Φώτη Δημητρακόπουλου

Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 

ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

1. Ο ΛΑΟΣ

Βυζάντιο καί νεοελληνική λογιοσύνηΘὰ ἀναφερθοῦμε ἐν πρώτοις στὸ ἐπίπεδο, πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κρατιδίου στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Καὶ βέβαια, ὅταν μιλᾶμε γιὰ πνευματικὸ ἐπίπεδο, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναφερόμαστε ὄχι μόνο στοὺς λογίους (ποὺ μέσα σ΄ αὐτὴν τὴν κατηγορία εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουνε ἕνα ἐνδιαφέρον μεγαλύτερο καὶ εὐρύτερο πάνω σὲ τέτοια θέματα) καὶ λογοτέχνες φυσικά, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὸν λαό. Δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι οἱ λόγιοι μποροῦν νὰ εἶναι ξεκομμένοι ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ὅτι ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς λογίους.
Πιστεύω ὅτι σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς καὶ στὴ φιλολογία καὶ στὰ θέματα τῶν ἰδεῶν πάντοτε ὑπάρχει ἐπικοινωνία, ἀλληλοεπικάλυψη, ἔστω καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλάει γιὰ τὸν ἀνυποψίαστο πληθυσμό. Ἄρα θὰ πρέπει νὰ δοῦμε ἂν ὁ λαός, ποὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν σὲ οἰκτρὴ οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ σὲ πνευματικὴ θὰ λέγαμε ἀτονία, σκεφτότανε κἂν ὅτι ὑπῆρχε τὸ Βυζάντιο κάποτε, ὅτι ὑπῆρχε κάτι ἀπὸ τοὺς κοντινοὺς προγόνους, καὶ τί μπορεῖ νὰ ἦταν αὐτό; Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ θέματα λαογραφικά, ἂν καὶ ἡ λαογραφία εἶναι κάτι εὐρύτερο ἀπὸ ὅτι ἁπλᾶ φανταζόμαστε, ὅμως θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει ἔλλειψη βιβλιογραφικὴ πάνω σὲ τέτοια προβλήματα. Ἔχω ὑπόψη μου τὸ τευχίδιο τοῦ Ἰωάννη Κακριδῆ ποὺ βγῆκε στὴ σειρὰ τῶν ἐκδόσεων τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν ἑλληνικὴ λαϊκὴ παράδοση». Ἐκεῖ μποροῦμε νὰ δοῦμε πὼς ὁ λαὸς μέσα στὴ δική του παράδοση ἀντιλαμβανότανε τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες.

Κάτι ἀνάλογο ὅμως δὲν ἔχουμε ἀκόμα γιὰ τὸ Βυζάντιο, πὼς δηλαδὴ ὑπάρχει μέσα στὴ λαϊκὴ ἑλληνικὴ παράδοση τὸ Βυζάντιο. Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο τοῦ Κακριδῆ νομίζω ὅτι διαπιστώνει πὼς μερικὲς φορὲς οἱ λόγιοι παρεξηγοῦν τὰ πράγματα, ὅταν μιλοῦν γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ αὐτογνωσία τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ βλέπουμε φερ’ εἰπεῖν τὸ ἐπισημαίνει πολὺ εὔστοχα ὁ Κακριδὴς πὼς σ’ ὅλους τοὺς θρύλους καὶ τὶς παραδόσεις ἀπ’ ὅλο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο οἱ Ἕλληνες εἶναι μυθικὰ χειροδύναμα ὄντα: Δὲν εἶναι οἱ «ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι», εἶναι οἱ Ἕλληνες, δὲν εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀντιδιαστολὴ «οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες», κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἔκανε νὰ καταλάβουμε πὼς οἱ ἴδιοι ἀντιλαμβανόντουσαν τὸν ἑαυτό τους σὰν τοὺς νέους Ἕλληνες. Τὸν καιρὸ τῶν Ἑλλήνων «οἱ Ἕλληνες ἢ Ἑλλήνισσα» ἦταν κάποια ὑπερφυσικὰ ὄντα, γιατί αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ἐρείπια ποὺ ἔβλεπε κανεὶς γύρω του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐπιτεύγματα καὶ δημιουργήματα ἀνθρώπων πολὺ ἀνώτερων ἀπὸ τὸν ταπεινὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς.

Ὁ Ἕλλην καὶ ἡ Ἑλλήνισσα πρέπει νὰ ἦταν κάποιοι γίγαντες καὶ γιγάντισσες, ὅπως τοὺς παρουσιάζει ἡ παράδοση καὶ ὁ θρῦλος. Ὡστόσο, γιὰ νὰ τὸ δοῦμε τὸ θέμα ὡς πρὸς τὸ Βυζάντιο, στὸν Νέο Ἑλληνισμὸ θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ γνωστὸ ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ Ἕλληνας σημαίνει εἰδωλολάτρης. Τὰ ἁγιολογικὰ κυρίως, ἀλλὰ καὶ ἄλλα κείμενα, συχνὰ λέγουν ὅτι ὁ δεῖνα Ἅγιος ἦταν «ἐκ πατρὸς μὲν Ἕλληνος, ἐκ μητρὸς δὲ Χριστιανῆς». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀρθὰ ἀντιπαρατηρεῖ ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς, κρίνοντας τὸ βιβλίο τοῦ Κακριδῆ (ἐφ. «Τὸ Βῆμα», 10.11.1978), ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἀμφισβητοῦσε τὴν ἑλληνικότητα ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμά του λέγοντάς τους «ἀδελφοί μου, δὲν εἶσθε Ἕλληνες, δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ΄ εἶσθε ὀρθόδοξοι Χριστιανοί». Παρατηρεῖ ὁ Δημαρᾶς:
«Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἁπλῶς, ὅπως ἀνάλογα, λόγου χάρη ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἔδινε κι ἐκεῖνος ἄλλο νόημα στὴν ἑλληνικότητα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τῆς δίνουμε σήμερα: σημασιολογικὴ καὶ ὄχι πραγματικὴ ἀμφισβήτηση. Αὐτὰ νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ τὰ ξεκαθαρίζουμε, ὥστε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι δὲν δίνουμε λαβὴ σὲ ἱστοριογραφικὲς παρερμηνεῖες». Ὁ Ἕλλην δὲν εἶναι ἐθνικὸ ὄνομα, οἱ Ρωμαῖοι ὑπήκοοι τῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν εἶχαν ἐθνικὴ συνείδηση, παρὰ μόνο στὰ πολὺ ὕστερα χρόνια καὶ γιὰ μερικὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις λογίων ἦταν ἁπλᾶ Ρωμηοί. Ὁ αὐτοκράτορας ἦταν αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων, τὸ κράτος εἶχε τὸ λαϊκὸ ὄνομα Ρωμανία.
«Πάρθεν ἡ Ρωμανία», λέει ἕνα τραγούδι τῆς Ἅλωσης. Ἔτσι καὶ τὸ Βυζάντιο, ὅπως βλέπουμε κυρίως ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δημοτικὰ τραγούδια, ζεῖ στὴν ἀντίληψη τῶν νέων Ἑλλήνων, ἐκείνων τῶν χρόνων ἀλλὰ καὶ τῶν προηγούμενων αἰώνων, σὰν κάτι περισσότερο δικό μας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, κάτι πιὸ κοντὰ στὸν ταλαιπωρημένο ραγιά. Θυμίζω τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ τραγούδι αὐτὸ τὸ περίφημο «σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια», τὰ ἀκριτικὰ τραγούδια ποὺ ζοῦσαν, μέχρι πρὶν ἀπὸ ὁρισμένα χρόνια ἀκόμα, στὸν ἑλληνικὸ λαό, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄσματα καὶ θρήνους.

Αὐτὰ τὰ τραγούδια μιλᾶνε γιὰ κάτι δικό μας ποὺ χάσαμε. Καὶ βέβαια δὲν εἶναι κάτι ὑπερφυσικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀνάγεται στὸν «καιρὸ τῶν Ἑλλήνων», εἶναι κάτι ποὺ ζεῖ, ἐφόσον ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὸ Βυζάντιο. Ἐφόσον ζεῖ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ραγιᾶ ἡ συνείδηση ὅτι εἶναι Ὁρθόδοξος πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν λέμε πῶς αὐτὸ εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Βυζάντιο; Τί ἄλλο ἄραγε μπορεῖ νὰ ζεῖ μέσα στὴ σκέψη καὶ τὴ μνήμη τοῦ λαοῦ; Ὁρισμένα μᾶλλον ἠχηρὰ ὀνόματα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Βελισσάριος, ὁ Βουλγαροκτόνος, ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας, ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς.
Ὅπως ἀντίστοιχα ἀπὸ τὸν Ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ ὑπάρχουν μερικὰ μεγάλα ὀνόματα, τὰ ὁποῖα εὔκολα ἀράδιαζαν οἱ λόγιοι, οἱ λογοτέχνες, οἱ ἀγωνιστές, ὅταν ἤθελαν νὰ ἐμψυχώσουν τὸ κοινό τους: Μιλτιάδης, Θεμιστοκλῆς, Λεωνίδας, Μεγαλέξανδρος, Ἡρακλῆς, Ἀχιλλέας, Ὀδυσσέας. Νομίζω δηλαδὴ ὅτι στὴ λαϊκὴ ψυχὴ βιωμένο τὸ Βυζάντιο, ἤτανε ἐκεῖνα τὰ χρόνια παραδεκτό. Δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα νὰ ἀντιπαραταχθεῖ ὁ κόσμος ὁ πλατύτερος μὲ τὶς ἐκφάνσεις τῆς ἐπιβίωσης τοῦ Βυζαντίου, αὐτὴς ὅπως τὴ ζοῦσε.
Ὅμως τὸ πρόβλημα ὑπάρχει, ὅπως καὶ σχετικὰ προβλήματα, στὸ μυαλὸ τῶν λογίων καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι κοντύτερα στὴ λαϊκὴ ψυχολογία καὶ ἔχουν συνάμα θέση ταγοῦ. Θυμίζω ἐκ νέου τὸν Κοσμὰ τὸν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος ἔλεγε στὸν κόσμο ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ ἄκουγε τὰ κηρύγματά του ὅτι χρειάζεται νὰ ἀνοίξουμε σχολεῖα, χρειαζόμαστε νὰ μάθουμε τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα γιατί κι ἐμεῖς Ἑλληνικὸ Γένος εἴμαστε. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἀναφερότανε σὲ καθαρῶς χριστιανικὰ θρησκευτικὰ θέματα, ἔλεγε «ἐμεῖς δὲν εἴμαστε Ἕλληνες, εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ».

2. ΟΙ ΛΟΓΙΟΙ

Εἰπώθηκε ὅτι, ὅταν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ κάποιον λόγιο ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ τὸ κείμενό του, πρέπει νὰ ρωτᾶμε ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μιλάει, σὲ ποιούς μιλάει καὶ τότε μόνον θὰ καταλάβουμε γιατί μιλάει ἔτσι. Οἱ δικές μου ἀναζητήσεις ἐκτείνονται κυρίως στὰ δημοσιεύματα τῶν λογίων, ἀλλὰ ὅπου χρειάζεται συνεξετάζεται καὶ ἡ λαϊκὴ ἀντίληψη. Ἀξίζει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίδραση στὴν παραγνώριση καὶ καταδίκη τοῦ Βυζαντίου προῆλθε καὶ ἀπὸ λογίους ποὺ ἐκπροσωποῦν τὴν «Ἀνατολικὴ» παράδοση (ποὺ δὲν ἦταν ὑποχρεωτικὰ θαμπωμένοι ἀπὸ τὰ φῶτα τῆς Δύσης) ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ μεσσιανικὸ πνεῦμα τοῦ ἀμαθέστερου λαοῦ.
Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος χαρακτηριστικὰ εἶχε γράψει ὅτι τὸ φῶς δὲν ἀνατέλλει ἀπὸ τὴ Δύση! Πολλὲς φορὲς διαπιστώνουμε, ὅταν σκύβουμε πάνω ἀπὸ τὰ κείμενα, ὅτι πρέπει νὰ ἀποβάλλουμε μερικὲς προσχηματισμένες ἐντυπώσεις. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσή μας θὰ δοῦμε ὅτι οἱ Φαναριῶτες δὲν συμπαθοῦσαν καὶ πολὺ τὸ Βυζάντιο. Θὰ δοῦμε ὅτι τὸ Βυζάντιο τὸ ὑπερασπίστηκαν μερικὲς φορὲς καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε. Θὰ δοῦμε σοφοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ μποροῦν νὰ συναισθανθοῦν τίποτα ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀνάγκη ἀποκατάστασης τοῦ Βυζαντίου στὴ σκέψη τῶν Νεοελλήνων ἦταν ἐπιτακτική, διότι εἶχε παρουσιασθεῖ ὁ Fallmerayer. Καὶ βρισκόντουσαν λόγιοι καὶ καθηγητὲς τοῦ Πανεπιστημίου ποὺ ἔλεγαν ὅτι: «Δὲν ἔχουμε καμμία σχέση ἐμεῖς μὲ τὸ Βυζάντιο»!

Χρήσιμο σχετικὸ βοήθημα εἶναι τὸ δημοσίευμα τοῦ Γιώργου Βελούση γιὰ τὸν Fallmerayer καὶ τὴ γένεση τοῦ νεοελληνικοῦ ἱστορισμοῦ, καθὼς καὶ τοῦ Ἀθανάσιου Καραθανάση γιὰ τὴν κρίσιμη ἑνότητα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ Fallmarayer ἦταν Σλαβιστής· ἔβλεπε ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὸν Σλαβικὸ ἐπεκτατισμό, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ἦταν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἐπειδὴ ἡ Σλαβικὴ Ἄρκτος, ὅπως ἔλεγαν τὴ Ρωσία ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἦταν πιθανὸ νὰ ἐναγκαλισθεῖ καὶ νὰ ἀφομοιώσει αὐτὸ τὸ «ὁμοεθνές» τους κρατίδιο, θὰ ἔπρεπε νὰ διατηρηθεῖ ἰσχυρὴ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.
Τοῦτο διότι οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι Ἕλληνες, τοῦτοι ἐδῶ οἱ Ἕλληνες εἶναι κυρίως Σλάβοι, ὑποστήριξε ὁ Fallmerayer. Δυστυχῶς σὲ πάρα πολλὰ πράγματα ἀκολουθοῦμε τὴν πεπατημένη καὶ βρισκόμαστε πολὺ συχνὰ πρὸ ἐκπλήξεων, ὅταν θελήσουμε νὰ ἐπανεξετάσουμε τὶς ἀπόψεις ποὺ κάποιο σοφὸ ὄνομα μὲ μέγα κῦρος ἔχει πεῖ. Χρειάζεται προσωπικὴ ἐξέταση τῶν θέσεων καὶ τῶν πηγῶν, καὶ ὄχι ἄκριτη παραδοχή. Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε ἕνα ἀνέκδοτο: Ο Fallmerayer, ὅταν ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς εἶχε ἔλθει στὴν Ἑλλάδα στὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο, ἔγραφε περίπου ὅτι: μὰ τόσο ἀκατατόπιστοι εἶναι αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες, οὕτως ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ παιδιὰ ὅταν περπατάω στὴν ὁδὸ Σταδίου νὰ μὲ φωνάζουνε «Σλάβε, Σλάβε»! Φυσικὰ τὰ παιδιὰ ἐπαναλάμβαναν τὴν κοινὴ γνώμη, τὶς κρατοῦσες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν μισέλληνα Fallmerayer. Καὶ ἦταν ἐνίοτε ἀφελῆ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Ἑλλήνων λογίων ποὺ προσπάθησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸν Fallmerayer.

Ἔγραφε ὁ ἴδιος, ἀναφερόμενος σὲ σχετικὰ δημοσιεύματα Ἑλλήνων, ὅτι ὑπάρχει μία ἁπλοϊκὴ γενίκευση σὲ αὐτὲς τὶς ἀπαντήσεις τῶν Ἑλλήνων, ὥστε νὰ νομίζει κανεὶς πὼς ἐπιχειρῶντας νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ λαογραφικὰ πειστήρια τὶς θέσεις του, καταφέρνουν νὰ ἀποδείξουν ὅτι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ σημερινοὶ Νεοέλληνες ἔχουν κοινὰ ἔθιμα μὲ Ἰνδιάνους, καὶ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι κατάγονται ἀπὸ Ἰνδιάνους τῆς Ἀμερικῆς! Τὸ συμπέρασμα ἀπ’ αὐτὲς τὶς πρῶτες διατυπώσεις εἶναι: οἱ λόγιοι ὑπῆρξαν πρωταίτιοι τῆς παραγνώρισης, ἰδίως οἱ καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἀπὸ τὸ 1837 καὶ ἑξῆς ποὺ ἱδρύθηκε, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ συντηρητισμὸς ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει, στὴν παιδεία μας μέχρι καὶ σήμερα, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὴ ἡ κρατοῦσα ἀντίληψη στοὺς Νεοέλληνες, αὐτὴ ἡ ἐπιφύλαξη, αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία καί, στὴ χειρότερη περίπτωση, αὐτὴ ἡ περιφρόνηση κατὰ τοῦ Βυζαντίου.
Καὶ βέβαια ἡ κρατοῦσα ἰδεολογία, ὁ Διαφωτισμός, ποὺ περιφρονοῦσε τὸ Βυζάντιο, ἀτυχῶς μεταλλασσόταν μὲ τὴ ρομαντικὴ πεπλανημένη ἀντίληψη ὅτι γιὰ νὰ μιλᾶμε περὶ συνεχείας ἑνὸς ἔθνους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, πρέπει νὰ ἀνιχνεύουμε καθαρότητα αἵματος. Δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἱστορία ἑνὸς λαοῦ νὰ κάνουμε αἱματολογικὲς ἀναλύσεις. Ὅμως κάτι τέτοιο ὑπάρχει καὶ ὑποσυνείδητα στὴ σκέψη μας σήμερα, ὅταν λέμε ὅτι τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν μόνο ἑλληνισμός· ἦταν Ἀσία, ἦταν καὶ Δύση. Τὰ πολιτισμικὰ δεδομένα τὰ ἔχουμε ὡς προκατάληψη.
Τὸ πρόβλημα ἀπασχόλησε καὶ τὴ λογιοσύνη τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἀκριβῶς μέσα στὰ πλαίσια τῆς ρομαντικῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους ἀναζητήθηκε τὸ δικό μας Ἔθνος. Βλέπουμε φερ’ εἰπεῖν τὸν Παπαρρηγόπουλο πρὶν ἀκόμα συλλάβει, πρὶν ἀκόμα ἐκμεταλλευτεῖ τὶς ἰδέες ἄλλων καὶ μιλήσει περὶ τοῦ τρισυπόστατου τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας (Ἀρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νέος Ἑλληνισμὸς) νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνες εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ὑπὸ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Κάτι τὸ ὁποῖο ὁ μεταγενέστερος Παπαρρηγόπουλος φυσικὰ τὸ λησμόνησε. Γιὰ νὰ συνοψίσουμε: Κάθε συζήτηση περὶ φυλετικῆς καθαρότητας, κάθε ἀποσιώπηση τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, κάθε ἐμφατικὴ ὑπογράμμιση τῆς παρουσίας καὶ ἄλλων λαῶν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ὡς «ἀνακάλυψης» σπουδαίας ἐπιστημονικῆς σημασίας, εἶναι αὐτόχρημα ὁλοκληρωτικὴ καὶ ὕποπτη.

 

ΠΗΓΗ