Από τα πρώτα χρόνια της κρίσης έγινε αντιληπτό ότι ο παλιός δικομματισμός που εξέθρεψαν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είχε εξ ολοκλήρου καταρρεύσει. Αυτό που παραμένει ωστόσο ασαφές είναι ποιο κομματικό σύστημα ήρθε έκτοτε να τον αντικαταστήσει.
Για κάποιους αναλυτές, όπως ο Ηλίας Νικολακόπουλος, αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ενός «πολωμένου πολυκομματισμού», ενώ για άλλους, βρισκόμαστε στον αστερισμό του «μικρού δικομματισμού». Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο συστήματα είναι μεγάλες, όμως τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το καθένα είναι διαφορετικά.
Σύμφωνα με το μοντέλο του «πολωμένου πολυκομματισμού», η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ως «πρώτοι μεταξύ ίσων», ιδίως αφού μετά το 2011 αμφότεροι εξαρτώνται από τα μικρά κόμματα για να κυβερνήσουν. Αντιθέτως, το μοντέλο του «μικρού δικομματισμού» υποδηλώνει πως τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εδραιώσει ηγεμονία μέσα στη Δεξιά και την Αριστερά αντιστοίχως, όμως λόγω του κατακερματισμού που τα περιβάλλει, απέχουν από το όριο της αυτοδυναμίας.
Μια άλλη διαφορά αφορά το στοιχείο της ρευστότητας. Αν το νέο κομματικό σύστημα έχει τα χαρακτηριστικά ενός «πολωμένου πολυκομματισμού», τότε εξυπακούεται πως η ρευστότητά του είναι υψηλή. Αν όμως έχει τα γνωρίσματα ενός «μικρού δικομματισμού», τότε η ρευστότητά του είναι εξ ορισμού χαμηλή. Το τελευταίο σημαίνει ότι, αν δεν υπάρξουν κοινωνικο-οικονομικές ανατροπές, το σύστημα θα τείνει προς εξισορρόπηση γύρω από έναν νέο κλασικό δικομματισμό.
Αν επιχειρούσαμε όμως μια ακριβέστερη ανάλυση, η πρώτη διαπίστωση είναι ότι το σημερινό κομματικό σύστημα είναι συνυφασμένο με την οικονομική κρίση. Επιπλέον, στον βαθμό που η κρίση είναι μια εξαιρετική κατάσταση που δεν εμπίπτει στους νόμους της κανονικότητας, τότε το κομματικό σύστημα που αντιστοιχεί σε αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε καθιερωμένο ούτε σταθερό.
Γι’ αυτό, πρέπει να σκεφτούμε έξω από συμβατικά καλούπια και να το ορίσουμε ως ένα υβριδικό κατασκεύασμα το οποίο, ώς τώρα τουλάχιστον, συνδυάζει στοιχεία «πολωμένου πολυκομματισμού» και «ελεγχόμενου δικομματισμού» ταυτοχρόνως.
Πρακτικά, η διάγνωση αυτή οδηγεί σε αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτο, μας βοηθά να δούμε ότι το νέο κομματικό σύστημα παρουσιάζει μια σπάνια ιδιομορφία στον βαθμό που διέπεται και από έντονη πόλωση και από υψηλή ρευστότητα ταυτόχρονα.
Ετσι, ενώ την τελευταία πενταετία, η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν σαφή πρωτοκαθεδρία, παράλληλα το κοινό ποσοστό τους υπέστη τεράστιες διακυμάνσεις. Συγκεκριμένα, από το 2012, η διακύμανση αυτή έφτασε τις 28 μονάδες (από 36% ώς 64%), ενώ την περίοδο 1981-2009 το κοινό ποσοστό Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ κινήθηκε σε φάσμα μόλις 10 μονάδων (77%-87%). Αυτό σημαίνει ότι, παρ’ όλο που τα δύο πρώτα κόμματα παραμένουν κυρίαρχα, η μετατόπιση ψηφοφόρων προς και από αυτά είναι αθρόα, καθιστώντας έτσι την κυριαρχία τους εξαιρετικά επισφαλή.
Δεύτερο, παρά την κάμψη του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, το σημερινό ποσοστό του οφείλεται κυρίως στην αντελκυστική δυναμική του διπολισμού. Συγκεκριμένα, η στήριξη του κόμματος του κ. Τσίπρα βασίζεται σήμερα πρωτίστως στο «αντιδεξιό σύνδρομο», δηλαδή στην επιθυμία πολλών υποστηρικτών του να αποκλείσουν τη Ν.Δ. από την εξουσία, παρά τη διαφωνία τους με την κυβερνητική πολιτική.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι μόλις το 6% πιστεύει πλέον πως «η χώρα οδεύει στη σωστή κατεύθυνση», ενώ στις αρχές του 2015 το ποσοστό αυτό ήταν 64% (Public Issue, Φεβρ. 2017). Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ξεκάθαρα ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλάξει ριζικά πολιτική, ο υποβιβασμός του σε τρίτο κόμμα μετά τις επόμενες εκλογές θα είναι πολύ πιθανός.
Τρίτο, παρ’ όλο που τα χαμηλά ποσοστά τους τα κάνουν να φαίνονται αδύναμα, τα μικρά κόμματα σήμερα μπορούν να επιφέρουν δομικές αλλαγές στο σύστημα. Αυτό, μάλιστα, εξαρτάται πρωτίστως από τα ίδια, και ιδίως από την ικανότητα του κατακερματισμένου Κέντρου και της αντιμνημονιακής Αριστεράς να συγκροτήσουν ενιαίες συμμαχίες.
Οι τάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω θα κυριαρχούν όσο υφίστανται δύο βασικές συνθήκες: η οικονομική στασιμότητα που βιώνουμε από το 2014 στον πάτο της κρίσης· και η κυριαρχία της φοβικής πολιτικής κουλτούρας που (με εξαίρεση το 2014-15) δεσπόζει από το 2010.
Προ διετίας («Εφ.Συν.», 19.8.2015) παρατηρούσα ότι η υπογραφή του 3ου Μνημονίου θα επέτρεπε στον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει τα εκλογικά ποσοστά του για 6 μήνες, αλλά μετά θα έβλεπε τη δημοτικότητά του να πέφτει στο 16%, όπως συνέβη το 2010-11 με το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό το συμπέρασμα, που έκτοτε αποτυπώθηκε στις δημοσκοπήσεις, δεν απαιτεί βεβαίως μαντικές ικανότητες. Ο καθένας μπορεί να καταλήξει σε αυτό, αρκεί να συλλάβει ξεκάθαρα τον υβριδικό χαρακτήρα του νέου κομματικού συστήματος.
* επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι
Πηγή: https://www.efsyn.gr