Ο αντεθνικός χαρακτήρας της λεγομένης πολιτικής Αριστεράς έχει πλέον βρει ερείσματα (πολιτικά, οικονομικά και ευρύτερα πολιτιστικά) στις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει παράταιρο κι ανίερο. Αρκεί να παρατηρήσει, όμως κάποιος τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας τη σταδιακή απάλειψη των διαχωριστικών γραμμών, ανάμεσα στα δύο αυτά πολιτικά μεγέθη, μια απάλειψη που στηρίχτηκε στην εύσχημη δικαιολογία «για το… καλό του κράτους συμπράττουμε».
Η δικαιολογία αυτή εμφανίστηκε σχεδόν ακαριαία από την ώρα που οι πάλαι ποτέ άσπονδοι πολιτικά εχθροί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συνεργάστηκαν σε μια κυβέρνηση – έκτρωμα που κατάργησε κάθε έννοια πολιτικής διαφοροποίησης και, κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε κάθε περίπτωση σοβαρής αντιπολιτευτικής δύναμης (ο παντελώς ανίκανος και παρωχημένος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να διαμορφώσει συνθήκες άσκησης σοβαρής αντιπολίτευσης).
Η ίδια, βέβαια δικαιολογία θα χρησιμοποιηθεί σε μια μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι, όμως μόνο κοντόφθαλμοι λόγοι ή λόγοι άσκησης μιας πολιτικής της στιγμής και των περιστάσεων που υπαγορεύουν μια τέτοια σύμπλευση. Υπάρχουν βαθύτερες αιτίες.
Για πρώτη φορά στην παγκόσμια πολιτική ιστορία, και παρά τις διαφορετικές εκκινήσεις, βρέθηκε ένα κοινό μοτίβο ανάμεσα στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική φόρμα πολιτικής δράσης και στην αριστερή διεθνιστική κουλτούρα: η ανάγκη απάλειψης κάθε ίχνους εθνικής διαφοροποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός δε μισεί μονάχα την κρατική υπόσταση και το κοινωνικό προστατευτικό πλαίσιο που συνήθως αυτή προσφέρει στους πολίτες της. Μισεί τις εθνικές διαφοροποιήσεις. Τις θεωρεί ανάχωμα στα σχέδιά του για παγκόσμια κυριαρχία, για παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, που θα στηριχτεί στην εξίσωση των λαών, στην κατάργηση της εθνικής διαφορετικότητας, στην κατάλυση του σεβασμού αυτής της διαφορετικότητας. Ένα προϊόν ή μια υπηρεσία μπορεί να αποκτήσει παγκόσμια διάδοση και προβολή μονάχα όταν απευθύνεται σε λαούς με παρόμοιες ή πανομοιότυπες συνθήκες διαβίωσης, με παρεμφερή πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία δράσης. Κάθε εθνική κουλτούρα, με τα τόσα πολλά διαφοροποιητικά στοιχεία που εσωκλείει, είναι σοβαρό εμπόδιο στα σχέδια αυτά.
Από την άλλη, η Αριστερή κουλτούρα έχει έναν σαφή διεθνικό και, γι’ αυτό, έντονα αντεθνικό και ανεθνικό χαρακτήρα. Οι παγιωμένες εθνικές αντιλήψεις, τα ήθη και έθιμα, τα γενικότερα κοινά εθνικά χαρακτηριστικά και, βεβαίως, η περηφάνεια για την ιστορία του και τον πολιτισμό του, που κάθε έθνος διαθέτει, είναι στοιχεία που απεχθάνονται στον μέγιστο βαθμό. Η ιδέα ενός παγκόσμιου προλεταριάτου που θα πάρει στα χέρια του τη διαχείριση των πόρων και θα κάνει την οικουμένη μια παγκόσμια εξισωτική μαζοποιημένη μηχανή, εξακολουθεί να τη συγκινεί. Σε μια τέτοια μηχανιστική και μαζοποιημένη αντίληψη, βέβαια ως βασικότερο εμπόδιο στέκεται η έννοια της διαφοροποίησης ανάμεσα στα έθνη, τα οποία δεν αποδέχονται τέτοιες εξισωτικές καταστάσεις, αλλά, αντίθετα, δηλώνουν υπερήφανα για την ξεχωριστή τους εθνική ταυτότητα και κουλτούρα.
Ανακαλύπτοντας τον κοινό τους εχθρό, ο νεοφιλελευθερισμός και ο Αριστερός διεθνισμός έχουν αρχίσει να συγχρωτίζονται σε πρωτόγνωρο βαθμό. Χρησιμοποιούν, λοιπόν κοινές τακτικές που, από τη μία, απαξιώνουν την εθνική ταυτότητα και ιστορία ενός λαού και θεωρούν παρωχημένη την εθνική συνείδηση των ατόμων. Από την άλλη, προκαλούν βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών με σκοπό να εξαφανίσουν την εθνική ομοιογένεια ανάμεσα στους λαούς, ασκώντας, σε παγκόσμια κλίμακα, μια πρωτοφανή προπαγάνδα υπέρ των πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Η χώρα μας βιώνει αυτή τη σύμπλευση σε πρωτόγνωρο βαθμό. Σε πολιτικό επίπεδο, επιδιώκεται η εξαφάνιση των ευρύτερων πατριωτικών δυνάμεων που στηρίζουν την εθνική ιδιαιτερότητα ή, έστω, η συρρίκνωσή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις. Η άνοδος πότε των Αριστερών πολιτικών δυνάμεων, πότε των φιλελεύθερων στην κυβέρνηση δε θα δημιουργεί καμία διαφορά πολιτικής δράσης. Αντίθετα, η άνοδος στην εξουσία των πατριωτικών δυνάμεων και φορέων της θα προκαλούσε σοβαρές αντιστάσεις στην προσπάθεια πολιτισμικής εξομοίωσης και απαλοιφής των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του λαού μας.
Είναι, πλέον καιρός να διαμορφωθούν συνθήκες ανάδειξης όλων των εθνικών και πατριωτικών δυνάμεων του τόπου μας. Διαφορετικά, η Ελλάδα σε λίγα χρόνια θα πάψει να υφίσταται, ως χώρος δράσης μιας ιδιαίτερης εθνικής κουλτούρας. Το δίλημμα δεν είναι αν θα μείνουμε ή όχι στο Μνημόνιο ή αν θα βγούμε ή όχι από το Ευρώ. Αυτά είναι θέματα που έρχονται και παρέρχονται και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελούν στοιχεία μιας διαχρονικής πολιτικής στάσης. Το δίλημμα είναι αν θα δεχτούμε να γίνουμε απλές παραγωγικές μηχανές που είτε θα εξυπηρετούν τον παγκόσμιο πλούτο, είτε μια παγκόσμια δικτατορία προλεταριάτου ή αν θα παραμείνουμε ελεύθεροι άνθρωποι, με δυνατότητα αυτενέργειας και αυτοδιάθεσης, με τη δύναμη, δηλαδή να καθορίζουμε εμείς οι ίδιοι το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας!
Δημήτρης Γκίκας,
Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας