το οικονομικό πρόβλημα που τον βασανίζει τα τελευταία χρόνια, δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο. Διερωτόμεθα γιατί τόση προετοιμασία με συνέδρια και συνόδους τοπικές, εντός και εκτός επικράτειας, σε Δύση και Ανατολή, σε Βορρά και Νότο, γιατί τόση διαφήμιση, αντιδιαφήμιση και αυτοδιαφήμιση για ένα γεγονός που οι περισσότεροι αγνοούν; Βέβαια τα περισσότερα γίνονταν εν κρυπτώ, τα αιρετικά οικουμενιστικά κείμενα τα αγνοούσαν μέχρι πρότινος όλοι οι ιεράρχες ανά τον κόσμο πλην μερικών προκαθημένων και την υστάτη ώρα εκλήθησαν να τα προσυπογράψουν αντικανονικά και αντορθόδοξα χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Δεν υπάρχει η πρόθεση να επεκταθούμε σε κανονικές και θεολογικές λεπτομέρειες για το τι συνέβη. Άλλωστε αυτό το έχουν κάνει και εξακολουθούν να το κάνουν με επιστημονικότητα, μεθοδολογία και ορθόδοξο ήθος και πνεύμα εξαιρετικοί πανεπιστημιακοί αλλά και από κατώτερες βαθμίδες, θεολόγοι, νομικοί, κληρικοί, μοναχοί αλλά και απλοί λαϊκοί. Το διαδίκτυο από την άλλη μεριά προσφέρει τη μεγάλη επανάσταση στην πληροφόρηση και ελεύθερα ακόμη στα πολλά ιστολόγια όσοι γνωρίζουν τη στοιχειώδη λειτουργία έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν είτε αρθρογραφώντας αν κατέχουν το χάρισμα της τεχνικής του λόγου είτε με σχόλια της επικαιρότητας. Δυστυχώς δεν έχουν όλοι αυτή τη δυνατότητα και κυρίως οι μεγαλύτερες ηλικίες στις οποίες είναι συσσωρευμένη και η περισσότερη εμπειρία αλλά και όσοι την έχουν, φαίνεται να είναι τόσο μπερδεμένα τα πράγματα που πραγματικά στενοχωρείσαι για τη σύγχυση που επικρατεί μεταξύ των πιστών λαϊκών αλλά και κληρικών.
Ο ένας υπερασπίζεται με πάθος ωσάν να επρόκειτο για δόγμα τις 13 ημέρες του ημερολογίου. Ο άλλος ναι μεν δεν το υπερασπίζεται ως δόγμα αλλά του φταίει το Πατριαρχείο. Άλλος ιεράρχης δέχεται εκκλησιαστικότητα στους παπικούς αλλά δεν αποδέχεται τους αγίους τους. Άλλος τους θεωρεί κανονική εκκλησία. Άλλος θεωρεί τη μνημόνευση μονόδρομο ό,τι κι αν έχει κάνει ο ανώτερός του για να μη χαθεί η ενότητα κι από αλλού ακούς ότι η παύση του μνημοσύνου δεν διασπά την ενότητα.
Από αλλού ζητούν μόνο σύνοδο για να ανατρέψει την τελευταία σύνοδο. Άλλοι ομιλούν για άμεση αποτείχιση των ιδίων έχοντας απέναντί τους άλλους να θεωρούν ως αποτείχιση μόνο αυτή των αιρετικών. Αλλά ποιος θα είναι ο αιρετικός αφού άλλοι μνημονεύουν χωρίς να συμφωνούν και άλλοι συμφωνώντας; Άλλοι διώκουν υφισταμένους τους κληρικούς και μοναχούς διαφημίζοντας την ενότητα και άλλοι συνιστούν μόνο προσευχή και κομποσκοίνι και να αποφανθούν οι «ειδικοί». Άλλη ομάδα μέμφεται τους αντιδρώντες αλλά μη αποτειχισμένους ακόμη, για ψευδοαντίδραση και άλλη τους πρώτους ως σχισματικούς. Άλλος ισχυρίζεται πως η παύση μνημοσύνου δεν προσδίδει εγκυρότητα στα μυστήρια κι άλλοι να ακολουθούμε τυφλά τους πνευματικούς μας. Οι ιεροί κανόνες ερμηνεύονται κατά το δοκούν, ρήσεις και λόγοι αγίων ομοίως, το άσπρο γίνεται μαύρο και αντιστρόφως, το γκρίζο είναι το χρώμα που επικρατεί, άλλοι θεωρούνται σφόδρα αντιοικουμενιστές και αλλού ακούς λόγους τάχα γνησίων ορθοδόξων. Αλλού ότι η σύνοδος ήδη ετελείωσε και ετάφη λόγω των κακοδοξιών της κι αλλού ότι θα επιβληθεί με τη βία.
Αν κατάφεραν κάτι, είναι οι εχθροί της πίστεως να χαιρετίζουν την «ενότητα» που έφερε η λεγόμενη σύνοδος και στους «ενωμένους» να επικρατεί η σύγχυση, η ασυνεννοησία και η διαίρεση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία του Διαβόλου σε πρώτη φάση. Τα πράγματα όμως είναι απλά, ίσως και απλοϊκά. Αν η Ιεραρχία της Ελλάδος επίσημα καταδίκαζε προ καιρού τον Οικουμενισμό ως αίρεση, αυτή η Σύναξη της Κρήτης δεν θα γίνονταν ποτέ. Συνοπτικά, προς αποφυγή παρερμηνειών φρονούμε τα εξής ορθοδόξως αυτονόητα:
Δεν υπάρχουν αντιοικουμενιστές και γνήσιοι ορθόδοξοι παρά μόνο χριστιανοί ορθόδοξοι από τη μία πλευρά και αιρετικοί και αλλόθρησκοι από την άλλη.
Οι ιεροί κανόνες δεν είναι δυνητικοί αλλά υποχρεωτικοί για όλους.
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι ασυμβίβαστη και απαγορευτική για ορθοδόξους, τόσο για προστασία δική τους όσο και νουθεσία των άλλων.
«Ο κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος εσταί». Άρα το πρόβλημα μετατίθεται στο ποιός είναι αιρετικός ή όχι. Εύκολο: Ανατρέχουμε σε αγίους και Συνόδους, στην ορθόδοξη παράδοση δηλαδή και το βρίσκουμε αμέσως.
Το μέγα πρόβλημα είναι η σωτηρία από τον θάνατο που εισήχθη με την πτώση. Ποιος άφρων κοινωνεί με μολυσμένο θεωρώντας αλαζονικά ότι δεν θα κολλήσει; Κι αν πάει κοντά, φορά 5 μάσκες και παίρνει 10 αντιβιοτικά, προσπαθώντας να του πει τι έχει και να προστατεύσει τους άλλους. Η ίδια αναλογία και με την ψυχή. Σώμα και ψυχή πάσχουν και σώζονται αδιαίρετα αμφότερα.
Η Θεία Ευχαριστία δεν τελείται στο όνομα του επισκόπου που μνημονεύεται αλλά στο όνομα Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου.
Με επίσκοπο έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία μόνον όταν ορθοτομεί.
Οποιοσδήποτε διώκει ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό που υπερασπίζεται την πίστη του από κατεγνωσμένη αίρεση είναι και ο ίδιος αιρετικός.
Κατεγνωσμένη είναι η αίρεση που καταδικάζεται από αγίους, οσίους, μάρτυρες, ομολογητές και κανονικές συνόδους της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Οικουμενική Σύνοδος γίνεται μόνο για να καταδικάσει αίρεση. Το αντίθετο είναι δαιμονικό.
Σύνοδος συγκαλείται άμεσα μετά από σύντομη διαδικασία για να αντιμετωπίσει κατεγνωσμένη αίρεση αφού προηγουμένως επικαιροποιήσει τα αποτελέσματα της προηγούμενης ή των προηγουμένων, άλλως είναι αντικανονική, αντορθόδοξη ή ληστρική.
Εκκλησιαστική σύνοδος είναι έγκυρη μόνο αν σε βάθος χρόνου γίνεται αποδεκτή στη συνείδηση του χριστεπώνυμου πληρώματος, όπως αυτό προσδιορίστηκε παραπάνω.
Η αλήθεια δεν είναι πλειοψηφική αλλά υποστατική.
Καμία απόφαση συνοδική, πατριαρχική ή επισκοπική δεν μπορεί να σταθεί αν δεν είναι «επόμενη τοις αγίοις πατράσι».
Όποιος επίσκοπος σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν αντιδρά σε πράξεις και αποφάσεις που δεν έχουν τον παραπάνω χαρακτήρα, βρίσκεται στη χορεία των αιρετικών έστω κι αν δεν κηρύττει την αίρεση «γυμνή τη κεφαλή».
Υπακοή σε πνευματικούς σε θέματα πίστεως και ηθικής όταν αυτοί δεν ορθοτομούν, δεν γίνεται.
Η Θεία Χάρις επενεργεί στον οποιονδήποτε βαπτισμένο και όχι μόνο στους ειδικούς θεολόγους ή επισκόπους, συνεπώς όλοι, λαϊκοί και κληρικοί έχουν λόγο και υποχρέωση να ομιλούν και να προφυλάσσουν τους αδελφούς χριστιανούς μόλις αντιληφθούνε αίρεση.
Η Εκκλησία δεν αποτειχίζεται ούτε σχίζεται από παύση μνημοσύνου αιρετικού ή αιρετίζοντος που δεν ορθοτομεί και τα μυστήρια είναι έγκυρα ακόμη και από ανάξιο ιερουργό, έστω κι αν παραμείνουν σε αυτήν ελάχιστοι διότι ο ιδρυτής της δεν είχε ούτε έχει τις ιδιότητες αυτές.
«Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» θα πει ο Απόστολος Παύλος. Οι Κερκυραίοι λένε χαριτολογώντας: «Κουφού καμπάνα και λαλείς, στραβού κι αν θυμιατίζεις και μεθυσμένου κι αν κερνάς, ούλα χαμένα τα ’χεις».
Η εκκλησία δεν κάνει διάλογο παρά μόνο νουθεσία.
Το «κατ’ οικονομίαν» ποτέ δεν συνιστά κανόνα.
Οι λαϊκοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μην κοινωνούν εκκλησιαστικά με αιρετικούς και αιρετίζοντες. Άλλωστε ένας λαϊκός όσο και να έχει σπουδαίο ρόλο μέσα στην Εκκλησία όπως προαναφέραμε, ούτε μνημονεύει επίσκοπο ούτε όχι.
Τον μεγάλο λόγο έχουν οι ορθόδοξοι ποιμένες τους οποίους σε λίγο διάστημα και σύμφωνα με τις προφητείες αγίων μορφών θα ψάχνουμε να τους βρούμε με το φανάρι, μιας και το Φανάρι επρόδωσε την πίστη.
«Χαίρε αυλή λογικών προβάτων» κράζουμε προς τη Θεοτόκο. Με απλά λόγια, ενώ αρκετά πρόβατα βλέποντας λύκους να έρχονται ζητούν προστασία δείχνοντας και φωτογραφίες λύκων που τους άφησαν πρόγονοί τους για να προστατεύονται όταν τους βλέπουν, κάποιοι ποιμένες όχι μόνο κάνουν ότι δεν τους βλέπουν αλλά και όταν κοιτάζουν, λένε ότι είναι μεγάλα πρόβατα που βρίσκονται έξω και τους προσκαλούνε μάλιστα μέσα στο μαντρί, σφάζοντας τα πρόβατα που λένε ότι βλέπουνε λύκους. Και οι αρχηγοί λύκοι τα τελευταία 1000 τουλάχιστον χρόνια δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αλλάξουν. Μόνο όταν μεταμφιέζονται σε πρόβατα για να εξαπατούν τα κανονικά. Τον απλό λαό τους δυστυχώς τον άφησαν και τον αφήνουν προκλητικά στην άγνοια και την πλάνη παρουσιάζοντάς τους εν γνώσει τους έναν Χριστό παραποιημένο που ουσιαστικά δεν υπάρχει.
Ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα μακαριστός πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, επισημαίνει ότι: «Την πλήρη ικανότητα να διδάσκη δεν την έχει λάβει ο επίσκοπος από το ποίμνιό του, αλλά από τον Χριστό, μέσω της Αποστολικής διαδοχής. Αλλ’ η πλήρης αυτή ικανότης, που έχει δοθή σ’ αυτόν, είναι ικανότης τού να φέρη τη μαρτυρία της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Περιορίζεται από την εμπειρία αυτήν. Επομένως, σε ερωτήματα περί πίστεως, ο λαός πρέπει να κρίνη ανάλογα με τη διδασκαλία του. Το καθήκον της υπακοής παύει να ισχύη, όταν ο επίσκοπος ξεφεύγη από το καθολικό πρότυπο, οπότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση, ακόμη και να τον καθαιρέση».
Η αλήθεια είναι πολύ σκληρή μετά από την αντορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης τόσο για λαϊκούς όσο και κληρικούς, για όλον τον Λαό του Θεού αλλά και τόσο απλή! Αν πιάσει φωτιά το βουνό δίπλα σε ένα χωριό και τη βλέπουμε δεν θα διακόψουμε την προσευχή μας για να ειδοποιήσουμε τους άλλους να σωθούν; Δεν θα γίνουμε άγιοι πρώτα για να μην συμπορευόμαστε με αιρετικούς! Εγώ ο βαπτισμένος αμαρτωλός να μην μιλάω για αιρέσεις και να σώσω πρώτα την ψυχή μου; Να μην ομολογώ παντού την πίστη που παρέλαβα από το βάπτισμα ενημερώνοντας τους άλλους όταν αντιληφθώ αίρεση για να σωθούν; Εντάξει. Όσοι το πέτυχαν όμως τι κάνουν; «Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα». Λένε «…τον ορθοτομούντα τον λόγον της Σης Αληθείας». Γνωρίζουν εκείνη την ώρα τι λένε αποτεινόμενοι προς τον Θεόν; Ότι του υπογράφουνε κάθε φορά υπεύθυνη δήλωση πως εκκλησιαστικά όλα πάνε καλά με τον μνημονευόμενο;
Τα πράγματα είναι εντελώς ξεκάθαρα. Έχουμε να κάνουμε με τη μεγαλύτερη αίρεση που εμφανίστηκε ποτέ. «Στώμεν καλώς». Μεμονωμένες αντιδράσεις θα καταπνιγούν. Μόνο η οργανωμένη δυναμική αντίδραση λαϊκών και κληρικών θα ανακόψει την αίρεση. Βέβαια η Εκκλησία ποτέ δεν θα πάθει τίποτα. «Καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Οι μακαριστοί Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Παραμυθίας Παύλος και Φλωρίνης Αυγουστίνος έδειξαν την οδό που πρέπει να ακολουθηθεί χωρίς σχίσμα.
Η δικαιολογία του φόβου είναι απαράδεκτη. Ο ποιμένας να φοβάται τον λύκο; Και το ποίμνιο; Τι να το κάνω αν είναι καλός και μειλίχιος; Αν με φάει ο λύκος τι να το κάνω; Αδιανόητα πράγματα. Κι ο πυροσβέστης που κάθεται καθημερινά στην υπηρεσία του και παίζει τάβλι αναμένοντας και οργανώνει σεμινάρια για τις πυρκαγιές, καλός είναι. Αν όμως ανάψει η φωτιά και δεν πάει να τη σβήσει και κάνει διάλογο με τους εμπρηστές και τις υπηρεσίες τι να τον κάνω; Μου είναι παντελώς άχρηστος! Γιατί έγιναν επίσκοποι τότε; Ας κρύψουν τον φόβο τους μέσα σε ένα κελί και να έρθουνε παλληκάρια. Το μέγα πρόβλημα βέβαια είναι αν όσα λένε τα πιστεύουνε κιόλας.
Εν κατακλείδι, οι πιστοί ορθόδοξοι λαϊκοί δεν δημιουργούμε σχίσματα, δεν είμαστε φανατικοί δεν είμαστε καν παράξενοι αντιοικουμενιστές. Ορθόδοξοι είμαστε και αμαρτωλοί που αγωνιζόμαστε και τίποτα παραπάνω. Ούτε γίνεται καμία αποτείχιση εκτός όταν δεν κοινωνούμε εκκλησιαστικά με αιρετικούς. Οι ομολογητές παραμένουν εντός. Οι αιρετικοί αποτειχίζονται δυνάμει από τις πράξεις τους, ενεργεία δε, από μελλοντική σύνοδο που κάποτε θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο ή υπερβολικό, ζούμε ημέρες ανάλογες “εικονομαχίας” και ο αγώνας κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού ήταν και θα είναι μακροχρόνιος. Αυτό είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό. Ήδη μετρά πάνω από έναν αιώνα. Το τέλος γνωρίζουμε ότι θα είναι λαμπρό, ίσως όμως τότε να μη ζούμε για να το δούμε στον κόσμο ετούτο.