Στην υποβάθμιση του μακροπρόθεσμου αξιόχρεου των ΗΠΑ κατά 1 βαθμίδα (από το επίπεδο AAA στο AA+) προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings.
Η απόφαση αυτή αντανακλά την εκτίμησή του ότι η δημοσιονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί την προσεχή τριετία και ότι το βάρος του δημοσίου χρέους είναι υψηλό και αυξανόμενο. Παράλληλα ο οίκος υποστηρίζει ότι οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις γύρω από το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους «διάβρωσαν» τη διακυβέρνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι Ο S & P ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης που στέρησε το 2011 από τις ΗΠΑ το «τριπλό άλφα». Έκτοτε δεν το έχει αναβαθμίσει και το διατηρεί στο AA+. Μετά και την τελευταία εξέλιξη μόνο ο Moody’s διατηρεί μέχρι σήμερα τις ΗΠΑ στην υψηλότερη βαθμίδα ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο Fitch δικαιολόγησε την απόφαση επικαλούμενος κυρίως τις επανειλημμένες κρίσεις για το όριο του χρέους και υπογράμμισε: «Οι πολιτικές συγκρούσεις και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγμής διάβρωσαν την εμπιστοσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών».
Υπενθυμίζεται ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους θα πρέπει να αυξάνεται από το Κογκρέσο προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να κηρύξουν στάση πληρωμών. Μπορεί για 10ετίες αυτό να ήταν μια τυπική διαδικασία, ωστόσο τα τελευταία χρόνια το ζήτημα έχει μετατραπεί επανειλημμένα σε αντικείμενο επαναλαμβανόμενων πολιτικών μαχών.
Στις αρχές Ιουνίου, η κυβέρνηση του δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν και η αντιπολίτευση, οι Ρεπουμπλικάνοι, κατέληξαν in extremis σε συμφωνία για το ζήτημα. Μολαταύτα, πέραν της συμφωνίας αυτής, «υπήρξε διαρκής επιδείνωση των κανόνων της διακυβέρνησης κατά των διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών και του χρέους», επιχειρηματολόγησε ο οίκος.
Δεν αναμένεται σοβαρός ή διαρκής αντίκτυπος στις αγορές
Πάντως, η απόφαση του οίκου, αν και απρόσμενη και χωρίς προηγούμενο την τελευταία δεκαετία, δεν φάνηκε να θορυβεί αναλυτές με τους οποίους συζήτησε χθες το Γαλλικό Πρακτορείο.
«Δεν αναμένω ότι θα έχει διαρκή αντίκτυπο στις χρηματαγορές» διαβεβαίωσε ο Τζον Κάναβαν της Oxford Economics, προσθέτοντας πως δεν προβλέπει «μείζονες αναταράξεις» όταν ανοίξουν οι αγορές.
Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση του οίκου «μπορεί να οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους» στα ομόλογα που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, εκτίμησε ο Μίκι Λέβι της Berenberg. Πιο μακροπρόθεσμα ωστόσο, ούτε αυτός βλέπει «καμιά σοβαρή επιπλοκή» καθώς εκτιμά ότι όλος ο κόσμος είναι ενήμερος για την κατάσταση του αυξανόμενου χρέους των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Fitch εξόργισε την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. «Διαφωνώ έντονα με την απόφαση του Fitch Ratings. Η μεταβολή είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία» τόνισε η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν σε σχετική ανακοίνωση.
«Διαφωνούμε σθεναρά με την απόφαση αυτή» τόνισε σε εξίσου υψηλό τόνο η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Καρίν Ζαν-Πιερ, επιρρίπτοντας ευθύνες στον πρώην πρόεδρο, τον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Τραμπ, ότι ευθύνεται για την επιδείνωση των κριτηρίων που λαμβάνει υπ’ όψιν ο οίκος και προσθέτοντας: «Αψηφά την πραγματικότητα το να υποβαθμίζονται οι ΗΠΑ τη στιγμή που ο πρόεδρος Μπάιντεν έφερε την πιο ισχυρή ανάκαμψη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία στον κόσμο».
Στο στόχαστρο της κυβέρνησης Μπάιντεν βρίσκεται κυρίως η φορολογική μεταρρύθμιση που προώθησε το 2017 ο κ. Τραμπ, μειώνοντας τους συντελεστές για τους πλουσιότερους Αμερικανούς και για τις επιχειρήσεις.
Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους κατηγορούν συχνά τους Δημοκρατικούς για αλόγιστες δαπάνες.
Έλλειψη δημοσιονομικού πλαισίου
Η μείωση των φόρων, καθώς και οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες, υποδείχθηκαν από τον Fitch στην αιτιολόγηση της κίνησής του, που πάντως δεν αναφέρθηκε σε κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Η αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τη διάρκεια των τριών προσεχών ετών, καθώς και το βάρος του υψηλού και αυξανόμενου δημοσίου χρέους αποτελούν σημαντικά ρίσκα, σύμφωνα με τον οίκο.
«Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας» διευκρίνισε ο Fitch, σημειώνοντας: «Εξάλλου, μόνο περιορισμένες πρόοδοι σημειώθηκαν για την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού».
Ο Fitch είχε προειδοποιήσει στα τέλη Μαΐου πως εξέταζε το ενδεχόμενο να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ εξαιτίας του κινδύνου κήρυξης στάσης πληρωμών. Η προοπτική του αμερικανικού δημοσίου χρέους μετατράπηκε από «αρνητική» σε «σταθερή», που σημαίνει ότι ο οίκος δεν αναμένει νέα επιδείνωση βραχυπρόθεσμα.
Ενώ οικονομολόγοι, ιδίως αυτοί της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed), δεν αναμένουν πλέον πως θα ενσκήψει ύφεση στις ΗΠΑ, ο οίκος Fitch εξακολουθεί να προβλέπει «ελαφρώς » συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο του 2024. Πάντως θεωρεί, παρά τις επικρίσεις αυτές, ότι η αμερικανική οικονομία είναι «διαφοροποιημένη» σε επαρκή βαθμό, μπορεί να λογαριάζει σε «υψηλά» έσοδα υποστηριζόμενα από «δυναμικό εμπορικό περιβάλλον». «Το αμερικανικό δολάριο είναι το πιο σημαντικό αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, κάτι που δίνει στην κυβέρνηση εξαιρετική ευελιξία ως προς τις χρηματοδοτικές επιλογές της» διευκρίνισε.