Στις μέρες μας, ευτυχώς, οι ψευδείς ειδήσεις γίνονται οι ίδιες είδηση. Ορισμένες μόνο βέβαια, αλλά έστω και αυτό είναι θετικό.
Πρόκειται για κάτι νέο; Γνωρίζουμε ότι ψευδείς ειδήσεις εμφανίζονταν πάντα, αν και όχι με την ίδια συχνότητα. Καινοφανή είναι οπωσδήποτε δύο φαινόμενα: Πρώτο, αυτό που προτάξαμε, η αναγνώριση επιτέλους του προβλήματος. Δεύτερο, η εκλέπτυνση των μεθόδων διαστροφής της είδησης. Με αυτή την παράμετρο θα ασχοληθώ παρακάτω.
Διευκρίνιση: Παρά την προσωπική μου εμπλοκή στα σχετικά δημοσιεύματα (χωρίς αυτήν, δεν θα είχα διακρίνει τις παρεμβάσεις), δεν πρόκειται να επιχειρήσω δικαίωση της ουσίας, π.χ. με επιχειρήματα περί τον (κακώς) λεγόμενο νόμο Παρασκευόπουλου (1). Το θέμα εδώ είναι τα τεχνάσματα της χειραγώγησης του αναγνώστη.
Σε προηγούμενο άρθρο στην ίδια σελίδα («Η φαντασία στην τέταρτη εξουσία», «Εφημερίδα των Συντακτών», 2-2-2017) είχα επιχειρήσει μια αναφορά σε ειδήσεις πλήρως κατασκευασμένες και ψευδείς. Θα πίστευε κανείς ότι το τελείως ψευδές είναι το χειρότερο σε μια ούτως ή άλλως κακή κλίμακα.
Κι όμως, όχι απαραίτητα: Από μια άποψη, η διαστρέβλωση ενός υπαρκτού γεγονότος μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη για τον αναγνώστη, επειδή αυτή ευκολότερα εμφανίζεται αληθοφανής.
Παράδειγμα πρώτο: Μια δημοσιογράφος που γνωρίζω και εμπιστεύομαι από χρόνια μού προτείνει συνέντευξη. Αποδέχομαι αμέσως. Την Κυριακή 9-4-2017 διαβάζω ήδη στην εφημερίδα («Ελευθερία του Τύπου»), στην πρώτη σελίδα, ότι εντός του φύλλου καταχωρίζεται η συνέντευξή μου.
Πρωτοσέλιδος τίτλος: «“Απολογείται” για τις αποφυλακίσεις ο αυτουργός». Το «αυτουργός» βέβαια σημαίνει δράστης και η αναγγελία «απολογούμενου αυτουργού», παρά τα εισαγωγικά σαν φύλλο συκής, παραπέμπει σε κακούργο.
«Κατά τύχη», στο ευδιάκριτο οπισθόφυλλο, όπου παρατίθενται πολιτικά σχόλια με ευανάγνωστα και τονισμένα στοιχεία, δύο από αυτά με αφορούν: Σύμφωνα με το πρώτο, ο Αλ. Γιωτόπουλος ετοίμαζε τις βαλίτσες του ώστε να αποφυλακιστεί κάνοντας χρήση του «νόμου Παρασκευόπουλου», εάν ο τελευταίος παρέμενε υπουργός Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το επόμενο, «με τον νόμο αυτόν ζητείται η χορήγηση άδειας από τις φυλακές στον Δημήτρη Κουφοντίνα».
Υπήρχε πιθανότητα μετά τις παραπάνω επιτήδειες κατασκευές να ξέφευγε κάποιος αναγνώστης και να μην εμπέδωνε την εικόνα ενός αυτουργού απεχθών αποφυλακίσεων, και μάλιστα τρομοκρατών; Ναι, σκέφτηκαν! Γι’ αυτό η εικόνα συμπληρωνόταν (συνηθισμένη τακτική) από την κατάλληλη φωτογραφία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιλογή είχε γίνει προσεκτικά: αξιοποιήθηκε μια φωτογραφία μου από μια περίοδο που είχα οξεία επιπεφυκίτιδα και εμφανιζόμουν με μάτια μαυροκόκκινα, σαν βρικόλακας. Φυσικά, καθόλου δεν ενοχοποιώ τη συγκεκριμένη δημοσιογράφο για τη «συσκευασία» της συνέντευξης, αλλά κάποιον δεξιοτέχνη που αγνοώ.
Παράδειγμα δεύτερο: Γνωστός δημοσιογράφος με επισκέπτεται και μου προτείνει βιντεοσκοπημένη συνέντευξη με θέμα τον ίδιο νόμο, προκειμένου αυτή να δημοσιευτεί στη διαδικτυακή εφημερίδα Capital. Αποδέχομαι.
Το βίντεο δημοσιεύεται όντως. Προηγείται, ωστόσο, ένα μακροσκελές κείμενο το οποίο με εμφανίζει να επαναλαμβάνω διαρκώς την ίδια αρνητική απάντηση. Φυσικά δεν αναφέρεται σε αυτό ότι δεχόμουν διαρκώς την ίδια περίπου επιθετική ερώτηση: «Σας κατηγορούν ότι εξαιτίας του νόμου σας έχουν αποφυλακιστεί κακούργοι που διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα. Τι απαντάτε;».
Περιεργάζομαι άλλες ανάλογες συνεντεύξεις στο Capital: προηγείται σταθερά το βίντεο και έπεται ένα σχόλιο λίγων γραμμών. Στην περίπτωσή μου, ακριβώς το αντίστροφο: πρώτα εμφανίζεται το μακροσκελέστατο σχόλιο, ύστερα το βίντεο. Ποιος αναγνώστης θα διαθέσει 15 λεπτά για το βίντεο, όταν -στον αιώνα της επιτάχυνσης- έχει ήδη διαθέσει χρόνο για να διατρέξει το σχόλιο που προηγείται; Μάλλον κανείς.
Εν τω μεταξύ, μετά την ανάρτηση της συνέντευξης και του σχολίου για αρκετές ημέρες, ξαφνικά στο διαδίκτυο η σειρά τους αντιστράφηκε: Πρώτα εμφανίζεται το βίντεο, ύστερα ένα διαφορετικό από το προηγούμενο, συνοπτικό σχόλιο. Φυσικά, η αναγνωσιμότητα είχε ήδη παρέλθει.
Η αρχική διαχείριση της είδησης-συνέντευξης είχε ήδη εκπληρώσει τον ρόλο της, να προταχθεί το αρνητικό σχόλιο και να αφεθεί η θέαση του ίδιου του βίντεο.
Ο ιστός που συνδέει τα δύο παραδείγματα χειραγώγησης της κοινής γνώμης δεν είναι τα πρόσωπα. Είναι ο ποινικός λαϊκισμός (2), που φτάνει να καλλιεργεί τον φόβο του εγκλήματος (λέξεις: αυτουργός, τρομοκράτες, κακούργοι κτλ.), προκειμένου να αποπροσανατολίζει από το πεδίο των κοινωνικών αντιθέσεων και των ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων: δηλαδή, από την αναβάθμιση των συνθηκών κράτησης και από τις αποτελεσματικές πολιτικές επανένταξης.
(1) Περιλαμβάνονται σε άρθρο μου, «Εφημερίδα των Συντακτών» 7-4-2017, σελ. 8.
(2) Διεθνές το φαινόμενο και ο χαρακτηρισμός. Βλ. Μ. Σκανδάμη, «Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο», 2016, σελ. 131.
* ομότ. καθηγητής ΑΠΘ, βουλευτής
Πηγή: https://www.efsyn.gr/