Συνέχιση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με κάμψη του πληθωρισμού αλλά πάνω από το όριο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «βλέπει» το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην τριμηνιαία έκθεση που παρουσίασε σήμερα ο επικεφαλής του Φραγκίσκος Κουτεντάκης.

Μάλιστα, ο ίδιος κάνει λόγο για προκλήσεις και κινδύνους, παρά τα θετικά μηνύματα, σημειώνοντας ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα ο πληθωρισμός στα τρόφιμα.

Η ενδεχόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το τέταρτο τρίμηνο του έτους με ευνοϊκές επιδράσεις στο κόστος δανεισμού είναι ικανή να οδηγήσει το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά μισή ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα το 2024. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εξετάζοντας στην τριμηνιαία έκθεσή του τρία διαφορετικά σενάρια εξέλιξης ρυθμού ανάπτυξης και πληθωρισμού, με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο, δημοσιονομική συρρίκνωση 10% στο δεύτερο και αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης 2% στο τρίτο.

Οι μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το βασικό σενάριο που προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,2% φέτος και του χρόνου με μέσο πληθωρισμό 4,6% το 2023 κα 2,3% το 2024 έρχονται στην περίπτωση ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Σε αυτή την περίπτωση ο ρυθμός ανάπτυξης ανεβαίνει στο 2,7% του χρόνου και ενισχύεται οριακά στο 2,3% φέτος.

Κατά τα λοιπά στην έκθεση επισημαίνονται οι ενδείξεις εμμονής των πληθωριστικών πιέσεων , γεγονός που αναδεικνύεται από την επιτάχυνση του πυρήνα του πληθωρισμού στο 8,1% τον Μάιο από 4,8% τον αντίστοιχο περυσινό μήνα και επαναλαμβάνονται οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ σύμφωνα με τις οποίες ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη οφείλεται κατά 45% στα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στο κόστος των εισαγομένων και μόλις κατά 25% στους μισθούς.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, εμφανίζεται έτοιμο να αναλάβει την ευθύνη κοστολόγησης των προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων, στο βαθμό που του ανατεθεί μια τέτοια αρμοδιότητα, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες του κόσμου.

Στο μέτωπο των προβλέψεων το σενάριο 1 ενσωματώνει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας όσον αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στο σενάριο αυτό γίνεται η παραδοχή της άμεσης διάχυσης του χαμηλότερου κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και ειδικότερα η εξάλειψη του πρόσθετου κινδύνου στις ιδιωτικές επενδύσεις. Το σενάριο 2 ενσωματώνει μια ταχύτερη μείωση των εισοδηματικών ενισχύσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους και των αυξημένων τιμών και υποτίθεται ότι θα προκαλέσει μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων κατά 10% σε σχέση με το βασικό σενάριο. Τέλος, το σενάριο 3 υποθέτει μια καλύτερη του αναμενόμενου πορεία των δημόσιων εσόδων που θα επιτρέψει μια αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 2% σε σχέση με το βασικό σενάριο. Σημειώνεται ότι τα σενάρια είναι διακριτά μεταξύ τους.

Σενάρια προβλέψεων για το 2023 και 2024

Στο βασικό σενάριο ο ρυθμός μεγέθυνσης του τρέχοντος και του επόμενου έτους θα διαμορφωθεί στο 2,2% ενώ ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4,6% για το 2023 και θα μειωθεί στο 2,3% το 2024.

Στο σενάριο 1, η επενδυτική βαθμίδα, στο βαθμό που τα θετικά αποτελέσματά της διαχυθούν άμεσα στην πραγματική οικονομία, θα προκαλέσει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων που θα ενισχύσουν το ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 και στο 2,7% το 2024, δηλαδή 0,1 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο. Συνεπώς, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έχει αξιόλογη θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας πέρα από τις ευνοϊκές επιπτώσεις στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.

Στο σενάριο 2, η μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων θα περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών και θα οδηγήσει το ΑΕΠ σε μεγέθυνση 2% το 2023 και 2,1% το 2024, δηλαδή 0,2 και 0,1 κάτω από το βασικό σενάριο.

Στο σενάριο 3, η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ρυθμό μεγέθυνσης 2,3% το 2023 και 2,2% το 2024, δηλαδή 0,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο για το 2023 αλλά χωρίς διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2024.

Παρατηρούμε, τέλος, ότι τα σενάρια δεν επηρεάζουν την πρόβλεψη του πληθωρισμού του βασικού σεναρίου.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, οι προβλέψεις του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Για παράδειγμα, τυχόν βραδύτερη ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Η περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αποδειχθεί περισσότερο επίμονος από ότι αναμένεται, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονος αν λάβουν χώρα εκτεταμένες μισθολογικές αυξήσεις καθώς και αν συνεχιστεί η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Η καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερες του αναμενομένου επενδύσεις. Ενώ, η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρεάζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη.  Τέλος, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων και η υιοθέτηση αυστηρότερου δημοσιονομικού πλαισίου που περιορίζει τη δυνατότητα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες.

Επενδυτική βαθμίδα

Ακόμη, η ολοκλήρωση των εκλογών σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου πολιτικής αβεβαιότητας σχετικά με τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης. Η άρση της αβεβαιότητας και η επιστροφή στην κανονικότητα είναι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι προεκλογικές εξαγγελίες διαμόρφωσαν προσδοκίες που θα πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση στο επόμενο διάστημα ενώ, παράλληλα, εκκρεμεί η διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2025 και εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών. Θα πρέπει, επομένως, τα μόνιμα επεκτατικά μέτρα να έχουν εκ των προτέρων διασφαλίσει τη χρηματοδότησή τους από μόνιμες πηγές εσόδων, ώστε οι δημοσιονομικές προοπτικές να μην αποκλίνουν από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Προκλήσεις

Παρά τη γενικά θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα σε προηγούμενες εκθέσεις του Γραφείου, ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων. Σε πρόσφατη έρευνά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.

Μακροοικονομική εικόνα

Στα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός του Μαΐου 2023 καταγράφει σημαντική μείωση σε σχέση με πέρυσι, από 10,5% σε 4,1%, ωστόσο ο πυρήνας του (χωρίς ενέργεια και μη επεξεργασμένα τρόφιμα) έχει αυξηθεί στο 8,1% από 4,8% πέρυσι, στοιχείο που καθιστά επίμονες της πληθωριστικές πιέσεις. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου Ιανουαρίου-Απριλίου παρουσιάζει αισθητή βελτίωση κατά 3 περίπου δις ευρώ σε σχέση με πέρυσι (σε 5,6 δις από 8,6 δις), ωστόσο παραμένει υψηλότερο από το αντίστοιχο διάστημα του 2021 (4,9 δις). Το ποσοστό ανεργίας του Μαΐου διαμορφώθηκε στο 10,8%, μειωμένο κατά σχεδόν 2 μονάδες σε σχέση με τον Μάιο του 2022 (12,7%), καθώς η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,1% ενώ οι ονομαστικές αμοιβές της μισθωτής εργασίας αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο κατά 5,5% σε ετήσια βάση.

Δημοσιονομικά

Η δημοσιονομική εικόνα του πρώτου τετραμήνου του έτους είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι, κατά σχεδόν από 2,5 δις ευρώ. Η βελτίωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα φορολογικά έσοδα που εμφανίζονται αισθητά αυξημένα σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου, οδηγώντας τις αποδόσεις σε 40 μονάδες βάσης κάτω από τους ιταλικούς τίτλους και μόλις 35 μονάδες βάσεις πάνω από τους ισπανικούς.

Οι επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού

Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δις ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δις σε 356,3 δις) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%). Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος. Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από πέρυσι. Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ.

Το πρόβλημα στις τιμές των τροφίμων

Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο -13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας). Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.

«Καμπανάκι» για χρέος

Όπως καταγράφεται στην έκθεση, ενώ το ακαθάριστο χρέος Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώθηκε από το 194,6% το 2021 στο 171,3% το 2022, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη ακολουθούμενο από εκείνο της Ιταλίας (144,4%), της Πορτογαλίας (113,9%) και της Ισπανίας (113,2%). Οι χώρες της Ευρωζώνης με το μικρότερο ακαθάριστο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η Εσθονία (18,4%), ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο (24,6%) και την Λιθουανία (38,4%). Στο σύνολο της Ευρωζώνης, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από το 95,4% το 2021 στο 91,5% το 2022. Άνοδος στα ληξιπρόθεσμα δημοσίου

Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, τον Απρίλιο του 2023 καταγράφηκε αύξηση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 435 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2022. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 562 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 2.418 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά 127 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 417 εκατ. ευρώ. 

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογούμενων

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Απριλίου του 2023, διαμορφώθηκε στα 107,7 δις ευρώ, μειωμένο κατά 4,8 δις ευρώ σε σχέση με τον Απρίλιο του 2022. 

Η μείωση αυτή υπολογίζεται από (α) τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 6,75 δις ευρώ συν (β) τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/5/2022 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,45 δις ευρώ, μείον (γ) τις εισπράξεις και διαγραφές, οι οποίες αγγίζουν συνολικά τα 14 δις ευρώ. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί η σημαντική αύξηση των διαγραφών του διαστήματος 1/5/2022-30/4/2023 (8,7 δις ευρώ) έναντι των διαγραφών της αντίστοιχης προηγούμενης περιόδου (1,4 δις ευρώ). Η διαφορά αυτή πηγάζει από τη διαγραφή οφειλών της ΟΣΕ ΑΕ ύψους 7,4 δις ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2023.

Η διαγραφή των ανωτέρω οφειλών επηρέασε και την πορεία του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά το πρώτο τετράμηνο του 2023, το οποίο μειώθηκε κατά 6 δις ευρώ, καθώς οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και οι διαγραφές (9,6 δις ευρώ) ήταν περισσότερες από τις εισροές, οι οποίες περιλαμβάνουν τα νέα ληξιπρόθεσμα ύψους 2,3 δις ευρώ και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος του 2022 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα (1,3 δις ευρώ).