Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Κατά τη διάρκεια της ψήφισης των μέτρων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την προηγούμενη Πέμπτη, είχα την ευκαιρία στη Βουλή να συζητήσω με πολλούς βουλευτές, κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους. Ένα ήταν το αιτούμενο σε κάθε σύντομη συζήτηση: πότε βλέπουν να έχουμε εκλογές.
Είναι κάπως ψυχαναγκαστικό. Η πολιτική ομαλότητα έχει με τέτοιο τρόπο διασαλευθεί στη χώρα μας, ώστε μας φαίνεται πρωτόγνωρο κυβέρνηση να κάνει την προβλεπόμενη εκ του Συντάγματος θητεία της ή έστω να προσεγγίσει την τετραετία. Τελευταίος που κατάφερε να μείνει αρκετά στην εξουσία ήταν ο Κώστας Καραμανλής, στην πρώτη θητεία του, ο οποίος άντεξε τριάμιση χρόνια στην εξουσία και διεκδίκησε την ανανέωση της παραμονής του στο Μαξίμου πριν από δέκα χρόνια. Από τότε είτε η πολιτική θύελλα είτε τα Μνημόνια κατάπιαν κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς.
Με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κλείνει ουσιαστικά ένας κύκλος: αυτός της εσωτερικής υποτίμησης. Για να είμαστε ειλικρινείς, οι δανειστές θεωρούν εδώ και πολλά χρόνια ότι το μεταρρυθμιστικό momentum έχει χαθεί, συνεπώς ακολουθούν μια πορεία διόρθωσης των δημοσιονομικών μεγεθών προς τα κάτω, συνδυαστικά με την εμπράγματη εξασφάλισή τους για τα δάνεια που έχουν παράσχει στη χώρα.
Ούτε οι ξένοι δεν περίμεναν πριν από δύο χρόνια να βρουν στο πρόσωπο των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ τόσο πιστούς εφαρμοστές του δημοσιονομικού σκέλους των προγραμμάτων, συνδυαστικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων π.χ. το Υπερταμείο με την απίστευτη δομή και τον απαράδεκτο τρόπο λήψης αποφάσεων.
Φυσικά και ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει τα «κανονάκια» που χρειάζεται για να συνεχίσει την παραμονή του στην εξουσία. Όπως είπαμε, όμως, τώρα μπαίνουμε σε έναν νέο κύκλο. Με το παρόν μεσοπρόθεσμο σχηματοποιείται η δομή των στόχων και των υποχρεώσεων της χώρας για τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον ως το 2021. Συνεπώς, ως το 2021 έχουμε ένα σαφές μονοπάτι, γνωρίζουμε πώς θα είναι τα πράγματα. Αυτό σημαίνει, ακόμα, πως η επιλογή του Grexit φεύγει από το τραπέζι, γιατί κανένας παίκτης δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή πλέον.
Το καλό σημείο για κάτι τέτοιο ήταν το 2015, γι’ αυτούς που το επιδίωκαν, αλλά τώρα η χαραμάδα αυτή κλείνει. Αυτό, πάντως, που δεν διαφαίνεται είναι πώς θα ξεκολλήσουμε από το τέλμα, γιατί η παραμονή σε κατάσταση στασιμοχρεοκοπίας εντός Ευρωζώνης δεν είναι και ακριβώς ιδανική εναλλακτική.
Και κάπου εδώ είναι το διακύβευμα για τις πολιτικές δυνάμεις. Με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, αναποδογύρισε και η κλεψύδρα και η άμμος μέσα σε αυτή. Άρα, ο πολιτικός χρόνος ανανεώνεται. Εκλογές μέσα στο 2017 δεν θα έχουμε.
Για το 2018, όμως, αρκετοί βλέπουν μια καλή εναλλακτική το φθινόπωρο. Αν αυτό ισχύσει, σημαίνει πως η κυβέρνηση έχει έναν καθαρό χρόνο για να γυρίσει την κατάσταση και να πείσει τον κόσμο πως εγγυάται μια καλύτερη μέρα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση και ιδίως η ΝΔ πρέπει να μπορέσει να ανταποκριθεί σε συνθήκες Long run, να μην ρίξει ρυθμό και να πείσει τους πολίτες με τη σειρά της πως μια δική της διακυβέρνηση δεν θα είναι απλώς μια ακόμα ανακύκλωση των ήδη γνωστών.
Η ανανέωση του πολιτικού χρόνου, αλλάζει τα πολιτικά δεδομένα. Και χρειάζεται μια πειστική απάντηση στο «Και τώρα, τι;». Μέχρι στιγμής, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ΝΔ έχουν σαφή απάντηση. Θα πρέπει όμως να τη διαμορφώσουν, διότι ο μαραθώνιος ή έστω η μεγάλη απόσταση θέλει γερά πνευμόνια και σαφές σχέδιο δράσης.