Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για το εξαφανισμένο τουριστικό υποβρύχιο «Titan», καθώς οι ομάδες διάσωσης δίνουν μάχη για να εντοπίσουν το σκάφος προτού εξαντληθούν τα αποθέματα οξυγόνου.
Το υποβρύχιο ξεκινά κάθε ταξίδι έχοντας οξυγόνο για περίπου 96 ώρες και αγνοείται από την περασμένη Κυριακή, κάτι που σημαίνει ότι σύμφωνα το οξυγόνο θα εξαντληθεί νωρίς το μεσημέρι σήμερα Πέμπτη, χρόνο που οι διασώστες έχουν ορίσει ως καθοριστικό για την εξέλιξη της επιχείρησης.
Χθες, η ακτοφυλακή των ΗΠΑ διεύρυνε την περιοχή έρευνας και άλλαξε την κατεύθυνση των μη επανδρωμένων υποβρύχιων οχημάτων που χρησιμοποιούνται, για να προσπαθήσει να εντοπίσει τους ήχους που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της εναέριας έρευνας στην απομακρυσμένη περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού. Αν και δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα, οι συσκευές σόναρ από το καναδικό αεροσκάφος P-3 αναλύονται από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, όπως δήλωσαν αξιωματούχοι.
Ωστόσο, οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη εντοπίσει την πηγή αυτών των θορύβων και οι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι οι ήχοι μπορεί να μην προέρχονται από το σκάφος που χάθηκε. «Η ανάλυση των θορύβων ήταν ασαφής» ανέφερε ο πλοίαρχος Τζέιμι Φρέντερικ, συντονιστής της Ακτοφυλακής. Ειδικοί προειδοποιούν ότι η επιχείρηση είναι δύσκολη και οι ελπίδες να βρεθούν ζωντανοί ελάχιστες.
Εν τω μεταξύ, ένας στόλος πλοίων και εξειδικευμένος εξοπλισμός έχει αναπτυχθεί, συμπεριλαμβανομένου ενός συστήματος διάσωσης βαθέων ωκεανών του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και του πλοίου «John Cabot» της Καναδικής Ακτοφυλακής, το οποίο διαθέτει «δυνατότητες σόναρ πλευρικής σάρωσης».
Στον Βόρειο Ατλαντικό σπεύδουν ακόμη περισσότερα πλοία και σκάφη για να συνδράμουν στην επιχείρηση.
Η επιφανειακή έρευνα για το εξαφανισμένο υποβρύχιο εκτείνεται τώρα σε περιοχή «περίπου δύο φορές του μεγέθους του Κονέκτικατ και έχει βάθος έως και δυόμισι μίλια», είπε ο Τζέιμι Φρέντερικ κατά την ενημέρωση, προσθέτοντας ότι οι διασώστες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις «διαρκώς μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες» κατά την αναζήτησή τους.
Στο σημείο κατέπλευσε και το γαλλικό πλοίο «Αταλάντη», που μεταφέρει το επανδρωμένο υποβρύχιο «Ναυτίλος» και το μη επανδρωμένο ρομπότ «Βίκτορ», το οποίο χειρίζεται μία ομάδα 25 ατόμων. Αυτό είναι εφοδιασμένο με κάμερες και προβολείς που φωτίζουν τον πυθμένα. Συνδέεται και κατευθύνεται από την επιφάνεια με καλώδιο ενώ, μπορεί να καταδυθεί σε βάθη 6.000 μέτρων. Είναι επίσης εξοπλισμένο με βραχίονες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να απεγκλωβίσουν το σκάφος, εάν έχει παγιδευτεί.
«Πρόκειται για μία επιχείρηση ερευνών και διάσωσης στο 100%» τόνισε ο Φρέντερικ προσθέτοντας: «Θα συνεχίσουμε με κάθε διαθέσιμο μέσο την προσπάθειά μας για τον εντοπισμό του βαθυσκάφους και των μελών πληρώματος».
Στο σκάφος επιβαίνουν πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Βρετανός δισεκατομμυριούχος Χάμις Χάρντινγκ. Ο Σαχζάντα Νταγούντ, δισεκατομμυριούχος, ένας από τους πλουσιότερους άνδρες του Πακιστάν, ο γιος του 19 ετών, ο διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της OceanGate Στόκτον Ρας και ο Γάλλος πιλότος του υποβρύχιου σκάφους Παολ Ανρί Ναρζολέ, είναι επίσης εγκλωβισμένοι στο σκάφος βαθέων υδάτων.
Ακόμα και αν τα συνεργεία έρευνας εντοπίσουν το χαμένο υποβρύχιο βαθιά στον ωκεανό, οι Αρχές θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια εξαιρετικά περίπλοκη αποστολή ανάκτησης. Ένα σύστημα διάσωσης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ έφτασε στο Σεντ Τζον της Νέας Γης χθες, όπως δήλωσε αξιωματούχος του Πολεμικού Ναυτικού. Το «Flyaway Deep Ocean Salvage System» (FADOSS) είναι ικανό να ανασύρει αντικείμενα ή σκάφη από τον πυθμένα του ωκεανού μέχρι βάθος 6.000 μέτρων, αλλά πρέπει πρώτα να συγκολληθεί σε ένα πλοίο, κάτι που θα μπορούσε να διαρκέσει μια ολόκληρη μέρα, είπε ο αξιωματούχος.
«Ακόμη κι αν εντοπίσουν το σκάφος, για να εκτελέσουν μία αποστολή διάσωσης που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά σε τόσο βαθιά ύδατα, τόσο περίπλοκη, θα χρειαστούν περισσότερες από 20 ώρες για να την χαράξουν και, έπειτα, να την εκτελέσουν» τόνισε μιλώντας στο CNNi ο πλοίαρχος ε.α Ράιαν Ράμσεϊ.