Διευρύνουν όλο και πιο πολύ την παρουσία τους στο καλάθι της νοικοκυράς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (Private Label – PL) παρά το γεγονός ότι ακριβαίνουν περισσότερο από τα επώνυμα, παραμένοντας ωστόσο φθηνότερα. Με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να πιέζεται, λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους και των πληθωριστικών πιέσεων, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτελούν πιο δελεαστικές επιλογές για τους καταναλωτές στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν χρήματα.

Στο πλαίσιο αυτό, στρέφονται σε φθηνότερες επιλογές προϊόντων, οι οποίες μαζί με τις προσφορές και τις εκπτώσεις μπορούν να τους βοηθήσουν να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο «όγκου» αγορών με σταθερή δαπάνη.

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βαγγέλης Φώσκολος, Senior Consultant της εταιρείας IRI Hellas από την αρχή του έτους μέχρι και τον Μάιο, τα PL προϊόντα «τρέχουν» με ρυθμό ανάπτυξης 9,1% και το μερίδιό τους σε αξία αγγίζει το 16% όταν η συνολικά αγορά FMCG παρουσιάζει οριακά μειωμένες πωλήσεις σε αξία 0,1%. Σύμφωνα με τον ίδιο η δυναμική που παρουσιάζουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι πολύ μεγάλη το 2022, σε αντίθεση με την πτώση των τελευταίων ετών, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον της ζήτησης από την πλευρά των καταναλωτών.

Ωστόσο το μερίδιό τους παραμένει συγκριτικά αρκετά χαμηλότερο από τις αγορές του εξωτερικού όπου είναι πολύ πιο ώριμη η αγορά των PL. Οι κύριες κατηγορίες με αύξηση των πωλήσεων ιδιωτικής ετικέτας εξακολουθούν να είναι τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά κ.ά) αλλά και τα προϊόντα οικιακής φροντίδας (χαρτί κουζίνας, καθαριστικά κ.α.). Στα απορρυπαντικά πλυντηρίου είναι πολύ δυνατά τα brands.

Την ίδια στιγμή οι μέσες ανατιμήσεις στο πεντάμηνο, στα μεν επώνυμα προϊόντα ξεπερνούν το 3% στα δε PL ξεπερνούν το 4%. Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Φώσκολο απεικονίζει πως έχει αλλάξει το μείγμα πωλήσεων. «Αν συγκρίναμε τα ίδια προϊόντα που αγόραζε πριν τρεις μήνες ο καταναλωτής με τις τιμές που έχουν σήμερα, θα είχαμε σημαντικά μεγαλύτερες ανατιμήσεις στις προϊοντικές κατηγορίες. Ωστόσο, καθώς έχει αλλάξει το μείγμα πωλήσεων, ο καταναλωτής έχει στραφεί στα PL και σε φθηνότερα προϊόντα οπότε φαίνεται μια μικρότερη ανατίμηση στο σύνολο FMCG» σημειώνει και προσθέτει: «Βλέπουμε μεγαλύτερες ανατιμήσεις στα PL προϊόντα για να διατηρηθούν τα περιθώρια κέρδους, αλλά είναι σε μικρότερη βάση. Όταν το επώνυμο προϊόν κάνει για παράδειγμα 2.00 ευρώ με μια ανατίμηση 10% φτάνει στα 2,20 ευρώ. Αντίστοιχα η τιμή ενός PL προϊόντος από 1,00 ευρώ θα πάει στο 1,10 ευρώ, άρα παραμένει πολύ πιο φθηνό. Αυτό σημαίνει ότι παρατηρούνται αυξήσεις, σε μικρότερη όμως βάση, γεγονός που κάνει τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να παραμένουν πολύ πιο συμφέροντα».

Ο ίδιος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ διευκρινίζει ότι παρά το γεγονός ότι τα PL προϊόντα αυξάνουν την τιμή τους δεν χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με τα επώνυμα, καθώς συνεχίζουν να παραμένουν φθηνότερα στο ράφι του σούπερ μάρκετ. «Στο καλάθι του καταναλωτή τα PL μεγαλώνουν την παρουσία τους, με αποτέλεσμα η αξία του να συγκρατείται σε χαμηλότερα επίπεδα και να είναι πιο οικονομικό. Παράλληλα ακριβαίνουν, σε σχέση με τα επώνυμα, προκειμένου να διατηρηθούν τα περιθώρια κέρδους προμηθευτών και λιανεμπόρων, παραμένοντας όμως φθηνότερα και ελκυστικότερα για τους καταναλωτές».

Πόλος έλξης τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας

Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της ζήτησης; Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Λευτέρης Κιοσές, γενικός διευθυντής ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) «είναι αρκετοί οι λόγοι. Σίγουρα οι ανατιμήσεις και το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών λόγω των διάφορων αυξήσεων σε ενέργεια και καύσιμα παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά και πιο ουσιαστικοί παράγοντες όπως η αυξανόμενη εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις επωνυμίες των αλυσίδων σουπερμάρκετ έχουν δημιουργήσει το υπόβαθρο γι’ αυτή την εξέλιξη».

Η τάση ανόδου της ζήτησης προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, σύμφωνα με τον κ. Κιοσέ, αναμένεται να συνεχιστεί όσο οι οικονομικοί παράγοντες μένουν αμετάβλητοι. «’Αλλωστε πρόκειται σε ένα βαθμό για «διόρθωση» της ελληνικής αγοράς, καθώς τα μερίδια των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας παραμένουν ακόμα μακριά και χαμηλότερα από τους μέσους όρους της δυτικής Ευρώπης» επισημαίνει ο κ. Κιοσές.

Εστιάζοντας στα αποτελέσματα έρευνας του ΙΕΛΚΑ με δείγμα 2.000 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα σημειώνει ότι, συγκριτικά με το 2020, το 2021/22 πολλοί περισσότεροι καταναλωτές θεωρούν ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρέχουν καλύτερη σχέση ποιότητας τιμής, σε ποσοστό 50% έναντι 38% το προηγούμενο έτος. Η διαφορά αυτή αποδίδεται στις εξελίξεις που συντελούνται στο καταναλωτικό κοινό, το διαθέσιμο εισόδημα του λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας-μεταφορών και τις ανατιμήσεις των προϊόντων.

Με δεδομένες τις αυξήσεις τιμών αρκετών προϊόντων λόγω των διεθνών εξελίξεων (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία κλπ) η χαμηλότερη τιμή των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας γίνεται πιο «δελεαστική» για τους αγοραστές. ‘Αλλωστε, το ποσοστό των καταναλωτών που θεωρεί τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας φθηνότερα από τα επώνυμα παραμένει αμετάβλητο το 2021 σε σχέση με το 2020 σε ποσοστό 65%, κάτι που δείχνει ότι πρακτικά δεν άλλαξε η εικόνα που έχει το αγοραστικό κοινό για την συγκριτική τιμή των προϊόντων αυτών, αλλά με βάση την χρονική εξέλιξη των τιμών, πλέον τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ανταποκρίνονται ως σχέση ποιότητας τιμής καλύτερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Ίδια είναι και η εικόνα σε σχέση με την ελληνικότητα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας με το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν ότι αυτά τα προϊόντα είναι πιο «ελληνικά» να αυξάνεται λίγο από 47% σε 49%.

Σημειώνεται ότι το 2019-2020 αποτελούσε μια περίοδο κατά την οποία τα ποιοτικά κριτήρια κυριαρχούσαν στο σκεπτικό του κοινού. Συγκεκριμένα, το 2019 το 37% των αγοραστών δήλωναν ότι αγόραζαν με βασικό κριτήριο την ποιότητα έναντι 31% με βάση τη χρηματική δαπάνη. Δύο χρόνια μετά η εικόνα έχει αναστραφεί με το 39% να δηλώνει ότι αγοράζει με βάση τη χρηματική δαπάνη και το 29% με βάση τα ποιοτικά κριτήρια.

Πλέον, η στροφή του καταναλωτικού κοινού φαίνεται και στα στοιχεία των πωλήσεων. Σημειώνεται ότι παραδοσιακά το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας επί των πωλήσεων παραμένει συγκριτικά αρκετά χαμηλότερα από τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, με τα ποσοστά να κινούνται την τελευταία δεκαετία στην περιοχή του 25%-30% στην Ελλάδα έναντι 40-45% στη Δυτική Ευρώπη.