Τη σημασία των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων αναλύει σε νέα έκθεσή της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank με τίτλο «Reforms to stimulate business investment in Greece: Assessing the impact of judicial efficiency, governance quality and tax wedge reduction» (Συγγραφείς: Ε. Αδαμοπούλου, Π. Καπόπουλος, Α. Ρίζος).
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η μακροχρόνια ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας οδήγησε σε σημαντική απομείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας δημιουργώντας ένα επενδυτικό κενό καθώς οι αποσβέσεις παρέμειναν υψηλότερες από τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου για μια παρατεταμένη περίοδο, από το 2010 έως το 2021. Η αποεπένδυση της περιόδου αυτής, καθυστέρησε την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, οδηγώντας σε μείωση της παραγωγικότητας, καθώς η εργασία συνδυαζόταν με κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας. Το επενδυτικό κενό που ορίζεται ως η «διάβρωση» του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της χώρας κατά την περίοδο που οι αποσβέσεις υπερέβησαν τις νέες επενδύσεις εκτιμάται περί τα €95 δισ. σε τρέχουσες τιμές.
Στον απόηχο της κρίσης του δημόσιου χρέους, η Ελλάδα υιοθέτησε ένα σημαντικό σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης, με στόχο τη συμπίεση των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων ώστε να καταστεί βιώσιμο το δημόσιο χρέος της μεσοπρόθεσμα. Εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή, τα σχέδια διάσωσης που συνδέονται με τα μνημόνια απαιτούσαν μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Ελλάδα εισήγαγε ένα σημαντικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, με στόχο την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ανεπαρκειών που συσσωρεύτηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του εξαγωγικού προσανατολισμού των ελληνικών επιχειρήσεων και την τόνωση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων.
Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στις αγορές προϊόντων και εργασίας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία και την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που καταγράφηκε τα τελευταία έτη, οδήγησαν σε θετικό αναπτυξιακό αποτύπωμα από το 2017 και μετά. Αν και αυτή η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας προήλθε κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, η συμβολή των επενδύσεων στην μεγέθυνση του ΑΕΠ αυξάνεται σταδιακά, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει πολύ χαμηλότερο από το επίπεδό του πριν από το ξέσπασμα της κρίσης στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις 7 χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, μεταξύ 2018-2022 (από 11,1% σε 13,7%), εντούτοις, το ποσοστό αυτό παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ και πολύ χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα (2010: 16,6%).
Η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και της βιωσιμότητας του χρέους οδηγεί στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία αποτελεί σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο γιατί επανατοποθετεί τη χώρα ως προορισμό για μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια, αλλά και γιατί δημιουργεί ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το Ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και πάνω απ’ όλα, για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να αποτελεί ορόσημο, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια. Είναι σημαντικό, στο μέλλον, να αποτελέσει προτεραιότητα η προώθηση μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών εμποδίων και την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Περαιτέρω πρόοδος θα πρέπει να σημειωθεί σε ότι αφορά στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, της φοροδιαφυγής, των στρεβλώσεων σε ορισμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Κρίσιμο στοιχείο, λοιπόν, είναι η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η οποία μπορεί να βελτιωθεί μέσω συστηματικού σχεδιασμού και επενδύσεων, τόσο σε φυσικό, όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι επενδύσεις παραμένουν βασική προϋπόθεση για βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση. Ένα μοντέλο μεγέθυνσης που βασίζεται περισσότερο στις επενδύσεις σε σύγκριση με το παρελθόν αναμένεται να επιταχύνει την οικονομική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας υστερεί σε σχέση με τα μέλη της ΕΕ. Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 2α, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ, ήταν το 2022 μεταξύ των δύο τελευταίων στην ΕΕ-27, πάνω από αυτόν της Βουλγαρίας. Παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15% το 2022 (με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης), ανακάμπτοντας στο επίπεδο του 2008, έτος έναρξης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ποσοστό σύγκλισης ανήλθε σε 68%, ενώ το 2002 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν ίσο με το 93,3% του μέσου όρου της ΕΕ-27 (Γράφημα 2β).
Η παρούσα μελέτη εξετάζει το αποτύπωμα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών σε τρεις βασικούς τομείς. Οι προσπάθειες αυτές είτε βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης, αλλά παρουσιάζουν καθυστερήσεις, είτε βρίσκονται στη φάση του σχεδιασμού και αφορούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, της ποιότητας της διακυβέρνησης, και της περαιτέρω μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας (tax wedge) για εργαζόμενους και εργοδότες. Ο λόγος για τον οποίο εστιάζουμε σε αυτούς τους τρεις τομείς είναι ότι αποτελούν σημαντικά δομικά στοιχεία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μιας χώρας. Ένας επενδυτής, ημεδαπός ή αλλοδαπός, θα λάβει υπόψη τις κάτωθι παραμέτρους πριν προχωρήσει στην υλοποίηση ενός νέου επενδυτικού σχεδίου: το λειτουργικό κόστος και ειδικότερα το κόστος εργασίας, τα ρυθμιστικά εμπόδια και κανόνες καθώς και το θεσμικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε αυτά τα τρία δομικά στοιχεία αναμένεται όχι μόνο να επιταχύνει τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις αλλά και να συμβάλει στην αναπλήρωση του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της χώρας και στη γεφύρωση του απόστασης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τις οικονομίες της ΕΕ, αλλά και να προετοιμάσει το έδαφος για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι αποτελεσματικοί και ποιοτικοί θεσμοί φαίνεται να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, στον καθορισμό του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης στις οικονομίες σε όλο τον κόσμο.
Επιπροσθέτως, η υιοθέτηση ενός φιλικού προς την ανάπτυξη φορολογικού μείγματος μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις στην Ελλάδα και να επιταχύνει την προσέλκυση νέων κεφαλαίων από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, η μείωση του φορολογικού βάρους στην εργασία δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις να αναλάβουν νέα επενδυτικά σχέδια, καθώς μειώνει ουσιαστικά το κόστος εργασίας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Επιπλέον, μια χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση δίνει κίνητρα σε εξειδικευμένο προσωπικό να επιστρέψει από το εξωτερικό – αντιστρέφοντας το φαινόμενο του brain drain, που αποτελεί μείζον πρόβλημα για την ελληνική οικονομία – με θετικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Τέλος, η μείωση του κόστους εργασίας όχι μόνο οδηγεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην αποκλιμάκωση της ανεργίας και στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών και των νέων, αλλά μπορεί επίσης να περιορίσει την αδήλωτη εργασία και, κατά συνέπεια, την παραοικονομία, η οποία αποτελεί άλλη μια σημαντική παθογένεια της ελληνικής οικονομίας.
Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης και ευρήματα
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία: την μετατόπιση του παραγωγικού της προτύπου, το οποίο στηριζόταν κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, προς ένα νέο μοντέλο που θα στηρίζεται πρωτίστως στις επενδύσεις. Δύο στοιχεία συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρώτον, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα απορροφήσει η Ελλάδα μεσοπρόθεσμα, πρωτίστως στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), θα αποτελέσουν αξιοσημείωτη επενδυτική «ένεση» για την ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου θα συμβάλουν καθοριστικά σε αυτόν τον μετασχηματισμό. Το συνολικό ύψος των κονδυλίων του RRF θα υπερβεί τα €30 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 17% του ΑΕΠ που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Η χώρα μας αναμένεται επίσης να λάβει περίπου €40 δισ. από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ-27, και συγκεκριμένα €13,4 δισ. από το πρόγραμμα Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και €26,2 δισ. από το ΕΣΠΑ. Συνυπολογίζοντας τα κονδύλια του RRF, το σύνολο των ευρωπαϊκών πόρων που θα εισρεύσουν μέχρι το 2027, υπολογίζονται σε περίπου €70 δισ.
Δεύτερον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με στόχο τη δημιουργία ενός φιλικού προς το «επιχειρείν» περιβάλλοντος, είχαν ως αποτέλεσμα τη δυναμική επιστροφή των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) η οποία αποτυπώθηκε στην κατακόρυφη αύξησή τους το 2021 και το 2022.